Αφιερωματα

Βιογραφίες

Ειδήσεις

Ελλάδα

Μάρκος Βαμβακάρης, το "Συριανάκι"

Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Πατριάρχης του Ρεμπέτικου τραγουδιού, συνέδεσε το όνομα του και τη καλλιτεχνική του δημουργία με τη Σύρο όσο κανένας άλλος. Ο Μάρκος, το «Συριανάκι».

 Η "Φραγκοσυριανή", το διάσημο χασάπικο του Μάρκου πρέπει να είναι το ελληνικό τραγούδι με τις περισσότερες εκτελέσεις και διασκευές και έχει κάνει και τη Σύρο ξακουστή σε όλο το κόσμο.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στη Σύρο στο συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας, στις 10 Μαΐου του 1905. Ήταν ο πρωτότοκος γιός από τα έξι παιδιά του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη που ήταν καθολικοί όπως και οι περισσότεροι στην Άνω Χώρα.

Τα αδέρφια του που τον ακολούθησαν, ήτανε με τη σειρά ο Λεονάρδος, ο Φραγκίσκος, η Γκράτσια, ο Αργύρης και η Ρόζα. Ο πατέρας του ο Δομένικος, φτωχός άνθρωπος, μεροκαματιάρης. Έκανε διάφορες δουλειές για να ζήσει την οικογένεια του, όμως κι αυτός και τα αδέρφια του όπως και ο πατέρας τους ο παππούς του Μάρκου, έπαιζαν Γκάιντα και σίγουρα αυτό ήταν το πρώτο που κληρονόμησε ο μικρός Μάρκος, την αγάπη για τη μουσική.

Το 1909 ο Βαμβακάρης πρωτοπήγε στο σχολείο, ενώ το 1912, πριν καλά καλά προλάβει να τελειώσει το δημοτικό, αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο και να βγει στη βιοπάλη. Έκανε διάφορες δουλειές για να βοηθήσει το οικογενειακό εισόδημα, αλλά φύση ανικανοποίητη στα 13 του μπαρκάρει λαθρεπιβάτης για τον Πειραιά. Η ζωή στον Πειραιά ήταν δύσκολη όπως και στη Σύρο αλλά ο Μάρκος Βαμβακάρης είναι ένας αγωνιστής της ζωής και δουλεύει σε σκληρές συνθήκες στις πιο δύσκολες δουλειές.

Καταλήγει εκδορέας στα σφαγεία του Πειραιά παρόλη την ευαίσθητη φύση του γιατί το μεροκάματο ήταν καλό για τα δεδομένα της εποχής. Εκείνη την εποχή πρωτοέρχεται σε επαφή με τους τεκέδες , αλλά αυτό είναι που του έδωσε και την πρώτη του επαφή με το μπουζούκι όταν άκουσε να παίζει έναν από τους πιό φημισμένους οργανοπαίκτες της εποχής.

 Όπως λέει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του: "… άκουσα κατά τύχη τον μπάρμπα Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει το μπουζούκι, το οποίον τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα που σπάνε τα κόκαλα στο μαγαζί…"

Αγοράζει ένα μπουζούκι και μέσα σε μερικούς μόλις μήνες γίνεται εξαιρετικός σολίστας, αυτοδίδακτος. Ταυτόχρονα αρχίζει να γράφει δικά του τραγούδια και το 1933 είναι ο πρώτος που ηχογραφεί τραγούδι με μπουζούκι, το "Καραντουζένι" στην ODEON.

To 1934 δημιουργεί μαζί με τους φίλους του, Γιώργο Μπάτη, τον Ανέστο Δελιά και το Στράτο τον Παγιουμτζή το πρώτο συγκρότημα με μπουζούκια και παίζουν στη μάντρα του Σαραντόπουλου στην Ανάσταση του Πειραιά και αμέσως μετά σε δικό του μαγαζί στα Άσπρα χώματα. " Η Ξακουστή τετράς του Πειραιά". Η «Τετράς η εξακουστή του Πειραιώς» κατά το… λογιότερον

Η κομπανία που άλλαξε εντελώς τα πράγματα στο λαϊκό τραγούδι και έφερε το λαϊκό που ξέρουμε σήμερα, εισάγοντας το μπουζούκι και το μπαγλαμά στην ορχήστρα, στη θέση των «σαντουροβιολιών» που συνηθιζόταν ως τότε και τα χαν φέρει οι πρόσφυγες.

Ο κόσμος συρρέει από παντού για να τους ακούσει. Ο μύθος του ρεμπέτικου τραγουδιού και του Μάρκου Βαμβακάρη έχει γεννηθεί. Οι εποχές είναι δύσκολες όμως, παρόλη τη επιτυχία. Ο Μάρκος Βαμβακάρης πνεύμα ελεύθερο και φύση ανυπότακτη δεν γίνεται χαφιές της αστυνομίας και έτσι δεν του δίνουν άδεια για το μαγαζί του.

Τότε είναι που πηγαίνει μετά από 20 χρόνια στη Σύρο και παίζει εκεί για λίγο. Όταν επιστρέφει στον Πειραιά γράφει τη Φραγκοσυριανή.

Η μεταξική λογοκρισία και η κατοχή που ακολουθούν κάνουν τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα για το Μάρκο που με το μπουζούκι του γυρνάει όλη την Ελλάδα για να βγάλει το μεροκάματο.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης αποδείχτηκε ατυχέστατος στον πρώτο του γάμο. Με τη Ζιγκοάλα. «Τη γυναίκα» έλεγε ο ίδιος, που «μίσησα όσο κανένα άνθρωπο στο κόσμο». Το διαζύγιο δεν άργησε να εκδοθεί. Όμως και μετά το διαζύγιο εκείνη εξακολουθούσε να έχει οικονομικές απαιτήσεις. Αυτό ο Μάρκος Βαμβακάρης το αντιμετώπισε ως εξής: Έγραφε τα τραγούδια του ακόμα και αυτοβιογραφικά που τον φωτογράφιζαν ως δημιουργό τους (π.χ. “Ο Πολυτεχνίτης”) σε ονόματα όπως του Περιστέρη και του Μάτσα καθώς και σε ψευδώνυμα ανύπαρκτων προσώπων (φυσικά εισπράττοντας ο ίδιος τα πνευματικά δικαιώματα). Με αυτόν τον τρόπο κατάφερνε να μειώσει στο ελάχιστο το προσωπικό εισόδημά του κι έτσι η πρώην σύζυγός του να μην του πάρει τίποτα. Για αυτήν την ιστορία ο Μάρκος έγραψε το αυτοβιογραφικό τραγούδι «Το διαζύγιο».

Ήταν τόσο δημοφιλής που στη μια από τις τρεις φορές που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη και έδωσε συναυλία μαζεύτηκε για να τον ακούσει 50.000 κόσμος, στην πλατεία του Λευκού Πύργου. Γι αυτό γράφει το τραγούδι “Το 1912″ στο οποίο υμνεί τη Θεσσαλονίκη, ενώ παραδόξως ως τότε δεν είχε κάνει ούτε μια αναφορά σε τραγούδι του για τον Πειραιά, την πόλη που ζούσε και δημιουργούσε. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου ερμηνεύει τραγούδια δικά του και του Σπύρου Περιστέρη με στίχους προσαρμοσμένους στο δοξασμένο ελληνοϊταλικό έπος ( “Γειά σας φανταράκια μας”, “Το όνειρο του Μπενίτο” κ.α.).

Το 1942 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά την Ευαγγελία με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά. 

Κατά την περίοδο 1948-1959 περνάει δύσκολες ώρες, τον βασανίζουν διάφορα προβλήματα υγείας και μια αρθρίτιδα που τον εμποδίζει να παίζει όπως παλιά. Οι φίλοι και όσους έχει βοηθήσει στο παρελθόν του γυρνάνε τη πλάτη.

Η  ελληνική μουσική βιομηχανία, τα ηνία της οποίας περνάνε μάλιστα σε χέρια ανθρώπων που ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε βοηθήσει να αναδειχτούν φέρεται αχάριστα στον πρωτοπόρο του μπουζουκιού που θεωρείται «ξεπερασμένος».

Οι δισκογραφικές εταιρίες παύουν να τον καλούν για ηχογραφήσεις και τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα του αρνούνται τη συνεργασία.

 Παίζει μπουζούκι γυρνώντας σε διάφορα μαγαζιά βγάζοντας πιατάκι για να ζήσει.

Περνάει σοβαρές περιπέτειες με την υγεία του (παραμορφωτική αρθρίτιδα στα δάχτυλα κάτι που τον δυσκολεύει να παίζει μπουζούκι) και την οικονομική του κατάσταση, ενώ αφορίζεται από την Καθολική εκκλησία γιατί παντρεύτηκε δεύτερη φορά με ορθόδοξο γάμο. 

Το 1954 (ξεχασμένος από τους περισσότερους) επισκέφτηκε τη Σύρο όπου έμεινε για ένα έτος και γνωρίζει την αποθέωση από τον κόσμο της Σύρου που δεν τον ξεχνά. Ο Μάρκος έπαιξε και τραγούδησε στην Ταβέρνα του Λιλή, στην Άνω Σύρο για μια εβδομάδα

Όμως δεν έχει σταματήσει στιγμή να γράφει τραγούδια. Μια επανεκτέλεση των τραγουδιών του- με παρέμβαση του Τσιτσάνη- από την Κολούμπια με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση το 1960 που θα μείνει κλασική στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, ξαναφέρνει τον Μάρκο Βαμβακάρη στο προσκήνιο και ξεκινάει μια δεύτερη δισκογραφική καριέρα.

Ο Μάρκος προλογίζει το δίσκο λέγοντας: «ήρθαν όμορφες εποχές και ήρθαν άσκημες. Και ο Μάρκος πέρασε παραπονούμενος στο περιθώριο … Κι έλεγα: κάλλιο Μάρκο να σβήσεις όρθιος, μ ένα τραγούδι στο στόμα…»

 Έρχεται σε επαφή με ένα καινούργιο κοινό που είναι διψασμένο για αυθεντικότητα. Του δίνεται η ευκαιρία να ξαναδουλέψει σε λαϊκά πάλκα, αλλά και να δώσει συναυλίες σε χώρους που δεν μπορούσε ούτε να το φανταστεί, όπως οι φοιτητικές μπουάτ στην Πλάκα.

 Η συναυλία του στο θέατρο "Κεντρικό" είναι το αποκορύφωμα και η βιωματική στιχουργική του Μάρκου παραδίδει τη στιγμή στην ιστορία: "Μπουζούκι μου ποιός το’ λπιζε στα τόσα μεγαλεία, στο θέατρο το κεντρικό να δώσεις συναυλία"

Τουλάχιστον έφυγε ευχαριστημένος από τη ζωή στις 8 Φλεβάρη του 1972 που τον λύγισαν οι ταλαιπωρίες και οι αρρώστιες, αφήνοντας πίσω του άξιους συνεχιστές του τους γιούς του, το Στέλιο και το Δομήνικο και όσους είχε εμπνεύσει με τις δημιουργίες του.

 Αφήνοντας  μια τεράστια παρακαταθήκη από αυθεντικά βιωματικά τραγούδια πραγματικά στολίδια του λαικού μας πολιτισμού.

Η Αυτοβιογραφία του

''Τράβηξε η καρδιά μου να γράψω την ιστορία μου. Θέλω να την ιδώ γραμμένη και να τη διαβάσω απ' την αρχή ως το τέλος σα να ήταν κάποιου άλλου. Πιστεύω πως έτσι θα ξεθυμάνει το φούσκωμα της καρδιάς που μου σταλάξανε τόσα πολλά και διάφορα, τέτοια που ο καθένας δεν θα ήθελε να τα 'χει στη δική του την ιστορία. Έχω σκοπό να τη δημοσιέψω κιόλας την ιστορία μου.
Η χριστιανή που μου κάνει το γραμματικό λέει πως οι πρώτοι χριστιανοί ξεμολογιόντουσαν δυνατά, μπρος σε όλο τον κόσμο, κι όλος ο λαός τους συγχωρούσε και ξαλάφρωναν για καλά. Όμως τώρα ο κόσμος είναι χαλασμένος και ξέρω πως σήμερα θα βρεθούνε πολλοί που θα σκεφτούνε πως έπρεπε να ντραπώ να ομολογήσω πολλά πράματα. Εγώ θα πάρω το θάρρος τους τέτοιους να μη τους λογαριάσω. Ο άνθρωπος για να λέγεται αληθινός άνθρωπος, πρέπει να μπορεί να 'ρθει και στη θέση του άλλου, του ομοίου του. Γιατί απ' όσα θα σας πω και τα παθήματα και τα φταιξίματα ίδια είναι. Και τα φταιξίματα είναι κι αυτά παθήματα.
Δεν εγεννήθηκα κακός ούτε σκέφτηκα ποτές μου να φχαριστηθώ άμα λυπηθεί ο άλλος. Δεν εγεννήθηκα κακός, ούτε για να ζήσω τη ζωή μου όπως την έζησα. Και γι' αυτό παίρνω το θάρρος να εκθέσω τα αμαρτήματά μου στον κόσμο. Σε έναν κόσμο που εγώ πρώτος του τραγούδησα τις χαρές και τις λύπες του, τα πλούτη και τη φτώχεια του, την ορφάνια του και την ξενιτιά του.
Αυτός ο κόσμος θέλω να γίνει ο εξομολόγος μου και πιστεύω ότι όλοι αυτοί για τους οποίους έχω γράψει και γράφω μα και θα γράφω εκατοντάδες τραγούδια, θα με συγχωρέσουν, μια και αυτός είναι ο σκοπός της περιγραφής και εξιστορήσεως της ζωής μου, δηλαδή η συγνώμη και η συγχώρεση. Γι' αυτό όσοι θα διαβάσετε την ιστορία μου, φίλοι ή ξένοι, γνωστοί ή άγνωστοι, και μάλιστα οι γνωστοί μου, να 'ρθητε να μου σφίξτε το χέρι και να μου πήτε ένα ανοιχτόκαρδο γεια σου. Να μου πείτε πως όλα περάσανε, ότι όλα αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Να μου πείτε πως αν ζούσατε την ίδια ζωή με μένα, τα ίδια θα παθαίνατε και τα ίδια θα κάνατε.
Τώρα όλα αυτά βέβαια ανήκουν στο παρελθόν, και την παλιά μου ζωή τη θυμάμαι σαν ένα κακό όνειρο που όταν θα το ιδείς τινάζεσαι από το κρεβάτι σου. Έτσι περίπου τινάζομαι όταν αναπολώ την περασμένη μου ζωή και θυμηθώ τις κακές στιγμές της. [...]'' 


Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στο ekriti και υπόκειται στους νόμους περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή του καθ’ οιονδήποτε τρόπο χωρίς την απαραίτητη παραπομπή (link) στην ιστοσελίδα που το δημοσίευσε.

ESPA BANNER