Σε κατάσταση «συναγερμού» τίθενται ιδιοκτήτες χιλιάδων ακινήτων που δεν έχουν ακόμη δηλωθεί στο Κτηματολόγιο, ανάμεσα στους οποίους είναι και πάρα πολλοί Κρητικοί.
Το υψηλότερο ποσοστό - ένα 15,64% σε ακίνητα «άγνωστου ιδιοκτήτη» κατέχει το Ρέθυμνο.
Πολλά τέτοια ακίνητα, αγνώστου δηλ. ιδιοκτήτη, υπάρχουν και στο Ηράκλειο, τα οποία αν δε δηλωθούν μέχρι το τέλος του χρόνου, κινδυνεύουν να χαθούν για πάντα από τα χέρια των ιδιοκτητών τους
Εάν οι ιδιοκτήτες ακινήτων δεν φροντίσουν να δηλώσουν εγκαίρως τις ιδιοκτησίες τους, περνούν στα χέρια του ελληνικού Δημοσίου.
Και από την επόμενη χρονιά ο ιδιοκτήτης θα πρέπει να προσφύγει στη Δικαιοσύνη παρουσιάζοντας όλα τα συνοδευτικά έγγραφα που αποδεικνύουν ότι είναι κάτοχοι των συγκεκριμένων ακινήτων, παρουσιάζοντας τα συμβόλαιά τους και τη διαδοχή των τίτλων ιδιοκτησίας.
Αλλά ακόμα και εφόσον καταφέρουν να αποδείξουν ότι είναι οι πραγματικοί ιδιοκτήτες, με δικαστική απόφαση δεν μπορούν να πάρουν πίσω το ακίνητό τους.
Το μόνο που μπορούν να πετύχουν είναι να διεκδικήσουν τα χρήματα που αντιστοιχούν στην ιδιοκτησία τους προσφεύγοντας με σχετικό αίτημα τους στο ελληνικό Δημόσιο.
Στο Ηράκλειο- σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ένωσης Ιδιοκτητών ακινήτων - οι περιπτώσεις αυτές αγγίζουν το 10% του συνόλου των ακινήτων εντός των παλιών διοικητικών ορίων του δήμου.
Αυτά, είτε είναι αγνώστου ιδιοκτήτη και θα περάσουν στο Δημόσιο, είτε καταχωρήθηκαν σε άλλο ιδιοκτήτη και θα περάσουν σ’ αυτόν, ή εξ ολοκλήρου ή ένα τμήμα τους, ανάλογα με την περίπτωση.
Οι εν λόγω ιδιοκτήτες πρέπει να καταθέσουν το συντομότερο στα δικαστήρια αγωγή διόρθωσης των λανθασμένων αρχικών εγγράφων προκειμένου η περιουσία τους να μην περάσει σε άλλα χέρια.
Η προθεσμία για τη διαδικασία λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2020. Από εκείνο το σημείο και πέρα κινδυνεύουν να χάσουν τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα και θα έχουν τη δυνατότητα να κινηθούν δικαστικά μόνο για αποζημιώσεις και όχι για να ανακτήσουν το ακίνητό τους.
Για τα προγράμματα κτηματογράφησης (1997-1999) ένα ακίνητο χαρακτηρίζεται «άγνωστου ιδιοκτήτη» αν δεν δηλωθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2020 και για τα νέα (από το 2008 και μετά) αν δεν δηλωθεί σε οκτώ χρόνια από την έναρξη λειτουργίας του Κτηματολογικού Γραφείου, που διαδέχθηκε το αντίστοιχο υποθηκοφυλακείο.