Αφιερωματα

Βιογραφίες

Γιάννης Μαρής: Ο δημιουργός του ελληνικού αστυνομικού θρίλερ

Ο Γιάννης Μαρής ( Γίαννης Τσιριμώκος), ο εισηγητής του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα, για πολλά χρόνια άφηνε αδιάφορη την κριτική, επειδή είχε καταταγεί ελαφρά τη καρδία στην παραλογοτεχνία. Μολονότι τα βιβλία του -και ίσως ακριβώς γι' αυτό- πουλούσαν εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα και τα μυθιστορήματά του δημοσιευόνταν συγχρόνως σε είκοσι ως τριάντα εφημερίδες και περιοδικά των Αθηνών, της Θεσσαλονίκης, της Κύπρου, της Αυστραλίας, της Νοτίου Αφρικής, της Κωνσταντινούπολης, του Λονδίνου και άλλων πόλεων της Ελλάδας και του εξωτερικού, ουδείς έπαιρνε το ρίσκο να ασχοληθεί μαζί του. 

Σήμερα γράφονται γι' αυτόν άρθρα, φιλόλογοι προβαίνουν σε ανακοινώσεις σε συνέδρια (όπως εκείνη της Μαρίας Πρεβελάκη στο 11ο Διεθνές Συμπόσιο Νεοελληνιστών των γαλλικών πανεπιστημίων το 1990) ή εκπονούνται μεταπτυχιακές εργασίες (όπως αυτή της Ζενεβιέβ Πουίγκ από το Πανεπιστήμιο του Πουατιέ). Αυτό το φαινόμενο, το γεγονός ότι το έργο του αναλύεται πλάι στο έργο του Ρίτσου, του Εμπειρίκου, του Σεφέρη, του Τσίρκα και των άλλων κορυφών της ελληνικής λογοτεχνίας, δείχνει μήπως ότι υπάρχει σε αυτό κάτι που «το διαχωρίζει από εκείνο που έχει ονομαστεί παραλογοτεχνία;», αναρωτιέται ο Βάσιας Τσοκόπουλος στο μικρό αφιέρωμα για τον Μαρή στο περιοδικό «Διαβάζω», αρ. 356, Οκτώβριος 1995.

Πρώτος εξάδελφος του σοσιαλιστή πολιτικού και μετέπειτα πρωθυπουργού Ηλία Τσιριμώκου, ο Γιάννης Τσιριμώκος γεννήθηκε στη Σκόπελο όπου υπηρετούσε ο δικαστικός πατέρας του το 1919. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Λαμία και ως φοιτητής Νομικής στη Θεσσαλονίκη προσχώρησε στην Αριστερά, ηγούμενος του φοιτητικού κινήματος στο πανεπιστήμιο. Εξαιτίας των Δικών της Μόσχας και των σταλινικών εκκαθαρίσεων της περιόδου 1936-1938 μετακινήθηκε στον σοσιαλιστικό χώρο, όπου έμεινε ως τον θάνατό του. Συμμετείχε στην ίδρυση του σοσιαλιστικού κόμματος 'Ενωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ), προσχώρησε στο ΕΑΜ και τέθηκε επικεφαλής του Γραφείου Στερεάς, διετέλεσε εθνοσύμβουλος και γνώρισε από κοντά όλους τους ηγέτες της Αντίστασης.

Το 1945 άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία, ανέλαβε την αρχισυνταξία της σοσιαλιστικής Μάχης αλλά και σχολιογράφος της και κριτικός κινηματογράφου. Οι αποκαλύψεις της εφημερίδας για το κολαστήριο της Μακρονήσου, το οποίο κατ' ευφημισμόν αποκλήθηκε «στρατόπεδο εθνικής αναβάπτισης», είχαν ως αποτέλεσμα να διωχθεί και να κλειστεί στις φυλακές των Βούρλων. Μόνο χάρη στην παρέμβαση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και του πολιτικού ηγέτη Αλέξανδρου Σβώλου γλίτωσε τη ζωή του. Στη συνέχεια εργάστηκε στις εφημερίδες «Προοδευτικός Φιλελεύθερος», «Ελεύθερος Λόγος», «Αθηναϊκή» και κατέληξε στο συγκρότημα Μπότση («Ακρόπολις», «Απογευματινή», περιοδικό «Πρώτο»).

Η συγγραφική του καριέρα ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του '50, όταν δημοσίευσε σε συνέχειες στην «Οικογένεια», ένα από τα καλύτερα εβδομαδιαία περιοδικά της εποχής, το κλασικό πλέον «'Εγκλημα στο Κολωνάκι». Στις 16 Σεπτεμβρίου 1953, στο τεύχος 9 (τιμή 5.000 δραχμές), δημοσιεύτηκε η 8η συνέχεια του «αθηναϊκού αστυνομικού μυθιστορήματος» που το υπέγραφε ως Γιάννης Τσιριμώκος. Στο ίδιο διαβάζουμε ένα ρεπορτάζ του Μάριου Πλωρίτη με τίτλο «Τα γενέθλια του κινηματογράφου», τη συνέχεια του μυθιστορήματος του Σπύρου Μελά «Στα νύχια της μοίρας» και τις συνέχειες αστυνομικών αφηγημάτων των Ε. Φίλιπς Οπενχάιμ, Ορσον Γουέλς και Ουίλιαμ Αϊρις (Κόρνελ Γούλριτς).

Η επιτυχία εκείνου του μυθιστορήματος που εκδόθηκε λίγο αργότερα από τις εκδόσεις «Ατλαντίς» στη σειρά «Αστυνομικά βιβλία της τσέπης» (με το κόκκινο εξώφυλλο) τον ώθησε να συνεχίσει το γράψιμο και έτσι στο περιθώριο της δημοσιογραφικής του δουλειάς κατάφερε να γράψει γύρω στα πενήντα αστυνομικά αφηγήματα, είκοσι περίπου σενάρια ταινιών και δύο θεατρικά έργα. Αυτός ο πολυμαθής και ακάματος διανοούμενος με τη σπάνια πνευματική καλλιέργεια, που διέθετε το «χάρισμα του προφορικού λόγου», σύμφωνα με τον Γ. Α. Λεονταρίτη, με τον οποίον είχαν συνεργασθεί στο ρεπορτάζ της διαλεύκανσης της δολοφονίας του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, πέθανε στις 13 Νοεμβρίου 1979 από την επάρατο νόσο που τον έπληξε στο κεφάλι στερώντας του την ικανότητα ομιλίας.

Δημιουργός ολόκληρης σχολής συγγραφέων αστυνομικών μυθιστορημάτων που δεν είχαν ανάλογη επιτυχία με τη δική του , ο Γιάννης Μαρής χρησιμοποιούσε την αστυνομική πλοκή ως πρόσχημα για να κερδίσει την προσοχή του αναγνώστη. Αυτό που πραγματικά τον ενδιέφερε ήταν η ατμόσφαιρα, το περιβάλλον, οι ανθρώπινες σχέσεις. Κατόρθωσε να δημιουργήσει ζωντανούς ανθρώπινους χαρακτήρες, που ήταν το αποτέλεσμα της συνεχούς παρατήρησης των προσώπων με τα οποία ήρθε σε επαφή στη διάρκεια της πολυετούς δημοσιογραφικής του καριέρας. Ως συγγραφέας περιγράφει και σχολιάζει την κοινωνία του καιρού του ανατέμνοντας τη μεσοαστική και τη μεγαλοαστική τάξη η πλειονότητα των ηρώων του κατοικοεδρεύει στην περιοχή του Κολωνακίου την οποία γνώριζε καλά. Στα βιβλία του σε πρώτο πλάνο βρίσκονται εφοπλιστές, βιομήχανοι, έμποροι, διανοούμενοι, καλλιτέχνες και σε δεύτερο μεροκαματιάρηδες, άνεργοι, λούμπεν στοιχεία. Ο κόσμος του είναι σχεδιασμένος γεωμετρικά, με σαφή και καθορισμένα όρια. Από τη μια μεριά οι έντιμοι, αξιοπρεπείς πολίτες με τίτλους σπουδών, επιχειρήσεις, κοινωνική θέση και «λευκό ποινικό μητρώο» και από την άλλη οι ανεπάγγελτοι, οι τυχοδιώκτες, οι «άνθρωποι με βεβαρημένο παρελθόν». Οι αστυνομικοί του επίσης χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: «καλούς» και «κακούς». Οι πρώτοι είναι ήπιοι, λογικοί, «αναγκάστηκαν να μπουν στο Σώμα» γιατί δεν είχαν τα οικονομικά μέσα να σπουδάσουν• οι δεύτεροι είναι αυταρχικοί, χωρίς ευρύτητα σκέψης, ενίοτε βασανίζουν υπόπτους για να αποσπάσουν ομολογίες.

Χαρακρηριστικός ανθρώπινος τύπος του Μακρή και βασικός ήρωας στα περισσότερα βιβλία του, ο αστυνόμος Μπέκας έχει πολλές ομοιότητες με τον αστυνόμο του Ζορζ Σιμενόν. Άλλος τύπος είναι ο δημοσιογράφος Μακρής, το alter ego του συγγραφέα.Ο Μπέκας, ένας κοντόχοντρος άντρας με ασήμαντη εμφάνιση και ένα μουστάκι α λα Χίτλερ, θυμίζει συνοικιακό μπακάλη που έχει φορέσει το σκούρο κοστούμι του. Φαίνεται διαρκώς αφηρημένος και πρέπει να τον προσέξεις ιδιαίτερα για να δεις τη «μικρή φλόγα που παίζει στο βάθος των ματιών του». Η «δυνατή εξυπνάδα του» κρύβεται κάτω από ένα ύφος απλοϊκό, ενώ στο παρουσιαστικό του δεν υπάρχει «τίποτα το πνευματικό», τίποτα που να δείχνει ότι είναι προικισμένος με αντίληψη.

Ο αστυνόμος δεν ανήκει στους τύπους της νυχτερινής αθηναϊκής ζωής. Υποδειγματικός οικογενειάρχης, ζει μια τυπική μικροαστική ζωή που θα απογοήτευε όσους ήθελαν να τον φανταστούν «σαν ρομαντικό ήρωα αστυνομικών περιπετειών». Δεν έχει διαβάσει ποτέ ποίηση αλλά «τον Βάρναλη τον έχει ακουστά», τον βλέπει να παίζει τάβλι στο καφενείο «Το Βυζάντιο». Ο Μπέκας, όπως ο Μαρής, νιώθει μιαν αποστροφή για τους ιδιωτικούς ντετέκτιβ. Πιστεύει ότι «οι ιδιωτικοί αστυνομικοί είναι για τις ταινίες του κινηματογράφου και τα μυθιστορήματα», επειδή «χωρίς τον μηχανισμό της αστυνομίας πίσω σου είσαι άοπλος, αδύναμος, γυμνός».

Σύμφωνα με τον ιρλανδό μεταφραστή του, καθηγητή J. Η. Harrison, «ο Μαρής είναι τυπικά Έλληνας, παίρνει τη ζωή όπως τη βρίσκει, ένα ελκυστικό και γοητευτικό μείγμα, όπου η ευτυχία και η λύπη, η αγάπη και ο πόθος, η ομορφία και η ασχήμια συμπλέκονται και συνυπάρχουν... Όπως και στο αρχαίο ελληνικό δράμα, οι ιστορίες του προχωρούν προς το αναπόφευκτο τέλος τους, και αυτό το τέλος μπορεί να είναι ή να μην είναι ».

Από ένα κείμενο που έγραψε προ ετών ο συγγραφέας Φίλιππος Φιλίππου.

ESPA BANNER