Η γοητεία του μικρού και του μέτριου. Του Δημήτρη Μάρδα
Αν δεν απαλλαγούμε από το σύνδρομο της μετριότητας που διαπερνά για δεκαετίες την αναπτυξιακή πολιτική της χώρας, ο στόχος για επενδύσεις της τάξης των 100 δις ευρώ για την επόμενη πενταετία θα είναι άπιαστο όνειρο!
Πλανώνται πλάνη οικτρά όσοι πιστεύουν ότι με τα ξεπερασμένα αναπτυξιακά υποδείγματα των παλαιών εποχών ή έχοντας ως όχημα κυρίως τις φοροαπαλλαγές και φοροελαφρύνσεις –αν και απαραίτητες φυσικά– θα προσεγγίσουμε τον συγκεκριμένο στόχο.
Το ίδιο ισχύει και για όσους δεν υιοθετούν τον ορισμό της βιώσιμης ανάπτυξης με κυρίαρχα συστατικά το δίπτυχο, αύξηση της παραγωγής και προστασία περιβάλλοντος. Πράγματι, η υπερπρόταξη είτε των περιβαλλοντικών ευαισθησιών εις βάρος της ανάπτυξης είτε της βιομηχανίας εις βάρος του περιβάλλοντος οδηγεί στην στρεβλή-ανισόρροπη ανάπτυξη.
Έτσι λοιπόν, κάποια ώρα πρέπει να αποφασίσουμε για την εξής απλή επιλογή: Ή θα κυριαρχήσουν στη χώρα οι αρκούδες, οι χελώνες και τα πουλιά ή μόνο εμείς ή θα συμβιώσουμε και οι δυο μαζί. Μόνο η τελευταία εναλλακτική λύση είναι όμως συμβατή με τον όρο βιώσιμη ανάπτυξη.
Ως προς το σύνδρομο του μικρού και του μετρίου, αυτό είναι διάχυτο σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Έτσι μας έμαθε να βλέπουμε τον κόσμο και να σκεπτόμαστε το πολιτικό σύστημα της μεταπολεμικής περιόδου, με συνέπεια το αυτονόητο μέγεθος σε έργα, κτήρια, εταιρίες κ.λπ να το θεωρούμε φαραωνικό!
Αν συγκρίνετε, λόγου χάρη, την Αθήνα του 1990 ή ακόμη του 2000 με αυτήν του 2018, θα διαπιστώσετε μετρημένες αλλαγές στα δάκτυλα, αφού η γενική εικόνα της πόλης είναι ίδια. Μικρά στρυμωγμένα κτήρια κτισμένα σε μια χαώδη τσιμεντούπολη, με στενούς σκοτεινούς δρόμους, διαπερνούν τον πολεοδομικό της ιστό. Κάποια κτίσματα αυτοαποκαλούμενα ως πύργοι (ή ορθότερα «κουτιά με βεράντες» ενός μέτριου ύψους), χωρίς αισθητική –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων– κτίσθηκαν, μαζί με την Αττική οδό και ένα αεροδρόμιο ενός μεσαίου μεγέθους. Οι αυτοκινητόδρομοι και το αεροδρόμιο χαρακτηρίζονται από πολλούς ως μεγάλα έργα, όταν σε άλλες χώρες το μέγεθός τους συμβαδίζει με την έννοια του αυτονόητου. Αυτό και μόνο δείχνει τη διαφορά αντιλήψεων.
Αν κάνετε όμως τη διαχρονική αυτή σύγκριση σε άλλες πόλεις ή αεροδρόμια άλλων χωρών, τότε θα διαπιστώσετε τις θεαματικές αλλαγές και τα μεγάλα μεγέθη που χαράχτηκαν μέσα σε είκοσι μόνο χρόνια εκεί, έναντι της εδώ στασιμότητας και μετριότητας.
Η Σμύρνη, η Κωνσταντινούπολη, το Τέλ Αβιβ, η Σεούλ, όπως ακόμη η Δαμασκός, η Τύνιδα, η Μπανγκ Κονγκ, η Τεχεράνη των διεθνών εμπάργκο και τόσες άλλες πόλεις εκτός της Ευρώπης και των ΗΠΑ, δεν έχουν κάτι το κοινό σήμερα το 2018, με το 2000. Το μεγάλο και επιβλητικό κυριαρχεί πλέον εις βάρος του μικρού μιας παλαιότερης εποχής.
Ενώ προτάθηκε να κτιστεί στο «Ελληνικό» ένα υψηλό κτήριο σε μέγεθος κλασικού πύργου όμοιου άλλης πόλης του πλανήτη, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) …απορρυθμίστηκε ζητώντας το κόντεμά του! Φανταστείτε τι απορρύθμιση πρόκειται να προκληθεί στους λάτρεις της μετριότητας στην περίπτωση πρότασης ανέγερσης πολλών καλαίσθητων γυάλινων πύργων σε μια περιοχή της Αθήνας, από όπου η Ακρόπολη δεν είναι ορατή!
Το ίδιο ισχύει και για την επιχειρηματικότητα. Σε όλες τις χώρες του κόσμου οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις αποτελούν τον κορμό της εκεί δομής. Στην Ελλάδα όμως ο αριθμός των μικρών επιχειρήσεων ως ποσοστό του συνόλου των επιχειρήσεων είναι υπερβολικά υψηλός. Αυτό βέβαια, που δεν είναι τυχαίο, δε σημαίνει ότι απουσιάζουν και δεν πρέπει να ενισχύονται πετυχημένες εξωστρεφείς και καινοτόμες εταιρίες μικρού μεγέθους. Όχι όμως μόνο αυτές!
Οι πολιτικές υπέρ των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων και της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων είναι απαραίτητες. Από μόνες τους όμως δεν είναι ικανές να απογειώσουν την οικονομία με τις ταχύτητες που απαιτούνται.
Η χώρα χρειάζεται επενδύσεις όχι σε δρόμους και γεφύρια πια, αλλά σε εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες ενός μεγάλου μεγέθους, που θα βελτιώσουν θεαματικά την παραγωγή-εξαγωγές ή θα υποκαταστήσουν τις εισαγωγές. Γιατί λόγου χάρη, δεν μπορούμε να αναπτύξουμε την αεροναυπηγική όταν κάποια χρόνια πριν ήμασταν οι κυρίαρχοι του παιγνιδιού στην ευρύτερη περιοχή; Γιατί επίσης δεν μπορούμε να κτίσουμε αυτοκινητοβιομηχανία, όταν έχουμε παρελθόν εδώ, δείχνοντας από την άλλη ότι μπορούμε να έχουμε και παρόν (βλ. ΝΑΜΚΟ); Πόσο δύσκολο είναι να κτιστεί ένα μεγάλο τουριστικό χωρίο (βλ. Ισπανία) ή μια μαρίνα μεγάλων διαστάσεων όμορη ενός πολυπληθούς τουριστικού χωριού (Βλ. Λεμεσό);
Από την άλλη, πόσο δύσκολο είναι να κτιστεί μια νέα Σαντορίνη σε παρόμοια απόκρημνη περιοχή μηδενικής αξίας σήμερα; Επίσης, πόσο δύσκολο είναι να κτιστεί ένα «Νησί της Τέχνης και του Πολιτισμού» που μπορεί να εξυπηρετεί πολλαπλούς στόχους; (βλ. αναλυτικότερα για όλα τα προαναφερθέντα http://mardas.eu/PDF/Stratigiki_Anaptiksis.pdf)
Κάθε πρόταση από τις παραπάνω αλλάζει την οπτική που έχουμε για το δικό μας μικρόκοσμο. Αντιστοιχεί σε επενδύσεις από δυο δις ευρώ και άνω.
Το παλαιό πολιτικό σύστημα αδυνατεί να συλλάβει μια επενδυτική κουλτούρα μιας τέτοιας μορφής. Είχε όμως όλο τον χρόνο να οικοδομήσει μια διαφορετική Ελλάδα. Από την άλλη, κάθε τι νέο στην αναπτυξιακή-επενδυτική πολιτική μπορεί να βάλει σε άλλη ρότα τη χώρα, αρκεί οι όποιες επιλογές του να πατήσουν γερά σε καινούργιες σιδηροτροχιές.
Δημήτρης Μάρδας
Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Β’ Θεσσαλονίκης