Μέχρι ποια ηλικία μία γυναίκα είναι γόνιμη;
Με τον όρο «γόνιμη» αναφερόμαστε στην οργανική δυνατότητα της γυναίκας να συλλάβει και να φέρει σε πέρας με επιτυχία μία κύηση, δηλαδή – εν συντομία – να αποκτήσει απογόνους.
Η γονιμότητα της γυναίκας ξεκινάει με την είσοδό της στην εφηβεία και πιο συγκεκριμένα μετά την πρώτη της περίοδο, δηλαδή μετά το ορόσημο της εμμηναρχής.
Πότε η γονιμότητα της γυναίκας σταματάει;
Η γονιμότητα της γυναίκας – θεωρητικά – διαρκεί έως και την τελευταία της περίοδο, δηλαδή μέχρι και την εμμηνόπαυση.
Η «λέξη – κλειδί» στην παραπάνω φράση είναι το επίρρημα «θεωρητικά». Αυτό σημαίνει πως ναι μεν η γυναίκα ενδέχεται να παράγει ωράρια έως και την εμμηνόπαυση – αν και αυτό κάθε άλλο παρά σίγουρο είναι, αφού πολλοί κύκλοι λίγο πριν την εμμηνόπαυση είναι «ανωοθυλακιορρηκτικοί», δηλαδή χωρίς ωάριο – αλλά τόσο ο αριθμός, όσο και η ποιότητα των παραγομένων ωαρίων είναι δείκτες χαμηλοί.
Κατά συνέπεια, η δυνατότητα της γυναίκας να αποκτήσει απογόνους μειώνεται σημαντικά αρκετά πριν την εμμηνόπαυση.
Για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, η γονιμότητα της γυναίκας φθάνει στο υψηλότερο επίπεδό της περίπου στα 25 της χρόνια, από το χρονικό αυτό σημείο κι έπειτα αρχίζει μία σταδιακή κάμψη της γονιμότητας, η οποία γίνεται πιο «απότομη» μετά τη συμπλήρωση των 35 ετών.
Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε, πως η κάθε γυναίκα είναι διαφορετική και η «διαδρομή» αυτή της γονιμότητας σε καμίαν περίπτωση δεν αφορά όλες τις γυναίκες. Όμως – αλίμονο – στην ιατρική είμαστε υποχρεωμένοι, προκειμένου να παρέχουμε αυτό, που ονομάζεται «εμπεριστατωμένη συμβουλή» (δηλαδή συμβουλή, που να υποστηρίζεται από επιστημονικά στοιχεία), είμαστε υποχρεωμένοι να βασιζόμαστε σε διάφορες τέτοιου είδους στατιστικές.
Οι μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής δεν μπορούν να παρατείνουν τη γονιμότητα της γυναίκας;
Όταν η γυναίκα απευθυνθεί σε εμάς τους ειδικούς της γονιμότητας, οι ωοθήκες της έχουν ένα «δυναμικό γονιμότητας», ανάλογο με την ηλικία της τη δεδομένη χρονική στιγμή. Αυτό, που εμείς πρακτικά προσπαθούμε να επιτύχουμε είτε με τη σπερματέγχυση είτε με την εξωσωματική γονιμοποίηση, είναι να «εκμεταλλευθούμε πλήρως» το δυναμικό αυτό των ωοθηκών της. Όμως το «δυναμικό γονιμότητας» των ωοθηκών είναι δεδομένο και εμείς κατ’ ουσίαν δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, προκειμένου να το «αυξήσουμε».
Για το λόγο αυτό και οι πιθανότητες επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης μειώνονται σημαντικά, όσο πιο μεγάλη είναι η γυναίκα. Μετά τη συμπλήρωση των 42 ετών οι πιθανότητες από τη διέγερση των ωοθηκών να προκύψει επαρκής αριθμός καλής ποιότητας ωαρίων μειώνεται σημαντικά. Κατ’ επέκτασιν σημαντικά μειώνονται και οι πιθανότητες απόκτησης τέκνου με ίδια ωάρια.
Γιατί η γονιμότητα της γυναίκας φθίνει με την ηλικία της;
Ο άνδρας σε όλη του τη ζωή μπορεί να παράγει σπερματοζωάρια, αρά σε όλη του τη ζωή μπορεί να είναι – υπό μίαν έννοια – γόνιμος. Αντίθετα οι γυναίκα παράγει νέα ωάρια μόνον ως έμβρυο.
Τα ωάρια αυτά βρίσκονται «αποθηκευμένα» στις ωοθήκες της. Τα αποθηκευμένα αυτά ωάρια «διατηρούνται» σε μία «ανώριμη» κατάσταση.
Στη γέννησή της η γυναίκα έχει περίπου 1.000.000 ανώριμα ωάρια αποθηκευμένα στις ωοθήκες της και αυτά είναι και τα μόνα ωάρια, που θα έχει ποτέ προς γονιμοποίηση. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με άλλα κύτταρα, όπως είναι αυτά του αίματος ή του δέρματος, δεν είναι δυνατόν να παραχθούν νέα ανώριμα ωάρια.
Θα μπορούσε κανείς να παρομοιάσει τις ωοθήκες με μία τράπεζα, στην οποία έχει κατατεθεί ένα συγκεκριμένο ποσό, εμείς μπορούμε να αποσύρουμε χρήματα, αλλά επ’ ουδενί να καταθέσουμε ένα νέο ποσό. Συνεπώς, το «αρχικό κεφάλαιο» σταδιακά μειώνεται, μέχρις εξαντλήσεώς του, ενώ ανά πάσα στιγμή υπάρχει ένα «υπόλοιπο» στο λογαριασμό, που αντιπροσωπεύει την «οικονομική μας δύναμη» τη στιγμή αυτή. Κατ’ αναλογίαν και οι ωοθήκες της γυναίκας έχουν ανά πάσα στιγμή της γόνιμης περιόδου της ζωής της μία «εφεδρεία» («ovarian reserve», είναι ο διεθνής όρος), δηλαδή ένα «υπολειπόμενο δυναμικό γονιμότητας», το οποίο η γυναίκα μπορεί να «χρησιμοποιήσει», ώστε να μείνει έγκυος, είτε με φυσικό τρόπο, είτε με τη βοήθεια μεθόδων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Επομένως, με την ηλικία μειώνεται ο αριθμός των διαθεσίμων ανωρίμων ωαρίων, που εν δυνάμει θα μπορούσαν να ωριμάσουν και να γονιμοποιηθούν. Όμως η πτώση της γονιμότητας με την ηλικία δεν σχετίζεται μόνον με το φθίνοντα αριθμό των διαθεσίμων ωαρίων, αλλά και με την ποιότητα αυτών. Τα διαθέσιμα ωάρια όλο και συχνότερα έχουν ανωμαλίες στο γενετικό τους υλικό (στο DNA τους δηλαδή). Έτσι, ακόμα και αν γονιμοποιηθούν, είναι πιθανότερο να οδηγήσουν στη δημιουργία μη βιωσίμου εμβρύου και σε αποβολή.
Η πτώση της γονιμότητας της γυναίκας σχετίζεται μόνον με τις ωοθήκες ή και με τη μήτρα της;
Μία γυναίκα δύναται να κυοφορήσει επιτυχώς ακόμα και σε ηλικία, που οι ωοθήκες της δεν δύνανται πλέον να παράγουν ικανοποιητικό αριθμό ωαρίων, ακόμα και μετά από την ορμονική διέγερσή τους στα πλαίσια εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Αυτό άλλωστε πιστοποιείται και από τη γέννηση χιλιάδων παιδιών από μητέρες μεγαλύτερης ηλικίας, χάρη στη δωρεά ωαρίων. Στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής, τα έμβρυα, που εμφυτεύονται στη μήτρα της γυναίκας προέρχονται από τη γονιμοποίηση ωαρίων άλλης γυναίκας, η οποία υποβάλλεται στη διαδικασία της διέγερσης των ωοθηκών.
Εντούτοις, η ευόδωση μίας κύησης δεν εξαρτάται μόνον από τη δυνατότητα της μήτρας να κυοφορήσει, αλλά και από τη φυσική κατάσταση της γυναίκας.
Η κύηση θέτει σε σοβαρή δοκιμασία τόσο το καρδιαγγειακό σύστημα της γυναίκας, όσο και τα νεφρά της. Η φυσική φθορά των συστημάτων αυτών με την ηλικία καθιστά ενδεχόμενη κύηση επικίνδυνη για την υγεία της γυναίκας σε μεγαλύτερη ηλικία, αφού στην περίπτωση αυτή αυξάνονται οι πιθανότητες εμφάνισης σοβαρών επιπλοκών της κύησης, όπως είναι η προεκλαμψία.
Για το λόγο αυτό ο νομοθέτης έχει ορίσει, πως: «Οι μέθοδοι Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής εφαρμόζονται σε ενήλικα πρόσωπα μέχρι την ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής του υποβοηθούμενου προσώπου. Σε περίπτωση που το υποβοηθούμενο πρόσωπο είναι γυναίκα, ως ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής νοείται το πεντηκοστό έτος.» (βλ. σχετική νομοθεσία). Μετά το ορόσημο αυτό δεν είναι νόμιμη η εμβρυομεταφορά, ανεξάρτητα από το αν τα έμβρυα έχουν προέλθει από δωρεά ωαρίων ή κατάψυξη ωαρίων.