"Η δε Αλκυών κύει επί τροπάς χειμερινάς"
Οι άμυνές μου επιστράτευσαν όσα απαγορευτικά μου έλεγαν χρόνια. Όχι καραμέλες από ξένους, και παππούς να 'ναι μην τον εμπιστεύεσαι και κυρίως ... ποτέ δεν σταματάμε σε ωτοστόπ. Καλά, αυτό είναι μεταγενέστερο αλλά ισχύει. Άνοιξα το στόμα, αλλά απάντηση δεν πρόλαβα να του δώσω. Έκανε ήδη τελετουργικά τον κύκλο του αυτοκινήτου, κραδαίνοντας την μαγκούρα και με μία σβελτάδα που με αιφνιδίασε θρονιάστηκε στο κάθισμα του συνοδηγού.
Τον κρυφοκοίταξα πλάγια και .. ντράπηκα με τις σκέψεις μου. Πρόσωπο σκαμμένο, ηλικία ακαθόριστη στα τρίτα ήντα της, χέρια ταλαιπωρημένα και μία διάχυτη μυρωδιά μοσχοσάπουνου, που είχα ξεχάσει από χρόνια. Ξεκίνησα και του χαμογέλασα αμήχανα.
- Γαμηλιώνας, μου είπε χαμογελώντας.
Δεν το καλάκουσα αυτό. Ήμουν έτοιμη να συνοφρυωθώ αλλά πρόλαβε και συνέχισε:
- Γενάρης, κοπελιά μου. Γι' αυτό ανέβηκα στο λόφο. Πήγα στη μάντρα να δω να ξεκινούν και φέτος τα μερομήνια. Κατές ήντα 'ναι τα μερομήνια? Αχ εσείς οι νέοι .. πράμα δεν λογαριάζετε πια.
Είχα ανοίξει το στόμα να πω ότι ... κατέχω αλλά το ξανάκλεισα. Δεν είχε κι άδικο. Ποιός νοιάζεται πια για τα "μερομήνια". Ξαφνικά μου 'ρθε στο μυαλό η εικόνα του Σουμάχερ, η υπόθεση με τους νέους φόρους και τους πλειστηριασμούς κι όλη η χιονοστοιβάδα της επικαιρότητας. Άνοιξα το ραδιόφωνο. Στο δελτίο ειδήσεων η Διεθνής Αμνηστία ωρυόταν για κάποιες φυλακές.
- Πφ .. αέρες, σχολίασε περιφρονητικά ο παππούς. Ετσά φυλακές στήσατε πια παντού. Ποιός θωρρεί τον ήλιο σήμερα; Κάποτε σηκώναμε τα μάτια στον ουρανό κι αν έλαμπε ο ήλιος, λάμπαμε κι εμείς. Και εδά ... μια φυλακή είναι όλα.
Φιλόσοφος μου βγήκε ο παππούς, σκεφτόμουν, κι είναι και πρωί πρωί και δεν πρόλαβα να πιω και καφέ. Έφτανα πια στην παραλιακή όταν γύρισε απότομα το βλέμμα του προς το μέρος μου κι άρχισε να κοιτάζει.
- Για ε τη θάλασσα, κοπελιά. Η Αλκυόνη ψάχνει σήμερα να γεννήσει. Όλος ο Γενάρης θα 'ναι γελαστός μήνας.
Τον μισοκοίταξα ξαφνιασμένη από την ατάκα. Άντε να πω κι εγώ μία κουβέντα, επιτέλους σε μία ένδειξη καλής θέλησης.
- Και γιατί θα 'ναι γελαστός ο Γενάρης;
- Άκου να μαθαίνεις. 78 χρόνια κοιτώ τα μερομήνια. Ο παπούς μου ο συχωρεμένος μου 'λεγε "Γιωργάκη, από τις 11 του Γαμηλιώνος θα ξανοίγεις τον καιρό. Κάθε μέρα, ένας μήνας. Στις 13 συνήθως βρέχει. Και μία σταγόνα να κάμει, γδάρτης θα 'ναι ο Μάρτιος. Ανέ βρέξει και στις 18, ο Αύγουστος θα 'χει πολλά μελτέμια. Ανέ στεγνώσει ο καιρός στις 20, το καλοκαίρι θα τραβά ίσαμε τον Οκτώβρη".
Για ε τη θάλασσα ήρεμη απού 'ναι σήμερα. Καλό Γενάρη θα περάσουμε.
Τα 'χω ξανακούσει αυτά τα εμπειρικά δελτία της υπαίθρου, σκεφτόμουν δύσπιστα, αλλά να 'ναι καλά η ΕΜΥ που τα βγάζει πιο τεκμηριωμένα κι ας κάνει κι αυτή τα λάθη της που και που. Μετά το φανάρι ήθελε να τον αφήσω. Σταμάτησα το αυτοκίνητο δεξιά και μου 'πε απροσδόκητα:
- Έπαε είναι το σπίτι μου. Να 'ρθεις όποτε θες να πιείς καφέ. Ο τάδε (η ατάκα είναι αυθεντική όπως και όλο το περιστατικό κι έτσι τα στοιχεία δεν θα γραφτούν εδώ γιατί πρόκειται πράγματι για πρόσωπο της πανελλαδικής επικαιρότητας) είναι γιος μου. Έτσα δύσπιστος είναι κι αυτός σαν κι εσένα. Λέω του να θωρρεί τον ήλιο και τη θάλασσα κι αυτός γελά. Να πας να βρεις τον μύθο της Αλκυόνης. Οι παλιοί ξέρανε πιότερα κι ας γελάτε. Και να κοιτάς προσεκτικά τα μερομήνια. Άντε, ώρα σου καλή.
Έμεινα να τον κοιτάζω ... άναυδη. Ιδού λοιπόν ο μύθος. (έτσι να μη λες, μπάρμπα Γιώργη, πως δεν σου 'κανα το χατήρι).
Η Αλκυόνη, το σημερινό κακάσχημο ψαροπούλι με τα παράξενα φτερά σύμφωνα με τον πανάρχαιο μύθο, ήταν κάποτε μια χαρούμενη και ευτυχισμένη γυναίκα, κόρη του Θεού των ανέμων, του Αιόλου -που ζούσε στ' ακρογιάλια με τον άντρα της, τον Κήυκα και αλληλοαποκαλούνταν Ζευς και Ήρα. Για την ασέβειά τους όμως αυτή προς τον Δία, οργίστηκε τόσο πολύ ο πρώτος των Θεών και μεταμόρφωσε τον Κήυκα σε όρνιο.
Μία δεύτερη εκδοχή θέλει την τιμωρία του αλλιώτικη. Ένα πρωινό που η Αλκυόνη είχε δει άσχημο όνειρο τον παρακαλούσε να μην βγει στα ανοιχτά του πελάγους. Αλλά ο Κήυκας γέλασε με τα καμώματα της γυναίκας του και παράκουσε. Και έτσι ο πανούργος Δίας τσάκισε ανενόχλητος το πλοίο του.
Απελπισμένη τότε η δύστυχη γυναίκα, έτρεχε από δω και από κει στις ερημιές, στις βαλτώδεις εκβολές των ποταμιών και μέσα στις πυκνές τους καλαμιές, για να βρει τον αγαπημένο της. Κάποτε, οι θεοί του Ολύμπου την λυπήθηκαν και την μεταμόρφωσαν σε πουλί, τη γνωστή μας Αλκυόνη, για να μπορεί να ψάχνει και στις θάλασσες, μήπως εκεί βρει κάποια φορά το χαμένο της σύζυγο. ΄'Ομως σαν να μην ήταν ικανή τιμωρία και μόνο η απώλεια του Κύηκα, η Αλκυόνη είχε κι άλλες δυσκολίες: Ο Δίας την καταράστηκε να γεννάει τ' αυγά της μέσα στη βαρυχειμωνιά.
Δύσκολη και περιπετειώδης η αναπαραγωγή της, καθώς τα μανιασμένα κύματα της θάλασσας τέτοιον καιρό, της άρπαξαν αυγά και πουλιά, κάνοντάς την να κλαίει σπαραχτικά. Οι Θεοί που παρακολουθούσαν από τον Όλυμπο την ταλαιπωρία της, κάποτε την σπλαχνίστηκαν και τότε διέταξαν τη θάλασσα και τους ανέμους να ησυχάσουν και να γίνει καλοκαιρία για δύο εβδομάδες: για όσες ημέρες, δηλαδή, η Αλκυόνη κλωσσά τα αυγά της.
Μια τέτοια ωραία ερμηνεία δόθηκε από τον πανάρχαιο ελληνικό μύθο για την καλοκαιρινή παρεμβολή μέσα στην καρδιά του χειμώνα, που δεν έχει βέβαια καμιά σχέση με τη σημερινή επιστημονική εξήγηση του φαινομένου αυτού. Ο μύθος μιλάει για την συζυγική αγάπη, ενώ η μετεωρολογική υπηρεσία μιλάει για ... εξίσωση των βαρομετρικών πιέσεων μεταξύ της νοτίου και της βορείου Ευρώπης.
Το φαινόμενο της καλοκαιρίας μέσα στη βαρυχειμωνιά του Ιανουαρίου απασχόλησε πολύ τους αρχαίους, που έδιναν διάφορες μυθολογικές εξηγήσεις. Ο Αιλιανός λ.χ. έγραψε ότι "κυούσης δε Αλκυόνος, ίσταται τα πελάγη, ειρήνην δε και φιλίαν άγουσεν άνεμον". Ο δε Αριστοτέλης λέγει: "Η δε Αλκυών κύει επί τροπάς χειμερινάς, διό και καλούνται όταν ευδιειναί γένονται αι τροπαί, αλκυόνοιοι ημέραι". Ο Λουκιανός πάλι έγραφε πως: "Αίθρια μεν τα άνωθεν, ακύμαντος δε και γαλήνιον άπαν το πέλαγος, όμοιν, ως ειπείν κατόπτρω".
Ωστόσο, όμως οι Αλκυονίδες ημέρες δεν έρχονται πάντα. Υπάρχουν χρόνια, που το γλυκό αυτό καλοκαιρινό διάλειμμα στην καρδιά του χειμώνα, δεν παρατηρείται καθόλου. Η Αλκυόνη τότε γεννάει μέσα στη βαρυχειμωνιά και τα κύματα αρπάζουν τα αυγά ή τα πουλιά της. Το ψαροπούλι θρηνεί πάλι, καθώς πετιέται μέσα από τα βράχια και περιμένει τον Μάρτη για να φύγει από τον τόπο μας. Κι όταν η Αλκυόνη θρηνεί τα παιδιά της ο μύθος θέλει τον Χειμώνα να συμπάσχει μαζί της και να "κλαίει" γοερά, παγώνοντας με τα λευκά του δάκρυα (τότε χιονίζει) τους τόπους μας.
Μ.Κορνάρου
Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στο ekriti και υπόκειται στους νόμους περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή του καθ’ οιονδήποτε τρόπο χωρίς την απαραίτητη παραπομπή (link) στην ιστοσελίδα που το δημοσίευσε.