Επιστήμη

Τα γονίδια για τη στεφανιαία νόσο ευνοούν την απόκτηση παιδιών

DNA

Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι ανακάλυψαν μια σχέση ανάμεσα στον κίνδυνο για στεφανιαία νόσο, την πιο κοινή μορφή καρδιοπάθειας, και στη βελτιωμένη αναπαραγωγικότητα. Η σχέση αυτή έχει να κάνει με το ότι -κάπως απρόσμενα- τα γονίδια της πρώτης επηρεάζουν θετικά τη δεύτερη.
         
Έτσι, οι άνθρωποι που έχουν συγκεκριμένες μεταλλάξεις στο γονιδίωμά τους εξαιτίας των οποίων κινδυνεύουν περισσότερο να πάθουν στεφανιαία νόσο, έχουν επίσης μεγαλύτερη πιθανότητα να κάνουν περισσότερα παιδιά.

Οι επιστήμονες από την Αυστραλία, τις ΗΠΑ και τη Φινλανδία, με επικεφαλής τον εξελικτικό γενετιστή Σον Μπάιαρς του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γενετικής "PLoS Genetics", εκτιμούν ότι αυτή η σχέση πιθανώς εξηγεί γιατί οι εν λόγω επικίνδυνες για την καρδιά γονιδιακές παραλλαγές δεν έχουν εξαλειφθεί στην πορεία της ανθρώπινης εξέλιξης. Επειδή αυτά τα γονίδια ευνοούν την αναπαραγωγικότητα και άρα την επιβίωση, κληρονομούνται πιο εύκολα μεταξύ του πληθυσμού, σύμφωνα με τη δαρβινική θεωρία της φυσικής επιλογής.
         
Η στεφανιαία νόσος αποτελεί σήμερα την κυριότερη αιτία θανάτου σε πολλές χώρες. Εκτιμάται ότι περίπου 110 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από αυτήν και σχεδόν εννέα εκατομμύρια πεθαίνουν εξαιτίας της κάθε χρόνο.
   
Η νόσος συμβαίνει όταν οι αρτηρίες που τροφοδοτούν με αίμα την καρδιά, σκληραίνουν και στενεύουν (αθηροσκλήρωση) λόγω της συσσώρευσης χοληστερόλης και άλλων ουσιών στο εσωτερικό τους. Αυτό έχει ως συνέπεια να κυλάει λιγότερο αίμα και κάποια στιγμή οι αρτηρίες να φράζουν τελείως από κάποιο θρόμβο, οπότε προκαλείται το έμφραγμα.
         
Η στεφανιαία νόσος «παρακολουθεί» τους ανθρώπους εδώ και χιλιάδες χρόνια, καθώς ίχνη αθηροσκλήρωσης έχουν βρεθεί ακόμη και σε αρχαίες αιγυπτιακές μούμιες. Πιο πρόσφατα, έχουν εντοπισθεί αρκετές γονιδιακές παραλλαγές που συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου.
        
 Η νέα γενετική ανάλυση, που αφορούσε 12 πληθυσμούς από όλο σχεδόν τον κόσμο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτές οι μεταλλάξεις υψηλού κινδύνου για την καρδιά συχνά συνδέονται με την απόκτηση μεγαλύτερου αριθμού παιδιών από γυναίκες και άνδρες. Αυτό, κατά τους ερευνητές, σημαίνει ότι ο μεγαλύτερος καρδιαγγειακός κίνδυνος αργότερα στη ζωή είναι το «αντίτιμο» για την μεγαλύτερη αναπαραγωγική επιτυχία νωρίτερα.
         
Για παράδειγμα, ορισμένα από τα γονίδια αυτά αυξάνουν την πιθανότητα να κάνει μία γυναίκα δίδυμα και να έχει πιο γρήγορα περίοδο, άρα να ξεκινήσει ταχύτερα την αναπαραγωγική ζωή της, ενώ επίσης εμπλέκονται σε άλλες διαδικασίες, όπως η γαλακτοφορία, η σωστή εμφύτευση του εμβρύου στη μήτρα και η αυξημένη γονιμότητα γενικότερα.
  
 «Η στεφανιαία νόσος συνήθως αρχίζει να εμφανίζεται στην ηλικία των 40 έως 50 ετών, όταν τα δυνητικά οφέλη αυτών των γονιδίων για την αναπαραγωγή θα έχουν ήδη υλοποιηθεί», δήλωσε ο Μπάιαρς. Διευκρίνισε πάντως ότι «αυτό δεν σημαίνει πως κατ' ανάγκη οι γυναίκες που έχουν κάνει πολλά παιδιά, είναι πιθανότερο να αναπτύξουν καρδιοπάθεια».

ΑΠΕ ΜΠΕ

ESPA BANNER