Παραμύθια: Η ιστορία τους
..... Μία φορά κι έναν καιρό ... ήταν τα παραμύθια. Η χιονάτη με τους 7 νάνους, η Σταχτοπούτα με το γυάλινο γοβάκι της, η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, ο Κοντορεβιθούλης, ο Πινόκιο κι ένα σωρό άλλοι διάσημοι παιδικοί ήρωες. Κι έπειτα ήταν οι γιαγιάδες -οι καλύτερες πρέσβειρες των παραμυθιών- που γαλούχησαν γενιές και γενιές με τις ίδιες ιστορίες. Πώς συνέβη όμως κι ακούσαμε όλοι από τα χείλη τους τα ίδια παραμύθια;
Αν σήμερα μιλάμε για την παγκοσμιοποίηση ως φαινόμενο οικονομικό και κοινωνικό, το παραμύθι μπορεί να καυχιέται ότι πρωτοπόρησε. Τρεις αιώνες οι γενιές των νέων ανθρώπων ακούνε τις ίδιες ιστορίες, μαγεύονται από τις περιπέτειες των ίδιων ηρώων και παραμένουν προσηλωμένοι στα ίδια πρότυπα. Κι όμως τα απλά ζητήματα -όπως αυτό της παράδοσης των παραμυθιών- ελάχιστα μας απασχολούν. Παρ’ ότι όλοι χρειάστηκε να βοηθήσουμε στην διάδοση των παραμυθιών (άλλοτε με το να τα ακούσουμε κι άλλοτε με το να τα αφηγηθούμε με την σειρά μας) οι περισσότεροι όμως δεν έχουμε σαφή απάντηση στο αφελές ερώτημα ενός παιδιού που ζητά να μάθει πως έτυχε να ξέρουν όλοι το ίδιο ακριβώς παραμύθι.
Η απάντηση βρίσκεται στα 1780. Σε μία μικρή πόλη της Γερμανίας, στο Χάναου όπου γεννιούνται ο Γιάκομπ και ο Βίλελμ Γκριμ. Η ανέμελη παιδική ζωή τους θα τερματιστεί σύντομα με τον θάνατο του πατέρα τους και την αναγκαστική τους μετακίνηση στην πόλη Κάσελ, για οικονομικούς λόγους. Ζώντας μία σκληρή πραγματικότητα τα δύο παιδιά δραπετεύουν όλο και πιο συχνά και συναρπάζονται από τις αφηγήσεις παραμυθιών, που λένε γηραλέες γερμανίδες της περιοχής τους. Η κακή υγεία του Γιάκομπ (πάσχει από άσθμα) τον φέρνει κοντά σε έναν μοναχικό συμφοιτητή του. Οι υπόλοιποι φωνάζουν αυτό το παράξενο παιδί «γέρο» επειδή προτιμά την μελέτη από τις παρέες τους. Ο Γιάκομπ χάνεται στην τεράστια ιδιωτική βιβλιοθήκη του νέου του φίλου και συναρπάζεται από την μελέτη των μύθων. Σύντομα καταστρώνει ένα σχέδιο με τον αδερφό του τον Βίλελμ: να συγκεντρώσουν τις αφηγήσεις των παραμυθιών, που τόσο αγάπησαν και να γράψουν ένα βιβλίο. Τα παραμύθια τότε ακούγονταν στα πανδοχεία, στους στάβλους και στα δωμάτια που έγνεθαν οι χωρικές. Δεν ήταν διόλου τυχαίο ότι το ξεκίνημά τους συχνά ήταν «κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δως της κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι να αρχινίσει». Τις βαριές χειμωνιάτικες νύχτες στην κεντρική Γερμανία οι γυναίκες έγνεθαν λινάρι ώρες ατέλειωτες. Η ατμόσφαιρα γινόταν ευχάριστη όταν άρχιζαν οι διηγήσεις των παραμυθιών. Η ζωή στην Γερμανία του μεσαίωνα έδωσε το δικό της χρώμα στις αφηγήσεις. Τα δάση ύψωναν απειλητικά τις σκιές τους και τις περισσότερες φορές ο ήρωας του παραμυθιού περιπλανιόταν εκεί με την αίσθηση του κινδύνου να αυξάνει. Διόλου τυχαίο. Οι Γερμανοί φοβέριζαν τα παιδιά τους με την απειλή του δάσους. Κι όμως στα παραμύθια το δάσος ήταν ο αγαπημένος τόπος για να εξελιχθεί η υπόθεση. Μάγισσες, ξωτικά, πριγκιπόπουλα, νάνοι, σταχτοπούτες, όλοι έκαναν απαραίτητα ένα πέρασμα από κάποιο δάσος. Εκεί όπου το μυστήριο μεγάλωνε και το παραμύθι ερχόταν να δώσει την ευχάριστη λύση του και το αισιόδοξο μήνυμά του. Οι αδερφοί Γκριμ πέρασαν πολύ χρόνο σε πανδοχεία ή σε στάβλους για να ακούσουν τα ωραιότερα παραμύθια της χώρας τους και να τα καταγράψουν. Αργότερα, όταν η φήμη τους εξαπλώθηκε, παραμυθάδες από όλη την χώρα έφταναν στο σπίτι τους για να αφηγηθούν την δική τους ιστορία ελπίζοντας ότι θα είναι αρκετά καλή για να κερδίσει μία θέση στο βιβλίο των Γκριμ. Αγαπημένη επισκέπτριά τους ήταν η χήρα Δωροθέα , κόρη πανδοχέα που μεγάλωσε ακούγοντας αφηγήσεις των ταξιδιωτών που πήγαιναν στην Φραγκφούρτη. Στην Δωροθέα οφείλουμε την θρυλική «Άσενπούτελ» ή Σταχτοπούτα. Η χιονάτη, η ωραία κοιμωμένη και η κοκκινοσκουφίτσα σώθηκαν χάρη στις αφηγήσεις μίας παιδικής φίλης των αδερφών Γκριμ: της Μαρί. Οι γαλλίδες γκουβερνάντες της εύπορης Μαρί την μεγάλωσαν με παραμύθια από την δική τους χώρα. Οι αδερφοί Γκριμ όμως πρόσθεσαν στις αφηγήσεις την τρομακτική σκιά των δασών της Έσσης, ή την βιαιότητα της εποχής τους. Όταν το 1812 κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά τα «παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια» περιείχαν μία ανθολογία από 210 αφηγήσεις. Ανάμεσά τους ο Πρίγκιπας-βάτραχος, η κοκκινοσκουφίτσα, η χιονάτη, η Ραπουντζέλ, η Σταχτοπούτα, η Ωραία Κοιμωμένη και οι Χάνσελ και Γκρέτελ. Το βιβλίο είχε ακόμη μύθους με ζώα και βουκολικές φάρσες. Όμως τα παραμύθια δεν είχαν τόσο την διάθεση να ψυχαγωγήσουν τους αναγνώστες, όσο να μείνουν καταγεγραμμένα ως στοιχείο πολιτιστικής κληρονομιάς. Γι’ αυτό και οι σημειώσεις των Γκριμ σε κάθε παραμύθι ξεπερνούσαν συχνά το μέγεθος της αφήγησης. Η δε ωμότητα στην εξιστόρηση βασανιστηρίων έμοιαζε συχνά ανατριχιαστική. Στην πρώτη εκείνη έκδοση είναι χαρακτηριστικό ότι η μητριά της Χιονάτης αναγκάζεται να χορεύει με σιδερένια παπούτσια πάνω σε κάρβουνα μέχρι να πέσει νεκρή από τα πυρακτωμένα σίδερα που λιώνουν τις σάρκες της.
Τις επόμενες δεκαετίες οι Γκριμ και το έργο τους επικρίθηκαν σκληρά από γονείς και εκπαιδευτικούς για την φρίκη και την βιαιότητα που περιέγραφε. Ψυχολόγοι και φεμινίστριες τους έβαζαν συχνά στο στόχαστρο. Οι πωλήσεις των αρχικών παραμυθιών τους πήραν την κατιούσα. Η εμπορική επιτυχία ήρθε το 1825 όταν οι Γκριμ δημοσίευσαν τη «Μικρή έκδοση» μία συλλογή 50 αφηγήσεων, που αυτή την φορά εικονογράφησε ο μικρότερος αδερφός τους, ο Λούντβιχ. Οι συγγραφείς άφησαν κατά μέρος την λαογραφική καταγραφή και έφτιαξαν ένα βιβλίο που απευθυνόταν σε παιδιά. Απλός λόγος, ονειρικές καταστάσεις, άγνωστο, μυστήριο, θαύματα, απρόβλεπτες και συναρπαστικές εξελίξεις και όμορφες ζωγραφιές που να συνοδεύουν τα παραμύθια. Το βιβλίο έγινε ανάρπαστο. Οι αδερφοί Γκριμ μέχρι το 1857 που κυκλοφόρησαν την τελική έκδοση των παραμυθιών τους τα «καλλώπιζαν» αδιάκοπα. Αφαίρεσαν τις ωμότητες και τα βασανιστήρια, τα σεξουαλικά υπονοούμενα, πρόσθεσαν ηθικά διδάγματα και το κυριότερο: εξάλειψαν κάθε στοιχείο που θα φανέρωνε τον τόπο προέλευσης των παραμυθιών τους. Έτσι τα κάστρα και τα δάση, ή ακόμη τα χαρακτηριστικά των ηρώων και οι ενδυμασίες τους δεν προσδιορίζονταν. Οι κοπέλες ήταν όμορφες και οι μητριές άσχημες. Τα δάση τρομακτικά και οι πύργοι απαστράπτοντες. Οι χοροί των βασιλιάδων σημαίνοντα κοσμικά γεγονότα και τα φορέματα των ηρωίδων ήταν ... απλώς «τα καλύτερα». Ίσως αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που τα παραμύθια τους επικράτησαν και διαδόθηκαν σε όλο τον πλανήτη. Στο Βιβλίο Γκίνες μπήκαν ως εκδοτικό φαινόμενο. Μετά την Βίβλο, είναι το μόνο βιβλίο που μεταφράστηκε σε περισσότερες από 160 γλώσσες.
Η Disney οφείλει πολλά στους αδερφούς Γκριμ και στα παραμύθια τους. Το 1937 βρέθηκαν πολλοί να σαρκάσουν την επιλογή του Walt Disney να μεταφέρει στις κινηματογραφικές αίθουσες το παραμύθι της Χιονάτης. Οι σαρκασμοί όμως σταμάτησαν την βραδιά της λαμπρής πρεμιέρας. Τα κινούμενα σχέδια χόρευαν και τραγουδούσαν στην οθόνη επί 80 λεπτά και οι θεατές -μικροί και μεγάλοι- παρακολουθούσαν ενθουσιασμένοι. Οι νάνοι «βαφτίστηκαν» για τις ανάγκες της ταινίας κι έγιναν χαριτωμένα μικροσκοπικά ανθρωπάκια με ονόματα όπως «Χαρούμενος», «Συναχωμένος», «Γκρινιάρης» κ.λ.π.
Τα παραμύθια των Γκριμ έπαιρναν σιγά σιγά την μορφή της εποχής. Άλλοτε πιο λαμπερά, πιο εξευγενισμένα κι άλλοτε ακόμη και .. ψηφιακά. Όμως ο πυρήνας των ιστοριών παρέμενε αναλλοίωτος. Λες και υπήρχε μυστική σύμβαση, η κάθε χώρα σεβόταν το κεντρικό θέμα αλλά έδινε την δική της εκδοχή για τις λεπτομέρειες. Κάπως έτσι η χιλιοειπωμένη ιστορία της Σταχτοπούτας απέκτησε 340 παραλλαγές, εκ των οποίων η παλαιότερη είναι η κινέζικη. Η κινέζα Σταχτοπούτα λέγεται Yeh-hsien και έχει όλα τα στοιχεία του κλασσικού παραμυθιού. Το παραμύθι αφηγείται την διεστραμμένη συμπεριφορά της μητριάς και το χορό όπου χάνεται το γοβάκι. Υπάρχει όμως η προσθήκη ενός μαγικού χρυσόψαρου που εμφανίζεται σε μια λιμνούλα και παρηγορεί την όμορφη καλή κόρη, ώσπου η κακιά μητριά το ανακαλύπτει και το θανατώνει. Στη σκοτσέζικη παραλλαγή το ζώο που βοηθά τη Σταχτοπούτα είναι ένα μοσχαράκι και πεθαίνει επίσης, αλλά εξακολουθεί να τη βοηθά και να την προστατεύει. Στην αυθεντική εκδοχή των αδελφών Γκριμ, μια φουντουκιά φυτρώνει δίπλα στον τάφο της αληθινής μητέρας της κοπέλας και είναι η φουντουκιά που την ντύνει και τη στολίζει για τον επικείμενο χορό. Αντίθετα στην επικρατούσα ιστορία του Περό η καλή νονά-νεράιδα, έρχεται να δώσει την λύση. Το 1950 η Disney πρόσθεσε πάλι στην κινηματογραφική μεταφορά της Σταχτοπούτας το δικό της στοιχείο: μία κολοκύθα που θα γινόταν άμαξα για να την πάει στον χορό.
«Σε μια ωφελιμιστική εποχή» έγραψε ο Ντίκενς «είναι θέμα υψίστης σημασίας το να γίνονται σεβαστά τα παραμύθια. Καθένας που έχει μελετήσει το θέμα γνωρίζει καλά ότι ένα έθνος χωρίς φαντασία, χωρίς ρομάντζο ποτέ δεν κατέκτησε ούτε ποτέ θα κατακτήσει μεγάλο χώρο κάτω απ' τον ήλιο». Πρόσφατο άρθρο στους «Financial Times» σημειώνει ότι, αν και συχνά το πνεύμα των καιρών προσπάθησε να τα αποβάλει από τη «διάπλαση των παίδων» όπως οι ορθολογιστές του Διαφωτισμού που τα εξόρισαν από τα παιδικά δωμάτια , είναι πολύ ισχυρά για να σβηστούν αληθινά, επιστρέφοντας θριαμβευτικά στα έργα του Βοκκάκιου, του Σαίξπηρ, του Μότσαρτ, του Κοκτό και πλείστων άλλων. Τα παραμύθια αντέχουν γιατί διαφυλάσσουν βαθιές αλήθειες κάτω από απλές διηγήσεις και εικόνες που όλοι κατανοούν.
Παράδειγμα ατράνταχτο των ημερών μας: το φαινόμενο Χάρυ Πότερ ή «Ο Άρχοντας των δακτυλιδιών», κινηματογραφικές υπερπαραγωγές που προσελκύουν στις αίθουσες όχι μόνο τους μικρούς αλλά και τους μεγάλους φίλους του σινεμά, κόβοντας εξωφρενικούς αριθμούς εισιτηρίων. Η εξήγηση είναι μάλλον απλή: Τα παραμύθια πάντα θα μας συναρπάζουν, γιατί απλούστατα απευθύνονται στο παιδί που όλοι κρύβουμε μέσα μας.
Μ.Κορνάρου
Διαβάστε επίσης το άρθρο: Ένα όμορφο παιδικό παραμύθι για τη γέννηση του Χριστού
Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στο ekriti και υπόκειται στους νόμους περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή του καθ’ οιονδήποτε τρόπο χωρίς την απαραίτητη παραπομπή (link) στην ιστοσελίδα που το δημοσίευσε.