Η Ανδρομάχη Κ. γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της Κρήτης, τους Άγιους Δέκα. Στα 26, αναγκάστηκε να αφήσει το σπίτι και την οικογένειά της για να δουλέψει στο Ηράκλειο. Βρήκε δουλειά μέσω της ξαδέλφης της σε μια σταφιδαποθήκη. Έμενε σε ένα μικρό δωμάτιο στο κέντρο και ό,τι χρήματα της περίσσευαν, τα έστελνε πίσω στην οικογένειά της.
Στις 9 Νοεμβρίου του 1959, η ξαδέλφη της είπε για ένα όμορφο νεαρό με τον οποίο θα ταίριαζαν πολύ. Η Ανδρομάχη της ξεκαθάρισε ότι αν ο νεαρός δεν είχε καλούς σκοπούς, δεν ήθελε να τον γνωρίσει. Η ξαδέλφη την διαβεβαίωσε ότι ήταν σωστός και ηθικός. Συναντήθηκαν το ίδιο βράδυ και τα πήγαν περίφημα. Το επόμενο βράδυ πήγαν σε ένα πανηγύρι. Το γλέντι κράτησε μέχρι αργά και οι δύο νέοι έπιναν κρασί και συζητούσαν....
Ο Στέφανος τελικά την έπεισε να επιστρέψουν στο δωμάτιο της. Η Ανδρομάχη, ζαλισμένη, δεν έβρισκε το κλειδί της εξώπορτας και έσπασαν την κλειδαριά. Κοιμήθηκαν μαζί, αν και αργότερα η κοπέλα ισχυρίστηκε ότι δεν καταλάβαινε τι γινόταν. Το επόμενο πρωί, η αναστατωμένη κοπέλα του είπε: “Στέφανε, μου έκανες μεγάλο κακό. Εγώ είμαι φτωχή και για προίκα δεν είχε παρά αυτό που μου πήρες χθες τη νύχτα”. Ο Στέφανος της υποσχέθηκε πως θα την παντρευόταν και πέρασε τις επόμενες τέσσερις νύχτες στο κρεβάτι της. Την πέμπτη εξαφανίστηκε. Έφυγε στην Αθήνα για να μην την ξαναδεί....
Επέστρεψε έξι μήνες αργότερα. Μέχρι τότε, η Ανδρομάχη πήγαινε τακτικά στο σπίτι του και έκανε σκηνές για να τον αναγκάσει να επιστρέψει στην Κρήτη και να την παντρευτεί. Ακόμα και στην αστυνομία πήγε με τον πατέρα της, ζητώντας να μεσολαβήσουν οι αρχές για να αποκατασταθεί η τιμή της. Τελικά τον είδε τυχαία στο Ηράκλειο, το απόγευμα της Πέμπτης, 19 Μαΐου 1960. Τον πλησίασε και του ζήτησε να την παντρευτεί. Εκείνος την έβρισε άγρια και έφυγε. Η σκηνή επαναλήφθηκε και την επόμενη μέρα. Το Σάββατο, η Ανδρομάχη πήρε το πιστόλι που έκρυβε στο συρτάρι της, το έκρυψε κάτω από την φαρδιά της μπλούζα και περπάτησε μέχρι το καφενείο “Κάντια” στον κεντρικό δρόμο του Ηρακλείου. Ήταν 9 το βράδυ και ο δρόμος ήταν κατάμεστος. Ο Στέφανος καθόταν σε ένα τραπεζάκι και έπινε καφέ....
Η Ανδρομάχη έτρεξε στο αστυνομικό τμήμα, όπου παραδόθηκε, λέγοντας: “Καλά έκανα και τον σκότωσα! Θα αγιασθούν τα χέρια μου!” Όταν οι αστυνομικοί της ζήτησαν να καταθέσει, τους απάντησε ήρεμα ότι είχε πονοκέφαλο και θα τους έλεγε τα πάντα το επόμενο πρωί, αφού ξεκουραζόταν....
“Για μένα δεν υπήρχε άλλος δρόμος”, κατέθεσε η Ανδρομάχη Κ: “Ό,τι είχα για προίκα το έδωσε μια νύχτα στον Στέφανο, χωρίς να το καταλάβω. Από εκείνο το βράδυ δεν ήμουν μόνο μια φτωχή κοπέλα, αλλά και μια άτιμη. Το σπίτι μου με ξέγραψε. Η κοινωνία με περιφρονούσε. Να συνδεθώ με άλλον άνθρωπο μου ήταν αδύνατο. Να, λοιπόν, γιατί προτίμησα τη φυλακή”.
Ο πατέρας του θύματος, παρουσίασε μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας. Έμαθε την ιστορία απ’ την ίδια την κοπέλα, όταν του ζήτησε να πείσει τον γιο του να την παντρευτεί. Απαίτησε απ’ τον γιο του να του πει όλη την αλήθεια. Του ξεκαθάρισε μάλιστα ότι αν ίσχυαν τα λεγόμενα της κοπέλας και ο Στέφανος αρνούνταν να την παντρευτεί, θα τον έδιωχνε απ’ το σπίτι.
Έξαλλος ο Στέφανος, του είπε ότι η γυναίκα ήταν μια άγνωστη που του έκανε ανήθικες προτάσεις και μετά τον πίεζε για γάμο. Ο πατέρας του τον πίστεψε, υποστηρίζοντας ότι η Ανδρομάχη ήταν μεγαλύτερη, κόντευε τα 30, και ήταν αυτή που παρέσυρε τον 21χρονο γιο του. Ολοκλήρωσε τη δήλωση του, λέγοντας: “Αν δεν αλλάξει ο νόμος, δεν θα μείνει κοπέλι για κοπέλι ζωντανό. Η κάθε μία θα παίρνει ένα πιστόλι και θα σκοτώνει το κάθε παλικάρι, γιατί θα ξέρει ότι σε λίγους μήνες θα είναι ελεύθερη”....
Πηγή: mixanitouxronou