Γιάννης Ρίτσος: Ο ποιητής της τελευταίας προ Ανθρώπου εκατονταετίας
της Χρύσας Προκοπάκη
"Από δω προς τον ήλιο. Μεθαύριο / που θα περνάνε μες στον ήλιο με σημαίες κι εργαλεία / μπορεί και κάποιος να σταθεί μια σύντομη στιγμή και να ρωτήσει: / Ποιος να 'γραψε με τόσο αδέξια γράμματα τούτη την πινακίδα; / και κάποιος άλλος ίσως να θυμάται και να πει: / Ο Γιάννης Ρίτσος - ποιητής της τελευταίας προ Ανθρώπου εκατονταετίας”
Αυτό το αισιόδοξο μήνυμα έστελνε ο ποιητής μέσα απ' τον κατοχικό ζόφο, τον Αύγουστο του 1942, όταν η Αντίσταση ανδρωνόταν κι η υπόσχεση ενός κόσμου ωραίου που θα αναδυόταν απ' τα ερείπια έμοιαζε να παίρνει σάρκα. Από τότε, η βαρβαρότητα άλλαξε πολλά πρόσωπα. Τα νέα δεινά του τόπου έμελλε να τα νιώσει στο πετσί του, μάρτυρας (με τη διπλή σημασία) της μισαλλοδοξίας και της απανθρωπιάς στις αλλεπάλληλες εκτοπίσεις του. Του 'μελλε ακόμα, εκείνες τις σημαίες που ονειρευόταν, να τις δει να κουρελιάζονται μία μία. “Σκισμένες όλες οι σημαίες κατά μήκος όλου του χρόνου”, έγραφε κιόλας μες στη δικτατορία, όταν ξεσπούσε η κρίση στις σοσιαλιστικές χώρες.
“Μεθαύριο”, λοιπόν, αν κάποιος θα 'θελε να διαβάσει την ιστορία της εκατονταετίας, θα την εύρισκε ακέρια στην ποίηση του Ρίτσου: Στα ποιήματα που την κατέγραψαν σαν χρονικό· στα εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία· στη μεταπλασμένη ποιητικά βιογραφία του, εγκατασπαρμένη σε ποικίλες συνθέσεις. Κι ακόμα, πιο βαθιά, στο εσωτερικό οδοιπορικό του ποιητή, που το αποτύπωνε μέρα τη μέρα με σαφήνεια ή υπαινικτικά. Κι αυτό το “υπαινικτικά” λέει περισσότερα για τη βία του καθεστώτος, τις νοοτροπίες και τη συμβατική ηθική, τους ιδεολογικούς πειθαναγκασμούς.
Ποιος είναι λοιπόν ο Ρίτσος; Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων ή ο μοναχικός σκεπτικιστής, ο “απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου”; Ο αισθησιακός που ρουφάει με όλους τους πόρους του τους χυμούς της ζωής, αυτός που κλείνει μέσα στ' ανθρώπινο σώμα τον φυσικό κόσμο και, αντίστροφα, μεταμορφώνει το σύμπαν σε παλλόμενη σάρκα; Ο ερωτικός, που σκιρτά σ' όλα τα αγγίγματα των σωμάτων και των αγαλμάτων, ή ο ασκητής που “απωθεί” και “θεώνεται”; Ή μήπως ο φύσει υπαρξιακός που εκθέτει την αγωνία του στον ψιθυριστό διάλογό του με το χρόνο και το θάνατο; Ο “διχασμένος και διπλός”, μας λέει ο ίδιος, επιβεβαιώνοντας τον υπερβατικό λόγο της ποίησης.
Γεννήθηκε στη Μονεμβασιά την Πρωτομαγιά του 1909. Η οικογένειά του, μεγαλοκτηματίες που δέσποζαν στην περιοχή, καταστράφηκε οικονομικά λίγα χρόνια αργότερα, και, το χειρότερο, βυθίστηκε στο πένθος. Το 1921 πεθαίνει φυματικός ο μεγάλος γιος, δόκιμος αξιωματικός του Ναυτικού, καθώς και η μητέρα, το λατρεμένο πρόσωπο του ποιητή, από την ίδια αρρώστια. Το “νεκρό σπίτι” έμελλε να σφραγίσει τη ζωή και το έργο του. Τα πρώτα του ποιήματα δημοσιεύονται στη Διάπλαση των Παίδων το 1924, με το ψευδώνυμο “Ιδανικό όραμα”. Το 1925 εγκαθίσταται στην Αθήνα όπου εργάζεται για λίγο ως δακτυλογράφος και αντιγραφέας συμβολαίων. Το επόμενο έτος προσβάλλεται κι αυτός από φυματίωση. Η ζωή του για πολλά χρόνια θα μοιράζεται ανάμεσα σε φθισιατρεία και σε διάφορες δουλειές με εξευτελιστικούς όρους (ηθοποιός, χορευτής, διορθωτής κι επιμελητής κειμένων). Στο σανατόριο της “Σωτηρίας” όπου νοσηλεύεται (1927-30) μυείται στο μαρξισμό από αγωνιστές του ΚΚΕ. Το “ιδανικό όραμα” ανακαλύπτει το κοινωνικό όραμα.
“Την πρώτη και τελευταία σου λέξη / την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση. / Όλη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση”. Και μια απλή καταγραφή του τεράστιου σε όγκο έργου του (πάνω από 100 ποιητικά βιβλία, 4 θεατρικά, πεζά, δοκίμια, μεταφράσεις) θ' απαιτούσε πολλές σελίδες. Ας αρκεστούμε σε μια συνοπτική παρακολούθηση της ποιητικής πορείας.
1934-36: Μέσα από τον παραδοσιακό στίχο, στις παράλληλες συλλογές Τρακτέρ (1930-34), Πυραμίδες (1930-35), εκφράζει τους νέους προσανατολισμούς του επιχειρώντας μια ρήξη, που αποδεικνύεται όμως αρκετά επώδυνη. Τον Μάιο του 1936, η αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης των απεργών καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, του εμπνέει τον Επιτάφιο, αυτό το μοιρολόι της μάνας μπροστά στο σώμα του σκοτωμένου γιου της, που μετατρέπεται σε κοινωνική διαμαρτυρία και εξέγερση. Στον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο μετακενώνεται η δημοτική και λόγια παράδοση, φορτίζοντας το σύγχρονο δράμα, ενώ η ανάκληση του χριστιανικού μύθου ευαγγελίζεται μιαν άλλη ανάσταση. Ο Επιτάφιος παραδόθηκε στην πυρά από τους δικτάτορες της 4ης Αυγούστου.
1937-43: Είναι η περίοδος της λυρικής έκρηξης. Ένας μοντέρνος λυρισμός, σε ελεύθερο στίχο, όπου η μουσική ροή και τα ενσωματωμένα στοιχεία του υπερρεαλισμού πειθαρχούν στον ειρμό του αισθήματος και του στοχασμού. Ο υπαίθριος χώρος εισβάλλει με τολμηρές φωτεινές και ονειρικές εικόνες. Οργιώδης φαντασία που ξέρει να γειώνεται ακουμπώντας πάντα στα απλά πράγματα. Το 1937, συγκλονισμένος από την ψυχική ασθένεια της αδερφής του Λούλας, που οδηγείται στο Δαφνί, γράφει Το τραγούδι της αδελφής μου. (Σημειωτέον ότι στο ίδιο ίδρυμα βρίσκεται ο πατέρας από το 1932). Είναι το ποίημα που θα του χαρίσει το “χρίσμα” του γέρου Παλαμά: “Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις”. Η Εαρινή συμφωνία (1937-38) έρχεται να επουλώσει πληγές: ψυχική ανάταση και θάμβος μπροστά στο θαύμα του πρωτοφανέρωτου έρωτα. Στο Εμβατήριο του ωκεανού, (1939-40), το όνειρο του μεγάλου ταξιδιού τρέφεται με μνήμες του μονεμβασιώτικου βράχου. Αναπόληση μέσα στην άξενη πολιτεία όπου προβάλλεται κιόλας η εφιαλτική εικόνα της ναζιστικής θηριωδίας: “Οι άνθρωποι ετοιμάζουν σκάλες / με ανθρώπινα κόκαλα / για ν' ανέβουν”.
Την έντονη μουσικότητα διαδέχεται ένας υπόγειος ρυθμός στην Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής (Μακρινή εποχή της εφηβείας), 1942, και στη Δοκιμασία (1935-43), όπου θα εισχωρήσουν προοδευτικά συμβολικές αναφορές στην κατοχική καταπίεση. Ο στίχος εκτείνεται, και το ύφος πλησιάζει “το πρότυπο της απλής συνομιλίας”, τη χαρακτηριστική φωνή του Ρίτσου.
1944-53: Σ' όλη τη διάρκεια της κατοχής ο ποιητής είναι καθηλωμένος στο κρεβάτι από μια σοβαρή υποτροπή της αρρώστιας. Συμμετέχει στο καλλιτεχνικό τμήμα του ΕΑΜ. Πολλά από τα γραφτά του, μεταξύ των οποίων κι ένα μυθιστόρημα, καταστράφηκαν στα Δεκεμβριανά. Στον εμφύλιο, εξορίζεται στη Λήμνο (1948), στη Μακρόνησο ('49), στον Άη Στράτη ('50). Απελευθερώνεται το 1952. Από την Τελευταία Π.Α. εκατονταετία (1942), που γράφεται παράλληλα με τη Δοκιμασία, αρχίζει μια καινούργια περίοδος, η οποία καλύπτει αυτά τα δύσκολα χρόνια. Σχεδόν αποκλειστικά, ποιήματα του αγώνα και της εξορίας, που, αν και διαφέρουν μορφικά μεταξύ τους, τα συνδέει η θεματική συνάφεια και η μεταφορά της νωπής ιστορικής εμπειρίας:
Η κοινότητα του πόνου θα εκφραστεί με τη μορφή του χορικού (Τρία χορικά, 1944-47). Την εποποιία της Αντίστασης ζωντανεύουν τα δίδυμα έργα Ρωμιοσύνη, Η Κυρά των αμπελιών (1945-47): Κλέφτες του '21 κι αντάρτες πολεμούν μαζί τον κατακτητή. Σε αντιστοιχία, η αναβίωση της παράδοσης με δημοτικούς ρυθμούς και παραστάσεις γονιμοποιεί τον μοντέρνο, κάποτε υπερρεαλίζοντα, στίχο στις επικολυρικές αυτές συνθέσεις. Στον Πέτρινο Χρόνο (1949), αντίθετα, ο λόγος απογυμνώνεται, γίνεται κραυγή που ανεβαίνει από την κόλαση της Μακρονήσου. Συμπύκνωση, εξομολογητικότητα στα απέριττα Ημερολόγια εξορίας, ενώ, παράλληλα, κυλάει ένα ποίημα ποταμός (5.500 στίχοι), Οι γειτονιές του κόσμου (1949-51), το “χρονικό” της δεκαετίας 1940-50. Με πολλά ενδιάμεσα στάδια, όπου η προσπάθεια να συντηρηθεί η φλόγα της πίστης αποκαλύπτει τα ρήγματα της ήττας της Αριστεράς, ο κύκλος κλείνει με τη συγκλονιστική Ανυπόταχτη Πολιτεία (1952-53): Συνειδητοποίηση του βάθους της ήττας με την επιστροφή στη μουδιασμένη και “εκσυγχρονιζόμενη” Αθήνα. Προσπάθεια επανένταξης κι εσωτερικός αγώνας για την ανάκτηση των χαμένων ελπίδων.
1954-67: Το 1954 ο Ρίτσος παντρεύεται με τη γιατρό Φαλίτσα Γεωργιάδη. Τα χρόνια που ακολουθούν είναι μια ανάπαυλα ειρήνης και γαλήνης στο σπιτικό περιβάλλον. Η γέννηση της κόρης του Έρης τού χαρίζει το ευφρόσυνο Πρωινό άστρο (1955). Η εποχή αυτή θα φέρει μια καινούργια καρποφορία. Εσωτερικές διεργασίες κι αντικειμενικές συνθήκες (σχετική ύφεση του ψυχρού πολέμου και κάποια φιλελευθεροποίηση και στον τομέα της αισθητικής μετά το 20ό σοβιετικό συνέδριο) αποδεσμεύουν μια πολύτιμη ύλη που θα οδηγήσει το έργο του στην αιχμή της σύγχρονης ποίησης. Είναι η περίοδος των υψηλών συλλήψεων και των ευρηματικών μορφικών τρόπων της Τέταρτης Διάστασης, που εγκαινιάζεται με την κλασική στην οικονομία της και την υποβλητική της γοητεία Σονάτα του σεληνόφωτος (1956, Α' κρατικό βραβείο ποίησης).
Στα πολύστιχα αυτά ποιήματα (δραματικοί μονόλογοι τα περισσότερα), ο Ρίτσος μέσα από διαφορετικές περσόνες, σύγχρονες ή μυθολογικές, θα πραγματοποιήσει καταβυθίσεις στο σκοτεινό πηγάδι της ψυχής και του υποσυνειδήτου, θα μιλήσει για τη μοναξιά, την ερωτική στέρηση, το γήρασμα του σώματος και των πραγμάτων (Σονάτα..., Το νεκρό σπίτι, 1959, Κάτω απ' τον ίσκιο του βουνού, 1960), θα αναδείξει την αξία της απλής ζωής όπου συντελείται το θαύμα, αποενοχοποιώντας τον αντιήρωα (Ισμήνη, 1966-71), θα ανατάμει τις συνειδησιακές συγκρούσεις του ατόμου - φορέα της κοινωνικής πράξης (Ορέστης, 1962-66, Φιλοκτήτης 1963-65). Κι ακόμα θα επιχειρήσει μια δυναμική ανακατάκτηση του χρόνου μέσα από την ατομική και ιστορική μνήμη (Όταν έρχεται ο Ξένος, 1958).
Οι αρχαιόθεμοι μονόλογοι αντλούν από τον κύκλο των Ατρειδών, των Λαβδακιδών και τον τρωικό κύκλο. Ο μύθος συγχωνεύεται με τις κοινωνικο-ιστορικές εμπειρίες όπως και με την ιστορία της επίσης τραγικής μονεμβασιώτικης οικογένειας. Τα ετερόκλητα στοιχεία οργανώνονται μέσα σε μια ιδιότυπη, ερεθιστική συγχρονία. Ο σχεδόν δοκιμιακός στοχασμός καλύπτεται από τη σεμνότροπη εξομολογητικότητα της καθημερινής κουβέντας.
Παράλληλα με τις συνθέσεις της Τ.Δ., καλλιεργείται συστηματικά το ολιγόστιχο ποίημα, που σαν να συμπυκνώνει τους πληθωρικούς μονολόγους. Λιτό, συχνά αινιγματικό, καταγράφει χαμηλόφωνα τις ελάχιστες χειρονομίες, τους ψυχικούς κραδασμούς, καθηλώνει το φευγαλέο καθαγιάζοντας την καθημερινότητα. Ο ποιητής διαλέγεται με τον κόσμο των πραγμάτων (έπιπλα, σκεύη, εργαλεία της δουλειάς), αυτών των “απλών, απτών, αδιανόητων και κατευναστικών αντικειμένων, αυτών των μικρών συσσωρευτών της χρήσιμης ανθρώπινης ενέργειας”, καθώς λέει ο ίδιος σχολιάζοντας τις Μαρτυρίες (1957-65). Τα αντικείμενα, όπως όλα τα ζώντα ή άψυχα του σύμπαντος, βρίσκονται σε συνεχή ανταπόκριση με τον άνθρωπο. Κι αυτή η ποιητική όραση που νοηματοδοτεί τον κόσμο είναι ίσως η μεγαλύτερη χάρη και δωρεά του ριτσικού έργου.
1967-72: Αμέσως μετά το πραξικόπημα του 1967, ο Ρίτσος οδηγείται πάλι στις εξορίες: Γυάρος, Λέρος, και, στη συνέχεια, τίθεται σε κατ' οίκον περιορισμό στη Σάμο, ως το τέλος του '70. Μαζί με τους δυνάστες, το φάσμα του θανάτου είναι συνεχώς παρόν (νοσηλεύεται στον Άγιο Σάββα φρουρούμενος). Από την άλλη, η διάσπαση του ΚΚΕ και η επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία δεν ήρθαν να τονώσουν το ηθικό του. Κι όμως η ζοφερή επταετία ήταν η πιο παραγωγική του περίοδος. Το πλήθος των βραβείων και των τιμητικών διακρίσεων στο εξωτερικό εξάλλου, όπως και οι μεταφράσεις σε διάφορες γλώσσες, μαρτυρούν τη διεθνή απήχηση του έργου του που θα αυξάνεται ολοένα.
Οι δραματικές συνθήκες που σφράγισαν όλη αυτή την περίοδο μας επιβάλλουν να την ξεχωρίσουμε από την προηγούμενη, μολονότι κι εδώ καλλιεργούνται οι ίδιες ποιητικές μορφές. Η αλλαγή οπτικής και διάθεσης όχι διαθεσιμότητας υπαγορεύει και αλλαγές στο ύφος και στη γραφή: εισχωρεί ο σαρκασμός και η ειρωνεία, προπάντων το στοιχείο του παραλόγου. Η τριπλή συλλογή Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα (1968-69) εκδόθηκε δίγλωσση στη Γαλλία: Καταγγελία του καθεστώτος αλλά και έκφραση πικρίας ένα αίσθημα “απορφανισμού”, ύστερα από την κρίση στις σοσιαλιστικές χώρες. Χωρίς να λείπει η αντιστασιακή δόνηση, όπως π.χ. στο χορικό Ο αφανισμός της Μήλος (1969) ή στα 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1968), το κύριο σώμα των ποιημάτων αυτών των χρόνων διαποτίζεται από μια αίσθηση ματαιότητας και θανάτου. Σε συλλογές όπως Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη (1967-71), Διάδρομος και σκάλα (1970), Γραφή τυφλού (1972-73), εισβάλλει ο κόσμος του “ημερινού και νυχτερινού εφιάλτη”. Ένας κόσμος σακατεμένος, παραμορφωμένος, παρανοϊκός.
Αλλά και σε μονολόγους της Τέταρτης Διάστασης, όπως ο Αγαμέμνων, η Χρυσόθεμις, Η Ελένη (1970), Η επιστροφή της Ιφιγένειας (1971-72), το κέντρο βάρους μετατίθεται στο υπαρξιακό πεδίο. Είναι η ώρα των απολογισμών: Ο Τρωικός πόλεμος, η θυσία της Ιφιγένειας, η (σε προηγούμενη φάση, στο ποίημα Ορέστης) καθαρτήρια μητροκτονία, θέτουν τώρα το τραγικό, αναπάντητο ερώτημα: “προς τι;”. Η έλλειψη νοήματος, το “μέγα τίποτα” κυριαρχεί. Η ιστορία είναι μια αέναη επανάληψη παθών, και ο ζωοποιός λόγος αυτοακυρώνεται. Μένει ο ηρωικός πεσιμισμός της Ελένης: “... Ωστόσο ποιος ξέρει / ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει / η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του ανθρώπου...” Κι όμως μέσα στη δικτατορία θ' ακουστούν αιφνίδια συνθέσεις εξόδου που προοιωνίζονται μια εύφορη δημιουργία, ενδεικτική της εγρήγορσης, της θεληματικότητας και της μανίας του ακατάβλητου ποιητή.
1972-83: Το Κωδωνοστάσιο και η Γκραγκάντα (1972) ευαγγελίζονται την εξέγερση που ήταν να 'ρθει, αλλά και εγκαινιάζουν νέους εκφραστικούς τρόπους. Μετα-υπερρεαλιστική, εξπρεσιονιστική γραφή, αμάλγαμα λόγιας και λαϊκής γλώσσας. Ένας κόσμος ρευστός, όπου άνθρωποι, ζώα, πράγματα συνδιαλέγονται απειθάρχητα: “... Και τα λόγια διασταυρούμενα, ανταποκρίσεις, απομακρύνσεις, παρεξηγήσεις, τυχαίες συνέχειες το πιότερο μονόλογοι λόγια ασυνάρτητα, ασήμαντα, ερευνητικά, αναπάντητα, απαραίτητα...”, σχολιάζει ο ίδιος. Ένα αλλόκοτο σύμπαν μυρμηγκιάζει στην αστείρευτη φαντασία. Ίσως αυτό να σημαίνει Γίγνεσθαι (συγκεντρωτικός τόμος που εκδόθηκε το 1977), σε σχέση μ' ένα προηγούμενο “είναι”. Τα Επινίκια, επίσης συγκεντρωτικός τόμος που περικλείει συνθέσεις από το '77 ως το '83, ανακαλούν επικές μνήμες που προβάλλονται στο μέλλον. Ενοραματικές συλλήψεις του υπερώριμου Ρίτσου, ο οποίος επενδύει αξιωματικά μ' όλη του την ποιητική σκευή και τον παράφορο λυρισμό του, άλλη μια φορά, στο ιστορικό στοίχημα.
*Προέκταση της ποίησής του, η πεζή εννεαλογία Εικονοστάσιο ανώνυμων αγίων (1983-86), σύντηξη ατομικών όπως και κοινωνικών βιωμάτων και ερωτικών φαντασιώσεων. Διάφορα προσωπεία του επιτρέπουν να εκφράσει μύχιες σκέψεις και επιθυμίες με δραματικούς ή παιγνιώδεις τρόπους, με μια τολμηρή, κάποτε ελευθεριάζουσα γλώσσα.
Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας 50 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων. Με το έργο του εισήλθε σ' όλα τα ορατά και αόρατα, άντλησε από το βάθος του χρόνου και το πλάτος του κοινωνικού χώρου. Εκμεταλλεύθηκε δυναμικά τον αστείρευτο πλούτο της νεοελληνικής γλώσσας. Συμφιλίωσε τους αγώνες για τα καίρια προβλήματα της εποχής μας με την εσωτερική βίωση των πραγμάτων και την αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης. Στις μείζονες συνθέσεις και στα μικρά ποιήματα, όπως και στα δοκίμιά του, ανέδειξε μια σύγχρονη ευαισθησία, προσαρμόζοντας τη φωνή του στους χαμηλούς τόνους της βαθιάς επικοινωνίας και της εξομολογητικότητας.
Οι συλλογές που εκδόθηκαν αμέσως μετά το θάνατό του με τον τίτλο Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα είναι η ύστατη χειρονομία του. Προδομένος από το όραμά του, κοιτάζει κατάματα το θάνατο μεταγγίζοντας και τις τελευταίες στιγμές του στο λόγο. “Γεύση βαθιά του τέλους προηγείται του ποιήματος. Αρχή”.
* Η Χρύσα Προκοπάκη είναι φιλόλογος.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 25-10-1999