Γερμανία: Οι Πράσινοι έγιναν 40 ετών και διεκδικούν την Καγκελαρία
«Το μεγαλύτερο επίτευγμά σας είναι ότι η οικολογία έγινε το τέταρτο πολιτικό σημείο αναφοράς δίπλα στο κοινωνικό, το φιλελεύθερο και το συντηρητικό» είπε ο Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαιερ, ο σοσιαλδημοκράτης (SPD) πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στο λόγο του για τα 40 χρόνια από την ίδρυση των Πρασίνων, στο πλαίσιο εκδήλωσης που έγινε το βράδυ της Παρασκευής στο Βερολίνο.
«Μάλλον θα ήταν ο χειρότερος εφιάλτης ορισμένων εκ των ιδρυτών του αν ήξεραν ότι σαράντα χρόνια μετά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, σαν να λέμε η προσωποποίηση του κατεστημένου, θα ερχόταν στον εορτασμό των γενεθλίων του» πρόσθεσε χαριτολογώντας.
Ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας εξέφρασε έτσι με τον πιο περιεκτικό τρόπο την πορεία ενός κόμματος που από οργισμένο κίνημα διαμαρτυρίας μεταμορφώθηκε σταδιακά σε σοβαρό κόμμα εξουσίας.
Σήμερα οι Πράσινοι (Die Gruenen) είναι τόσο ισχυροί, ώστε θα μπορούσαν να διεκδικήσουν ακόμα και την καγκελαρία στις προσεχείς εκλογές, όπως πιστεύουν ορισμένοι γερμανοί αναλυτές διαφόρων πολιτικών τάσεων, ενώ άλλοι θεωρούν βέβαιο ότι θα σχηματίσουν την επόμενη κυβέρνηση μαζί με τους Συντηρητικούς, είτε μετά τις εκλογές του 2021 είτε ενδεχομένως και νωρίτερα, αν καταρρεύσει ο σημερινός μεγάλος συνασπισμός.
Πολλές από τις απόψεις τους, τις οποίες κάποτε ορισμένοι χαρακτήριζαν «ανόητες», τις υιοθετούν σήμερα όλα τα κόμματα, ακόμα και ορκισμένοι εχθροί τους.
Κινδυνεύουν επομένως να υποστούν εκλογικές απώλειες προς όλες τις κατευθύνσεις.
Ένας ακόμα από τους κινδύνους που διατρέχουν είναι και το γεγονός ότι παραμένουν ένα «δυτικό» κόμμα, αφού η επιρροή τους στα ανατολικογερμανικά κρατίδια παραμένει χαμηλή.
Ένα ακόμα αδύναμο σημείο τους είναι το ότι αποτελούν ένα μάλλον ελιτίστικο κλαμπ μορφωμένων ψηφοφόρων των πόλεων, ενώ στην ύπαιθρο δεν έχουν την ίδια απήχηση.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, το κόμμα που κάποτε φόβισε το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας και ανέτρεψε την κυριαρχία των τριών μεταπολεμικών πολιτικών σχηματισμών (Συντηρητικών, Σοσιαλδημοκρατών και Φιλελευθέρων) είναι σήμερα αναπόσπαστο μέρος του «κατεστημένου» κομματικού συστήματος.
Και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που η πρώην προέδρός τους (1984-1988), η Γιούτα Ντίτφουρτ, να δηλώνει πρόσφατα στον Τύπο, με τον ίδιον επικριτικό τόνο όπως και όταν αποχωρούσε, το 1991, ότι «οι Πράσινοι «πρόδωσαν τους αρχικούς τους στόχους» και δεν πρόκειται να στείλει ευχές για την ίδρυσή τους, αφού είναι πλέον «ένα κόμμα όπως όλα τα άλλα».
Εντούτοις, όπως παρατηρούν γερμανικές εφημερίδες, οι Πράσινοι παρέμειναν κατά βάση πιστοί στον πυρήνα των επιδιώξεών τους, αφού είναι το μοναδικό αξιόπιστο κόμμα για θέματα περιβάλλοντος και προστασίας του κλίματος στη Γερμανία, κάτι που του δίνει πόντους στην εποχή της σουηδής ακτιβίστριας Γκρέτα Τούνμπερκ, του νέου συμβόλου οικολογικής συνείδησης, που κάποτε μονοπωλούσαν οι Πράσινοι.
Για «κρίση μέσης ηλικίας» δεν μπορεί φυσικά κανείς να μιλήσει. Το αντίθετο.
Μπορεί να μεταμορφώθηκαν και να προσαρμόστηκαν, αλλά ένα κόμμα 40 ετών δεν μπορεί παρά να έχει ωριμάσει, να έχει μάθει ότι οι ακραίες εξαγγελίες είναι εύκολες και τα οράματα καλά, αλλά στην πράξη δύσκολα εφαρμόσιμα.
Οι συγκρούσεις των λεγόμενων ρεαλιστών και των φονταμενταλιστών εντός του κόμματος, μέχρι τη σημερινή απόλυτη επικράτηση των πρώτων υπό το νέο χαρισματικό ηγετικό δίδυμο, την Αναλένα Μπέαρμποκ και τον Ρόμπερτ Χάμπεκ, υπήρξαν παροιμιώδεις, σήμερα όμως έχουν κοπάσει.
Οι κυριότεροι σταθμοί της ταραχώδους πορείας των Πρασίνων
Στις 13 Ιανουαρίου 1980, μέσα σε μια πράσινη σκηνή στημένη μπροστά στο συνεδριακό κέντρο της Καρλσρούης, ένα χαοτικό και ετερόκλητο πλήθος συνέδρων, αποτελούμενο από οικολόγους, ειρηνιστές, κομμουνιστές διαφόρων τάσεων, φεμινίστριες, αντιπάλους της ατομικής ενέργειας, καταληψίες κτιρίων, χίπις και από εκπροσώπους ποικίλων εξωκοινοβουλευτικών, φοιτητικών και κοινωνικών κινημάτων, ίδρυε ύστερα από σφοδρές αντιπαραθέσεις -ακόμα και σε προσωπικό επίπεδο- το κόμμα των Πρασίνων.
Τους χώριζαν πολλά, αλλά τους ένωνε η επιθυμία να αλλάξουν την κοινωνία και η ανησυχία για το μέλλον του πλανήτη λόγω της ασυγκράτητης ανάπτυξης και των συνεπειών της στο περιβάλλον, όπως και ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών λόγω του Ψυχρού Πολέμου.
Ένα συμβατικό κοινοβουλευτικό κόμμα δεν ήθελαν βέβαια να γίνουν. Προτιμούσαν κυρίως τον αγώνα στο δρόμο.
Αρχικά τους περιγέλασαν όλους αυτούς τους «οικο-ανισόρροπους», όπως τους αποκαλούσαν, για την εμφάνισή τους ή επειδή διατρέφονταν υγιεινά.
Σύντομα όμως, ήδη το 1983, θα εκπορθήσουν το πρώτο κάστρο, το γερμανικό κοινοβούλιο -της Βόννης τότε-, και οι 29 βουλευτές τους θα συνεχίσουν να προκαλούν και εκεί, με τις γενειάδες και τα μακριά μαλλιά, το ατημέλητο ντύσιμο, το πλέξιμο πολύχρωμων πουλόβερ εν ώρα συνεδριάσεων, το αντικομφορμιστικό ύφος και το λεξιλόγιό τους, τα γλαστράκια με φυτά που έβαζαν στα έδρανα.
Κυρίως όμως θα σπάσουν το τρικομματικό μονοπώλιο της εναλλαγής στην εξουσία Συντηρητικών, Σοσιαλδημοκρατών και Φιλελευθέρων.
Για όλους αυτούς η χαρισματική Πέτρα Κέλι, η οποία μιλούσε για «αντικομματικό κόμμα», ο επίσης χαρισματικός Γιόσκα Φίσερ, ο οποίος μέχρι πρότινος συγκρουόταν στους δρόμους με την αστυνομία, και οι συνοδοιπόροι τους αποτελούσαν μια θρασύτατη παρέα.
Πολλοί θα αγανακτήσουν από τη συμπεριφορά τους, θα οργιστούν και θα το δείξουν, όπως ο βαυαρός Χριστιανοκοινωνιστής Φράντς Γιόζεφ Στράους, άλλοι θα μείνουν απλώς άναυδοι μπροστά στο θέαμα.
«Χωρίς τους Πράσινους όμως η λέξη οικολογία θα ήταν άγνωστη στη Γερμανία» όπως έγραψε η Sueddeutsche Zeitung.
Το 1990 δε θα καταφέρουν να μπουν στη Βουλή πληρώνοντας ακριβά την αντίθεσή τους στην επανένωση των Γερμανιών.
Το 1993 θα ενωθούν με κινήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με αντιφρονούντες και οικολόγους της πρώην Ανατολικής Γερμανίας συγκροτώντας το κόμμα «Συμμαχία΄90/ Πράσινοι» και θα επανακάμψουν.
Το 1998, μετά την ήττα του Χέλμουτ Κολ, θα συμμετάσχουν μάλιστα στον κυβερνητικό συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες.
Καγκελάριος θα γίνει ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, ενώ υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος το τρομερό παιδί των Πρασίνων, ο Γιόσκα Φίσερ.
Η χρονιά αυτή είναι όμως και η στιγμή της αλήθειας για τους Πράσινους, διότι λόγω του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία πρέπει να αποφασίσουν αν θα συμμετάσχουν στους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ.
Ύστερα από θυελλώδεις συζητήσεις στο έκτακτο συνέδριο του κόμματος τάσσονται υπέρ και έρχονται έτσι σε καταφανή αντίθεση -και αντίφαση- με τα ειρηνιστικά τους πιστεύω.
Ακολούθησαν πολλές αποχωρήσεις από το κόμμα, αφού είχε προδώσει μια βασική αρχή του. Εντούτοις δεν είχαν εκλογικές απώλειες, αντίθετα αύξησαν το ποσοστό τους στις εθνικές εκλογές του 2002 (8,6% έναντι 6,7% το 1998).
Αλλά και στη δεύτερη κοινοβουλευτική περίοδο της κοκκινο-πράσινης συγκυβέρνησης έμελλε να προδώσουν μιαν άλλη βασική αρχή τους. Το 2003 τάχθηκαν υπέρ της ατζέντας λιτότητας Σρέντερ, η οποία κάθε άλλο παρά ήταν συμβατή με τις αριστερές τους καταβολές. Τις συνέπειες πάντως δεν τις υπέστησαν.
Ήταν οι Σοσιαλδημοκράτες εκείνοι που μέχρι σήμερα τις πληρώνουν εκλογικά. Μετά την ήττα των Σοσιαλδημοκρατών το 2005 -οι Πράσινοι έλαβαν τότε 8,1%- πέρασαν στην αντιπολίτευση. Το 2009 έλαβαν 10,7%, το 2013 υποχώρησαν στο 8,4%, ενώ το 2017 έλαβαν 8,9%.
Και από που προκύπτει επομένως ότι οι Πράσινοι είναι σήμερα τόσο ισχυροί θα αναρωτηθεί εύλογα κανείς.
Το 2011 καταφέρνουν στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης, άλλοτε προπύργιο των Χριστιανοδημοκρατών, να φθάσουν το 24,2% και να ορκίσουν έτσι τον πρώτο Πράσινο πρωθυπουργό κρατιδίου (συνασπισμός με τους Σοσιαλδημοκράτες). Σημαντικό ρόλο έπαιξε τότε η καταστροφή της Φουκουσίμα.
Το 2016 λαμβάνουν στο ίδιο κρατίδιο το ιλιγγιώδες ποσοστό του 30% και σχηματίζουν πάλι κυβέρνηση υπό την πρωθυπουργία τους, με τους Χριστιανοδημοκράτες αυτήν τη φορά.
Συνολικά, οι Πράσινοι συμμετέχουν σήμερα σε κυβερνήσεις 11 κρατιδίων, επί συνόλου 16, ενώ στις προσεχείς εκλογές της πόλης-κρατιδίου του Αμβούργου ενδέχεται να κερδίσουν τις εκλογές εκτοπίζοντας από την πρώτη θέση τους Σοσιαλδημοκράτες και να αναδείξουν έτσι δεύτερο Πράσινο πρωθυπουργό κρατιδίου.
Επίσης, στις περασμένες ευρωεκλογές (2019) έλαβαν ποσοστό ρεκόρ σε εθνικό επίπεδο 20,5%. Η οριστική επικράτηση της λεγόμενης ρεαλιστικής πτέρυγας φαίνεται πως είχε αποτελέσματα.
Όλες οι δημοσκοπήσεις φέρουν πλέον τους Πράσινους να κινούνται γύρω από αυτό το ποσοστό, ακόμα και ψηλότερα, έως 23%, δηλαδή να κινούνται απειλητικά προς το πρώτο κόμμα, τους Χριστιανοδημοκράτες, που παραμένουν γύρω στο 25-27%.
Το περασμένο καλοκαίρι μάλιστα ισοψηφούσαν.
Οι Σοσιαλδημοκράτες κινούνται προς το παρόν γύρω στο πενιχρό 13-15%.
Ο συμπρόεδρος των Πρασίνων, Ρόμπερτ Χάμπεκ, είναι δε σχεδόν τόσο δημοφιλής όσο και η καγκελάριος Μέρκελ.
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι Πράσινοι παραμένουν υποψήφιοι για συμμετοχή σε (προσεχή) κυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες ή, αν οι αριθμοί το επιτρέψουν, να προτείνουν ακόμα και καγκελάριο σε περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης με τους Σοσιαλδημοκράτες και κάποιο άλλο μικρότερο κόμμα μετά τις προσεχείς εκλογές (2021).
Η κρίση των μεγάλων κομμάτων και η κλιματική αλλαγή, που κατεβάζει τους νέους στο δρόμο, σε συνδυασμό με το χαρισματικό ηγετικό δίδυμο των Πρασίνων (Ρόμπερτ Χάμπεκ/Αναλένα Μπέαρμποκ), τους δίνουν νέα φτερά για την κατάκτηση ακόμα και της καγκελαρίας.