Το κυβερνητικό «αφήγημα» περί εξόδου από τα μνημόνια και η πραγματικότητα
Στη σκιά της μεγάλης εθνικής υποχώρησης που συντελέστηκε αυτές τις ημέρες, δεν θα πρέπει να περάσει απαρατήρητη η πλήρης κατάρρευση του αφηγήματος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για «έξοδο» της χώρας από τα μνημόνια και «επιστροφή» στην κανονικότητα.
Μετά από την υπερφορολόγηση που μας επέβαλαν ο κ. Τσίπρας και η παρέα του και η οποία προκάλεσε την ασφυξία της μεσαίας τάξης και της πραγματικής οικονομίας, μετά από τα θηριώδη πλεονάσματα των τριών τελευταίων ετών, θα περίμενε κανείς ότι το δημόσιο χρέος της χώρας θα είχε μειωθεί. Σύμφωνα, όμως, με την τελευταία έκθεση της Eurostat, το δημόσιο χρέος όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά η Ελλάδα είχε τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2018 σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2017 από όλες τις χώρες της ΕΕ. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αυξήθηκε από € 313 δισ. σε € 335 δισ., τη στιγμή που σε 24 από τις 28 χώρες της ΕΕ μειώθηκε. Σημαντική αύξηση του δημοσίου χρέους παρουσιάστηκε εκτός από την Ελλάδα μόνο στην Κύπρο, αλλά εκεί ο λόγος ήταν η ενίσχυση του παράλληλου τραπεζικού συστήματος. Άλλες χώρες του νότου με υψηλό δημόσιο χρέος, όπως η Ιταλία και η Πορτογαλία, το μείωσαν, λιγότερο ή περισσότερο, την ίδια περίοδο. Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση επέλεξε να αυξήσει και πάλι τις δαπάνες του Δημοσίου – μόνο το κόστος μισθοδοσίας του Δημοσίου αυξήθηκε κατά € 2 δισ. ετησίως μεταξύ 2015 και 2019. Καθώς οι μισθοί στο Δημόσιο παραμένουν παγωμένοι τα τελευταία χρόνια και ο αριθμός των τακτικών-μόνιμων υπαλλήλων κινείται στα ίδια επίπεδα, η εκρηκτική αύξηση του μισθολογικού κόστους αποδίδεται κυρίως στις προσλήψεις υπαλλήλων με συμβάσεις έργου και ορισμένου χρόνου, στο βόλεμα, δηλαδή, «ημετέρων».
Η κατάσταση, στην πραγματικότητα, είναι ακόμα χειρότερη, αν λάβουμε υπόψη μας τα εξής:
1. Στο δημόσιο χρέος δεν συμπεριλαμβάνεται το ενδοκυβερνητικό χρέος, τα χρήματα δηλαδή που έχει δανειστεί η κυβέρνηση από τους φορείς του Δημοσίου (ΟΤΑ, πανεπιστήμια, ασφαλιστικά ταμεία, κ.λπ.) και το οποίο ανέρχεται σε € 21,2 δισ. Συνολικά, δηλαδή το χρέος, ξεπερνά τα € 356 δισ.!
2. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς ιδιώτες τον Ιανουάριο ξεπέρασαν τα € 3,3 δισ. Το κράτος, όχι μόνο δεν στηρίζει την ανάπτυξη, αλλά είναι και κακοπληρωτής σε ένα έτσι και αλλιώς κουτσουρεμένο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, στερώντας την πραγματική οικονομία από πολύτιμα κεφάλαια.
3. Η χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών έχει καταβαραθρωθεί, καθώς οι τράπεζες από την ανακεφαλαιοποίηση του τέλους του 2015 μέχρι σήμερα έχουν χάσει τα 2/3 της αξίας τους. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας λειτουργεί μόνο ως πάροχος υπηρεσιών, αδυνατώντας να επιτελέσει την κύρια, πιστωτική, αποστολή του, τη χορήγηση, δηλαδή, κεφαλαίων στις επιχειρήσεις της χώρας προκειμένου αυτές να μπορούν να επενδύσουν και να αναπτυχθούν.
Τη στιγμή που συμβαίνουν όλα αυτά στην οικονομία, ο κ. Τσίπρας, σε μια επίδειξη ανευθυνότητας, δήλωνε στη ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο του 2018 ότι «δεν τον πολυ-απασχολούν οι αγορές, καθώς έχουμε το μαξιλάρι». Αποκρύπτοντας ότι το «μαξιλάρι» σε μεγάλο βαθμό απαρτίζεται από τα αποθεματικά των φορέων του Δημοσίου και ότι παίζει το ρόλο εγγύησης – αν χρησιμοποιηθεί για εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων του Δημοσίου, θα δυσχεράνει την έξοδο στις αγορές. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να πανηγυρίζει για έξοδο στις αγορές με πενταετή ομόλογα. Η χώρα δεν μπορεί ακόμα να επιτύχει μακροπρόθεσμο δανεισμό με δεκαετή ομόλογα, κάτι που θα ήταν και το πιο επωφελές και κάτι το οποίο πέτυχαν οι υπόλοιπες χώρες που βγήκαν από τα μνημόνια. Αυτό γίνεται γιατί ακόμα οι αγορές δεν εμπιστεύονται τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Η αύξηση του δημόσιου χρέους, η ασφυξία στην πραγματική οικονομία, η υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης, ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα στα πρόθυρα κατάρρευσης, η αδυναμία μακροπρόθεσμου δανεισμού από τις αγορές είναι μερικά από τα αποτελέσματα της παταγώδους αποτυχίας της κυβέρνησης στον οικονομικό τομέα. Η πορεία αυτή μπορεί να αλλάξει μόνο με ριζική αλλαγή πολιτικής: το σπάταλο και αναποτελεσματικό κράτος που χρηματοδοτείται από μια διαρκώς συρρικνούμενη φορολογική βάση θα πρέπει να δώσει τη θέση του σε ένα αποτελεσματικό κράτος και ένα φορολογικό σύστημα που θα ενθαρρύνει τις επενδύσεις.
Αν στην οικονομική αποτυχία προσθέσουμε τις μη αναστρέψιμες υποχωρήσεις στα εθνικά θέματα, την έλλειψη σεβασμού στις θεμελιώδεις αρχές και τους θεσμούς του δημοκρατικού μας πολιτεύματος και την καλλιέργεια του διχασμού, είναι ξεκάθαρο ότι έχουμε να κάνουμε με την πλέον αποτυχημένη διακυβέρνηση της χώρας, τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και μετά. Το κόστος είναι τεράστιο, αυξάνει καθημερινά και υποθηκεύει το μέλλον της χώρας, το μέλλον μας και το μέλλον των παιδιών μας. Η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού έχει πλέον συνειδητοποιήσει ότι οι εκλογές, το συντομότερο δυνατόν, είναι η μόνη λύση.
* Ο κ. Βασίλης Διγαλάκης είναι καθηγητής του Πολυτεχνείου Κρήτης, πρώην πρύτανης του Ιδρύματος.