Αφιερωματα

Σαν σήμερα γεννήθηκε ο μεγάλος Στέλιος Καζαντζίδης (βίντεο)

στέλιος καζαντζίδης

Ο Στέλιος Καζαντζίδης λατρεύτηκε όσο κανείς καλλιτέχνης στην Ελλάδα– αλλά και προκάλεσε αντιδράσεις. Σπατάλησε χρόνο από το αστείρευτο ταλέντο του σε αδιέξοδες δικαστικές διαμάχες (με Μάτσα, με Νικολόπουλο κ.α) σε ανούσιες συνεντεύξεις και σε τηλεοπτικές κόντρες. Ακόμη και με ανθρώπους που τους λάτρευε και τον λάτρευαν. Οπως τον Χρήστο Νικολόπουλο και τον Ακη Πάνου.

Αγαπήθηκε φανατικά, μπήκε στις καρδιές και στα σπίτια των ανθρώπων, τραγουδήθηκε όσο λίγοι και χάρισε το αίσθημα της οικειότητας σε όσους ένιωσαν ότι τραγουδά για εκείνους.

 

 

Με τη μοναδική υφή της φωνής του κατάφερε να εκφράσει τις αγωνίες, τους φόβους, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων, για τους οποίους η επιβίωση δεν ήταν και τόσο αυτονόητη. Οικονομικά και κοινωνικά αποκλεισμένοι, πρόσφυγες, εργάτες, όλοι αγωνιστές της καθημερινότητας αναζητούσαν στα τραγούδια του παρηγοριά για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν καθημερινά. Και το κοινό του, βέβαια, δεν σταματούσε μόνο σε αυτούς.

Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία. Η μητέρα του ήταν πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία. Από αυτή άκουγε ως παιδί τα λαϊκά τραγούδια που έφεραν οι πρόσφυγες και από τη γιαγιά του -όπως έλεγε ο ίδιος- πήρε τις τεχνικές, τις αναπνοές, το κλάμα στη φωνή.

 

 

Ο έφηβος Καζαντζίδης αναγκάζεται να κάνει πολλές δουλειές για να βγάλει το μεροκάματο. Δουλεύει σε εργοστάσια, υφαντουργεία, πουλάει τσιγάρα και κρύο νερό σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας. Άσχημη εμπειρία για τον Καζαντζίδη η στρατιωτική του θητεία στο Διόνυσο Αττικής. Η Βάσω Καζαντζίδη, σε συνέντευξή της στη «Μηχανή του Χρόνου» είχε εξηγήσει ότι όταν ήταν φαντάρος ο Στέλιος, τον έκλεισαν σε ένα στάβλο, για να τον τιμωρήσουν για τα κομμουνιστικά πολιτικά του φρονήματα. Εκεί, στον στάβλο, όπως της είπε ο ίδιος, έγινε το ατύχημα με το άλογο, που του στέρησε την πατρότητα. Ο γιατρός που τον εξέτασε τότε, του είπε: «Τη ζωή σου τη γλίτωσες, αλλά δεν θα κάνεις παιδιά».

Ωστόσο, η νονά του τραγουδιστή, Μαρία Κιουρτσόγλου, υποστήριξε πως η στειρότητα του Καζαντζίδη δεν οφειλόταν σε κλοτσιά από άλογο, αλλά στον άγριο ξυλοδαρμό που δέχτηκε από έναν ανώτερό του, όταν ήταν φαντάρος. Ο Πόντιος αξιωματικός έσυρε και χτύπησε με μανία τον τραγουδιστή. Ένα από τα άγρια χτυπήματα, τον βρήκε στα γεννητικά όργανα, προκαλώντας ανεπανόρθωτη βλάβη.

Μεγαλώνοντας, δούλεψε σ' ένα εργοστάσιο στη Νέα Ιωνία. Μία μέρα, τον φωνάζει το αφεντικό του και του λέει ότι έχει καταπληκτική φωνή και του κάνει δώρο μία κιθάρα. Ο Στέλιος, όσε ώρες δεν δούλευε, καθόταν στο σπίτι και προσπαθούσε να μάθει τραγούδια στην κιθάρα. Μια μέρα, κάποιος περαστικός τον άκουσε και του πρότεινε να τραγουδήσει στην ταβέρνα του. Έτσι, έγινε η αρχή…

 

 

Το 1950 εμφανίστηκε για πρώτη φορά επαγγελματικά στην Κηφισιά. Δύο χρόνια αργότερα έκανε και την πρώτη ηχογράφησή του στην Columbia, με το τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα «Για μπάνιο πας», που όμως δεν πούλησε. Το δεύτερο τραγούδι, «Οι βαλίτσες» του Γιάννη Παπαϊωάννου, έγινε μεγάλη επιτυχία.

Από εκεί και πέρα ξεκίνησε μία σειρά επιτυχιών και συνεχής άνοδος, με εμφανίσεις σε γνωστά λαϊκά κέντρα της εποχής. Τότε έρχεται και η γνωριμία, ο αρραβώνας, αλλά και η συνεργασία με την Καίτη Γκρέυ, ως το καλοκαίρι του 1957. Σουξέ της εποχής, το «Απόψε φίλα με» του Μανόλη Χιώτη, ένα ντουέτο του Στέλιου Καζαντζίδη με την Καίτη Γκρέυ. Μετά από αυτό χώρισαν.

 

 

Η επόμενη οκταετία (1957-1965) είναι ίσως η πιο γόνιμη και δημιουργική περίοδος για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Η γνωριμία του με τη Μαρινέλλα στη Θεσσαλονίκη εξελίχθηκε σε μια λαμπρή συνεργασία. Μαζί έκαναν μεγάλες επιτυχίες με κορυφαίους συνθέτες (Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Χιώτης, Καλδάρας, Παπαγιαννοπούλου, Βίρβος, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Λεοντής, Ξαρχάκος, Λοΐζος, Μαρκόπουλος κ.ά.) και εμφανίστηκαν στα μεγαλύτερα λαϊκά κέντρα.

Το Μάιο του 1966 αποφάσισαν να ενωθούν και στη ζωή. Ο γάμος τους μπορεί να μην άντεξε στο χρόνο, αλλά έμειναν για πάντα φίλοι. Έπειτα από χρόνια, ο Καζαντζίδης γνώρισε και παντρεύτηκε την κυρα-Βάσω, την οποία ο χαρακτήριζε ως «θησαυρό».

 

 

Τo 1965 κι ενώ βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα νυχτερινά κέντρα. Τήρησε την επιλογή του αυτή ως το τέλος της ζωής του και η μόνη επαφή με το κοινό ήταν μέσω των δίσκων του. Για κάποιο διάστημα και αυτή η επικοινωνία διακόπηκε, λόγω προβλημάτων που είχε με τη δισκογραφική εταιρεία «Μίνως».

Στη δισκογραφία επανήλθε, έπειτα από 12 χρόνια απουσίας, το 1987, συνεργαζόμενος με τους Τάκη Σούκο, Λευτέρη Χαψιάδη, Θανάση Πολυκανδριώτη, Θοδωρή Καμπουρίδη, Μάκη Ερημίτη, Αντώνη Βαρδή, Σώτια Τσώτου και άλλους άξιους δημιουργούς. Το κύκνειο άσμα του ήταν ο δίσκος «Έρχονται χρόνια δύσκολα».

Πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, σε ηλικία 70 ετών, έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.

 

 

πηγή: SanSimera.gr

 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

 

Άγιος Φανούριος: Μέγας Ευρετής απωλεσθέντων αντικειμένων

 

ESPA BANNER