Φέτος συμπληρώνονται 10 χρόνια από τα εγκαίνια της Νέας Μόνιμης Έκθεσης του Μουσείου Καζαντζάκη, που σηματοδότησαν την αρχή ενός νέου κύκλου ζωής για το πνευματικό «σπίτι» του Κρήτα συγγραφέα.
Το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη δημιουργήθηκε από τον σπουδαίο σκηνογράφο Γιώργο Ανεμογιάννη που διέθεσε το πατρογονικό του σπίτι στη Μυρτιά για τη δημιουργία ενός πυρήνα διαφύλαξης των τεκμηρίων της ζωής και του έργου του μεγάλου στοχαστή. Το Μουσείο άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες του τον Ιούνιο του 1983 και διέγραψε μια πορεία 25 χρόνων δίνοντας τη δυνατότητα σε ερευνητές, αλλά και θαυμαστές του Νίκου Καζαντζάκη να γίνουν κοινωνοί του έργου του. Προς το τέλος αυτής της διαδρομής κρίθηκε ότι οι νέες αντιλήψεις για τη λειτουργία και τη διάδραση με το κοινό ενός Ιδρύματος του βεληνεκούς του Μουσείου Καζαντζάκη επέβαλαν την αλλαγή της δομής του με άξονα την έκθεση και την επικοινωνία με το κοινό.
Η Νέα Έκθεση, που μετασκευάστηκε ριζικά με πόρους από το Γ’ ΚΠΣ το 2009, υπό την Προεδρία του καθηγητή Γιώργου Γραμματικάκη, με αρχιτέκτονα τον Γιώργο Ψωμαδάκη και καλλιτεχνική επιμέλεια του Δημήτρη Καλοκύρη, άνοιξε επίσημα τις πόρτες στο κοινό σε μια μεγάλη γιορτή που πραγματοποιήθηκε στις 3 Ιουλίου 2010, με την παρουσία φωτισμένων ανθρώπων του πνεύματος, των γραμμάτων και της τέχνης, εκπροσώπων του πολιτικού και δημοσιογραφικού κόσμου, θαυμαστών και μελετητών του έργου του Νίκου Καζαντζάκη, υποστηρικτών και φίλων του Μουσείου, πλήθους Κρητικών αλλά και επισκεπτών του νησιού.
Ξεχώρισαν εκείνη τη βραδιά με την παρουσία τους και με τις εμπνευσμένες ομιλίες τους τρεις άνθρωποι που δεν είναι πια στη ζωή: η τότε Πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη και ευεργέτιδα του Μουσείου Κλεοπάτρα Πρίφτη, η ποιήτρια και βαφτισιμιά του Καζαντζάκη Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και ο τότε διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Άγγελος Δεληβορριάς. Ομιλητής ήταν ακόμη ο Κωνσταντίνος Αλαβάνος, διευθυντής του τηλεοπτικού σταθμού της Βουλής, ο οποίος, όντας παρών και στα πρώτα εγκαίνια του Μουσείου από τη Μελίνα Μερκούρη, συνέδεσε το χθες με το σήμερα. Την κορδέλα των εγκαινίων έκοψε, εκπροσωπώντας την Κυβέρνηση, ο Υπουργός Ευάγγελος Βενιζέλος. Η βραδιά είχε ολοκληρωθεί με συναυλία της Μαρίας Φαραντούρη, η οποία ερμήνευσε τραγούδια εμπνευσμένα από το έργο του Νίκου Καζαντζάκη και άλλα τραγούδια από το πλούσιο ποιοτικό της ρεπερτόριο.
Η ριζική ανακαίνιση του Μουσείου τού προσέθεσε λάμψη, χώρους και τεχνολογικές δυνατότητες, ενώ η ελκυστική επανέκθεση των συλλογών του προσέδωσε ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον και οντότητα στο έργο και τη διαδρομή του Καζαντζάκη. Με αυτά τα εφόδια το Μουσείο ξεκίνησε μια νέα διαδρομή, με στόχο να αποκτήσει μία πιο εξωστρεφή παρουσία και να καταστεί ένα δυναμικό κύτταρο πολιτιστικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Το ξεκίνημα αυτό του Μουσείου συνέπεσε με την αρχή της οικονομικής κρίσης και παρόλο που το Ίδρυμα βρέθηκε πολλές φορές σε οικονομικό αδιέξοδο, τα σχέδιά του δεν ανακόπηκαν, αφού δημιουργήθηκαν, με καταλυτική παρέμβαση του τότε Πρόεδρου του Δ.Σ. Στέλιου Ματζαπετάκη, νέα δεδομένα ως προς τη χρηματοδότησή του, που μεταφράστηκαν σε σταθερή ετήσια χορηγία από τον επιχειρηματία Βαγγέλη Μαρινάκη.
Η νέα αυτή συνθήκη αλλά και η έμπρακτη υποστήριξη του Δήμου Αρχανών-Αστερουσίων και ιδιαίτερα των Δημάρχων Ρούσσου Κυπριωτάκη και Μανόλη Κοκοσάλη και του Περιφερειάρχη Κρήτης Σταύρου Αρναουτάκη, σε πρώτη φάση έδωσαν τη δυνατότητα στο Ίδρυμα να ενισχύσει το έμψυχο δυναμικό του, να αναπτύξει τις υποδομές του με την έναρξη λειτουργίας του Καφέ-Πωλητηρίου και του χώρου στάθμευσης και να διευρύνει μια -αξιόλογη ήδη- διαδρομή με δράσεις εξωστρέφειας και μεγάλες πολιτιστικές παρεμβάσεις.
Σε αυτά τα 10 χρόνια το Μουσείο, εκτός από τους αξιόλογους σταθερούς συνεργάτες του που συνέβαλλαν στη δυναμική του πρόοδο και τους μόνιμους συνοδοιπόρους, τις Εκδόσεις Καζαντζάκη και τη Διεθνή Εταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη, απέκτησε πολλούς φίλους και υποστηρικτές σε όλη την Ελλάδα, είχε γόνιμες συνεργασίες με πολιτιστικούς φορείς και ιδρύματα του εξωτερικού και αδελφοποιήθηκε με σημαντικά μουσεία διαφύλαξης των τεκμηρίων μεγάλων πνευματικών δημιουργών, με αποκορύφωμα την αδελφοποίηση το 2017 με το Ίδρυμα Σαίξπηρ στο Stratford της Αγγλίας. Ανοικτό πάντα στους μελετητές του έργου του Καζαντζάκη αλλά αναπτύσσοντας και ιδία ερευνητική δραστηριότητα μέσω του επιστημονικού του προσωπικού, βοήθησε συνολικά την έρευνα πάνω στο καζαντζακικό έργο. Παράλληλα, απέκτησε νέα τεκμήρια και τα ανέδειξε με διάφορους τρόπους, ενώ για πρώτη φορά σημαντικός αριθμός τεκμηρίων του Μουσείου μεταφέρθηκε σε περιοδικές εκθέσεις σε μεγάλα μουσεία της Ελλάδας, όπως το Μουσείο Μπενάκη και το Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Στο πλαίσιο του συνεχούς εκσυγχρονισμού του και της ευρύτερης διάχυσης των δραστηριοτήτων του στο κοινό, υλοποίησε ευρωπαϊκά έργα και προγράμματα, ενίσχυσε τον εκπαιδευτικό του ρόλο, ενδυνάμωσε τη σχέση του με την τοπική κοινωνία και μοιράστηκε τις ανησυχίες των καλλιτεχνών από όλους τους χώρους της Τέχνης. Στη συνείδηση του κόσμου καθιερώθηκε ως ένας πολιτιστικός φορέας που παράγει έργο ποιότητας, μέσα από μεγάλα και σημαντικά γεγονότα που διοργάνωσε, από τα οποία ξεχωρίζει η έκθεση-αφιέρωμα στον ιδρυτή του Μουσείου, Γιώργο Ανεμογιάννη, με την οποία το Μουσείο παρουσίασε το 2016 για πρώτη φορά στο κοινό τον θησαυρό του Θεατρικού Αρχείου Ανεμογιάννη που φυλάσσεται επίσης στο Μουσείο.
Αναμφισβήτητα, αποκορύφωμα των μεγάλων γεγονότων που διοργάνωσε το Μουσείο τη δεκαετία που πέρασε ήταν το Φεστιβάλ «Ταξιδεύοντας…», μία διοργάνωση που ξεκίνησε από πρόταση του νυν Προέδρου του Δ.Σ., καθ. Μιχάλη Ταρουδάκη, και καθιερώθηκε ως θεσμός από το 2016, μετατρέποντας κάθε καλοκαίρι τη Μυρτιά και το Μουσείο σε πυρήνα συνάντησης πολιτισμών.
Το Μουσείο θα γιόρταζε τη 10χρονη αυτή επέτειο με μια σειρά εκδηλώσεων, που η εξάπλωση του Covid-19 δεν επέτρεψε να ολοκληρωθεί ο σχεδιασμός τους και να παρουσιαστούν στο κοινό. Προγραμματίζει όμως για το επόμενο διάστημα, μέσα από τις σελίδες του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μια αναδρομή σε όλες αυτές τις μικρές και μεγάλες στιγμές που συνέθεσαν αυτό το κεφάλαιο της δημιουργικής του πορείας.
Με αυτή την αναδρομική ματιά στο παρελθόν το Μουσείο θα κοιτάξει στο μέλλον και θα σχεδιάσει την επόμενη ημέρα, που προβλέπεται –όπως για όλους τους χώρους πολιτισμού– διαφορετική και γεμάτη προκλήσεις. Το Μουσείο Καζαντζάκη όμως θα είναι και πάλι εδώ να τις αντιμετωπίσει, να ανοίξει νέους δρόμους, εξίσου δημιουργικούς και γοητευτικούς όσο και ο γνώριμος «ανήφορος» του Καζαντζάκη