Ουραγοί σε ποιότητα και διάρκεια ζωής μεταξύ των λαών του ευρωπαϊκού νότου γίνονται οι Έλληνες. Οι πρωτιές σε κάπνισμα και παχυσαρκία εκτοξεύουν τους θανάτους από εμφράγματα και εγκεφαλικά.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η χώρα μας δεν κερδίζει όσα οι άλλες μεσογειακές σε προσδόκιμο επιβίωσης και οδηγείται σε «βόμβα νοσηρότητας» από το 2016 και μετά. Οι ανεπαρκείς πολιτικές πρόληψης και η προβληματική διάθεση τεράστιων πόρων σε συγκεκριμένους τομείς, όπως τα φάρμακα, κρατούν τους ποιοτικούς δείκτες υγείας καθηλωμένους τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Το παρήγορο είναι ότι η Ελλάδα εμφανίζει τη χαμηλότερη θνησιμότητα από καρκίνο και χαμηλά ποσοστά κατανάλωσης αλκοόλ.
Τα παραπάνω προκύπτουν από πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στην οποία αξιολογήθηκαν οι δείκτες 34 χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Από την έκθεση προκύπτει ότι η χώρα μας βρίσκεται περίπου στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ στο προσδόκιμο επιβίωσης και στις δαπάνες Υγείας, ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ). Η σύγκριση με τις χώρες του Οργανισμού καθιστά την εικόνα πιο περίπλοκη. Εάν συγκριθούμε, όμως, με τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, αποτυπώνεται σαφέστερα η πορεία της υγείας του ελληνικού πληθυσμού και η πραγματική πρόοδος ή επιδείνωση που έχει συντελεστεί.Το προσδόκιμο επιβίωσης των Ελλήνων, που τη δεκαετία του '70 ήταν από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, έχει υποχωρήσει στην 20ή θέση μεταξύ των 34 χωρών του ΟΟΣΑ. Με 80,7 έτη, βρίσκεται κάτω από το αντίστοιχο της Ισπανίας (82,5) και της Ιταλίας (82,3).Είναι οριακά υψηλότερο από εκείνο της Πορτογαλίας (80,5), η οποία όμως απειλεί να μας... προσπεράσει. Το 2000, η χώρα της Ιβηρικής βρισκόταν πολύ πιο πίσω από την Ελλάδα, με 76,9 έτη προσδόκιμο. Μέσα σε 12 χρόνια, το αύξησε κατά 3,6 έτη, έναντι αύξησης 2,5 ετών της Ελλάδας.
Η θνησιμότητα από εμφράγματα και εγκεφαλικά βρίσκεται στην Ελλάδα σε επίπεδα-ρεκόρ, με 343,6 θανάτους ανά 100.000 πληθυσμό ή 35.000 θανάτους ετησίως. Πολύ λιγότεροι πολίτες χάνουν αναλογικά τη ζωή τους από το ίδιο αίτιο στην Πορτογαλία (200,7 θάνατοι ανά 100.000) και την Ισπανία (204,3 ανά 100.000).
Οι παραπάνω χώρες έχουν πετύχει μεγάλη πρόοδο στους θανάτους από καρδιαγγειακά, με μείωση που φτάνει έως και 40%. Μείωση 35% έχει πετύχει και η Ελλάδα, αλλά το 2000 εμφάνιζε πολύ υψηλότερη αναλογία θανάτων (532,8) σε σύγκριση με τις άλλες χώρες του νότου και ο δρόμος που έχει να διανύσει είναι πολύ περισσότερος. Ο λόγος για τον οποίο δεν έχει συντελεστεί πρόοδος στη χώρα μας προκύπτει ξεκάθαρα από τα ποσοστά όσων καπνίζουν τακτικά. Με καπνιστές το 33% των ενηλίκων, η Ελλάδα κατέχει τη χειρότερη θέση στον ΟΟΣΑ (μέσο ποσοστό 20,7%). Πολύ καλύτερη θέση έχει η Πορτογαλία, με καπνιστές μόλις το 18,8% των ενηλίκων, η Ιταλία (22,1%) και η Ισπανία (23,9%).
Σύμφωνα με τους ειδικούς, ο αριθμός των ενηλίκων καπνιστών έχει επιδείξει αξιοσημείωτη μείωση τις τελευταίες δύο δεκαετίες στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ αλλά όχι στην Ελλάδα.
Μία ακόμη ατράνταχτη απόδειξη για τα αίτια που μας έχουν οδηγήσει στη σημερινή κατάσταση είναι η παχυσαρκία. Και σε αυτόν τον παράγοντα κινδύνου η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στις μεσογειακές χώρες, με το 19,6% του πληθυσμού να έχει σοβαρά προβλήματα με το σωματικό του βάρος. Τα αντίστοιχα ποσοστά είναι μόλις 10,4% στην Ιταλία, 15,4% στην Πορτογαλία και 16,6% στην Ισπανία.
πηγή: Έθνος