Κάτι Κυριακές του ... παρελθόντος !!!
Δεκάδες "σαρδέλες" κρεμασμένες στα χερούλια του λεωφορείου να γέρνουν υπάκουα σε κάθε στροφή. Να παραπατούν, να ξαναστηλώνονται μέχρι το μάτι να συναντήσει θάλασσα. Αλαλαγμός τότε μέσα στο λεωφορείο. Όλοι μαζί "θάλαττα- θάλαττα".
Και άντε και φτάσαμε. Επιχείρηση: Απόβαση στη Λούτσα. Κάθε λόχος και το αρχηγείο του. Κάθε αρχηγείο και το δέντρο του. Κάθε δέντρο και μία ιστορία της Κυριακής. Τα παιδιά να ξεφεύγουν στην καυτή άμμο ψάχνοντας καπάκια από αναψυκτικά. Αλήθεια γιατί τα μαζεύαμε; Ξέχασα πια. Οι μαμάδες με κείνα τα πελώρια ψάθινα καπέλα (σαν μεξικάνοι με σομπρέρος) προφυλαγμένες και οχυρωμένες στα δέντρα τους (δέντρα- παρατηρητήρια- σκοπιές) να ελέγχουν και να εποπτεύουν. Και που και που να δίνουν παραγγέλματα: Αλτ , προσοχή, μεταβολή, επιστροφή.
Κουβαδάκια, φτιαράκια, πύργοι στην άμμο. Άτσαλοι, κακότεχνοι, παιδικοί, καταδικασμένοι στο πρώτο κύμα.
Και τα μπρατσάκια να σε σφίγγουν. Να ντρέπεσαι που τα φοράς. Και το μπάνιο ... ένα πλάτσα πλούτσα αλλά συνεχές, αχόρταγο, λες και θα ρουφούσαμε τη θάλασσα και θα την παίρναμε μαζί μας. Και που και που μία φωνή, ένα στρίγκλισμα: τσούχτρα. Και οι λόχοι να αναδιπλώνονται. Άτακτη υποχώρηση!
Κατά το μεσημέρι η οχλοβοή κόπαζε. Τα δέντρα ξαναμάζευαν όλη τη ζωή γύρω τους. τα τάπερ άνοιγαν, τα κεφτεδάκια εξαφανίζονταν κι ήταν η ώρα του ύπνου. Του ύπνου των μεγάλων δηλαδή. Κάτι οι μπύρες και τα ουζάκια στα ταβερνεία, κάτι ο ήλιος .. και σε λίγο ο τόπος αντηχούσε ροχαλητά. Και τα παιδιά ... ξεφάντωναν.
Τώρα το μάτι μου ξεκουράζεται σε πισίνες. Αραχτή στην ξαπλώστρα, με δείκτη αντιηλιακού μεγαλύτερο από τον Nikei, δίπλα ανάγνωσμα περισπούδαστον αντί για φτυαράκια, τσιγάρα και φραπέ αντί για τάπερ με .. κρεατοσφαιρίδια και το νερό μυρίζει χλώριο και ... απάτη! Και νοσταλγώ συνειρμικά την γνησιότητα εκείνων των Κυριακών της Λούτσας! Την ταλαιπωρία τους ... που τότε δεν ξέραμε πόσο όμορφη ήταν.
Μ.Κ.