Από τις Άλπεις στον Ψηλορείτη...
Το ραντεβού έχει δοθεί στο προαύλιο της μονής Παλιανής, κοντά στο χωριό Βενεράτο. Όσο απομακρύνεσαι από το Ηράκλειο, το τοπίο σιγά σιγά μεταμορφώνεται. Ελαιόδεντρα, καταπράσινα χωράφια, με μια υπέροχη εναλλαγή χρωμάτων σε όλη την παλέτα της φύσης. Καθώς το αυτοκίνητο ανηφορίζει, η αλλαγή μπαίνει μέσα σου σαν το δροσερό αεράκι του βουνού και «ξεπλένει» την πόλη.
Η εξοχή του Ηρακλείου Κρήτης.
Αυτή την εικόνα κουβαλά μαζί του κάθε φορά που ταξιδεύει προς και από την Κρήτη ο Ιταλός οδηγός βουνού Luca Gianotti. Μια σχέση που ο ίδιος περιγράφει ως «έρωτα», η οποία ξεκίνησε πριν από 20 χρόνια. Και αποδεικνύεται... στην πράξη, με τη συγγραφή του πεζοπορικού οδηγού «The Cretan Way» (εκδ. Ανάβαση), ή «Η κρητική στράτα».
Τι είναι η κρητική στράτα; «Όταν πρωτοήρθα, η Δυτική Κρήτη ήταν καλύτερα οργανωμένη και οι τουρίστες περπατούσαν μόνο στα μονοπάτια της, από Σφακιά έως Ελαφονήσι», διηγείται. «Στο υπόλοιπο νησί όμως τα μονοπάτια ήταν εγκαταλελειμμένα. Ετσι μου ήρθε η ιδέα: να περπατήσω όλη την Κρήτη από την ανατολή προς τη δύση, να δημιουργήσω ένα μονοπάτι για όλους. Η περιοχή είναι πολύ όμορφη, χρειάζεται ένα μονοπάτι μεγάλης απόστασης».
Η «κρητική στράτα» είναι μια πεζοπορική διαδρομή διάρκειας 28 ημερών, που ξεκινά από την Κάτω Ζάκρο στο Λασίθι και φθάνει στη Χρυσοσκαλίτισσα στα Χανιά. Πρόκειται για μια παραλλαγή του κρητικού τμήματος του ευρωπαϊκού μονοπατιού «Ε4» (που ξεκινά από την Ισπανία και καταλήγει στη χώρα μας), η οποία αποφεύγει τα πολύ δύσκολα ορεινά τμήματα, αλλά και τα κομμάτια του Ε4 που πλέον έχουν μετατραπεί σε ασφαλτόδρομους. «Η “κρητική στράτα” έχει μια διαφορετική φιλοσοφία. Να είναι ένα μονοπάτι που να μπαίνει στα [ορεινά] χωριά, που να είναι εφικτό για όλους», εξηγεί ο κ. Gianotti.
Ο Ιταλός οδηγός βουνού L. Gianotti.
Επιστρέφουμε, λοιπόν, στο ραντεβού μας. Την περασμένη εβδομάδα ο συγγραφέας του βιβλίου βρέθηκε και πάλι στην αγαπημένη του κρητική ενδοχώρα και συνοδεία εθελοντών προχώρησε στον καθαρισμό και στη σήμανση τμημάτων της «κρητικής στράτας». Ανάμεσα σε αυτούς, ο Λιθουανός Audrius Morcunas και η Βελγίδα Alice Jacquet, αμφότεροι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού και συνοδοί γκρουπ τουριστών.
Βήμα προς βήμα ο καθαρισμός και η σήμανση του μονοπατιού.
«Παλιά οι τουρίστες γνώριζαν ότι η Κρήτη είναι μόνο παραλίες και ήλιος», λέει ο κ. Morcunas. «Τώρα ξέρουν ότι η Κρήτη έχει πολύ πλούσια ιστορία, πολύ ωραία φύση, ότι μπορούν να τη γνωρίσουν περπατώντας».
«Για μένα οι άνθρωποι που επισκέπτονται τα χωριά δεν είναι τουρίστες, αλλά ταξιδιώτες, που αναζητούν μια ξεχωριστή εμπειρία», λέει η κ. Jacquet. «Αν σε κάνει χαρούμενο να πας σε ένα all inclusive ξενοδοχείο και να περάσεις όλη την ημέρα δίπλα σε μια πισίνα, τότε αυτό πρέπει να κάνεις. Ομως αυτός δεν είναι ο τρόπος να ανακαλύψεις μια χώρα».
Η «κρητική στράτα» είναι μία από τις πολλές –αλλά μεμονωμένες και διάσπαρτες χωρικά– προσπάθειες ιδιωτών να φέρουν και πάλι τον κόσμο στο παραμελημένο αλλά πανέμορφο εσωτερικό του νησιού. Όπως εξηγεί ο Φώντας Σπινθάκης, ταξιδιωτικός πράκτορας με βάση το Ηράκλειο, η αλλαγή που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια αφορά τη δυναμική «είσοδο» στο νησί ενός νέου μοντέλου: του πεζοπορικού τουρισμού και των αθλημάτων του βουνού.
«Δεν μπορούμε βέβαια να τον συγκρίνουμε με τον μαζικό τουρισμό που είναι και θα είναι η “μεγάλη δύναμη”, καθώς για τους ξένους είμαστε ένας κλασικός προορισμός τύπου “θάλασσα- ήλιος”», εξηγεί.
«Τα τελευταία χρόνια όμως αρχίζει να διαδίδεται ότι δεν είμαστε μόνο αυτό. Ότι υπάρχουν και η ενδοχώρα, τα μονοπάτια, τα βουνά, τα φαράγγια. Έχει ορεινούς όγκους που αξίζει κανείς να επισκεφθεί, φύση πανέμορφη και ένα καλά οργανωμένο δίκτυο μονοπατιών. Γι’ αυτό μιλάνε όλοι πλέον στην Κρήτη. Έρχονται άνθρωποι και κάνουν ορειβατικό σκι στον Ψηλορείτη, ποιος θα το φανταζόταν; Οι Κεντροευρωπαίοι το θεωρούν εξωτικό, να φύγουν από τις Άλπεις και να έρθουν στην Κρήτη για σκι». Οι επισκέπτες αυτοί είναι διαφορετικοί: «Πιο μορφωμένοι, πιο “ψαγμένοι”, με άλλες ανησυχίες. Άνθρωποι που διαβάζουν περισσότερο και θέλουν να γνωρίσουν πραγματικά την κουλτούρα, τα ήθη και έθιμα του τόπου και όχι απλά να καθίσουν σε ένα ξενοδοχείο».
Οι Κρητικοί «οσμίζονται» την αλλαγή και έτσι οι πρώτες προσπάθειες βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στις ορεινές κοινωνίες.
«Ο Καζαντζάκης είπε ότι οι Κρητικοί είναι η τέλεια μείξη της ανατολικής και δυτικής κουλτούρας. Θέλουν να ζουν με τους δικούς τους ρυθμούς, χωρίς να αγχώνονται, αλλά μπορούν να οργανωθούν όταν χρειαστεί», λέει ο Luca Gianotti.
«Πολλοί λοιπόν κατάλαβαν τι θέλουμε να πετύχουμε και είπαν, “εντάξει, ας το δοκιμάσουμε”. Γι’ αυτό είμαι αισιόδοξος».
Την ίδια ημέρα, μερικές δεκάδες χιλιόμετρα βορειοδυτικά, καμιά εικοσαριά γυμνασιόπαιδα από τέσσερα ορεινά χωριά του Ρεθύμνου ανέβαιναν με ενθουσιασμό στον Λάκο Μυγερού, στη χιονισμένη βόρεια πλευρά του Ψηλορείτη. Αυτό που «έσπασε» την καθημερινότητα των μαθητών από τα Ανώγεια, τα Ζωνιανά, τα Λιβάδια και την Κράνα ήταν η διοργάνωση για τρίτη φορά του Pierra Creta, ενός αγώνα ορειβατικού σκι. Πώς όμως βρέθηκαν τα παιδιά αυτά, προερχόμενα από αγροτικές και κτηνοτροφικές οικογένειες της περιοχής, να διαγωνίζονται σε ένα φρέσκο στη χώρα μας άθλημα;
«Το Pierra Creta είναι η ιδέα μιας παρέας που έτυχε να γίνει πράξη», εξηγεί ο Νικηφόρος Στειακάκης, ένας εκ των διοργανωτών του. «Αμέσως μετά την πρώτη διοργάνωση το 2014, πέρα από την πλάκα είδαμε τις δυνατότητες που έχει ένα τέτοιο γεγονός, ως εργαλείο για την περιοχή και τον κόσμο της. Αναζητούσαμε δράσεις σε αυτή την κατεύθυνση και αυτόματα σκεφτήκαμε ότι πρέπει τα παιδιά, η γενιά που αύριο θα αναλάβει τα ηνία, να κολλήσουν το “μικρόβιο”, να αγαπήσουν το βουνό για να το προστατέψουν».
Ορειβατικοί σύλλογοι από τα Χανιά και το Ηράκλειο ανέλαβαν να κάνουν δωρεάν μαθήματα ορειβατικού σκι σε αγόρια και κορίτσια από τα Γυμνάσια των 4 χωριών. Το ζητούμενο ήταν οι κάτοικοι των χωριών να γνωρίσουν... το βουνό τους –το οποίο αποφεύγουν όταν χιονίσει– και να δουν τις δυνατότητες που προσφέρει. Οι μαθητές, πάντως, έδειχναν ενθουσιασμένοι.
«Το καλύτερο είναι να ανεβαίνεις την πλαγιά και να την κατεβαίνεις, άσχετο που θα πέσεις 1-2 φορές», λέει ο 13χρονος Γιώργος Κόκκινος, από τα Λιβάδια. Δίπλα τούς παρακολουθούν –πίνοντας τσικουδιές– οι πατεράδες τους, που τους έφεραν στο χιονισμένο βουνό με τα μεγάλου κυβισμού αγροτικά τους.
Όπως και η δημιουργία πεζοπορικών διαδρομών, έτσι και το Pierra Creta εντάσσεται στις προσπάθειες να έλθει κόσμος στην ενδοχώρα της Κρήτης και να τονωθούν τα ορεινά χωριά με έναν ήπιο τουρισμό.
«Έχουμε ένα άλλο μοντέλο στο μυαλό μας, όχι από κάποια ιδεοληπτική αγκύλωση», εξηγεί ο κ. Στειακάκης. «Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους: στην Ελλάδα κανένα χιονοδρομικό δεν είναι βιώσιμο, ούτε καν τα μεγάλα. Αυτό που οραματιζόμαστε είναι διαφορετικό, δεν θέλει μεγάλες επενδύσεις. Θέλει να κινηθείς σιγά σιγά, μερακλίδικα, να μην κάνεις κάτι εδώ που δεν θα έκανες στην πίσω αυλή σου».
Με την προσέγγιση αυτή συντάσσονται και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις. «Ο παράκτιος χώρος στην Κρήτη είναι λίγο ή πολύ κατεστραμμένος, ειδικά ο βόρειος άξονας», λέει ο Θάνος Γιαννακάκης, υπεύθυνος του γραφείου του WWF στην Κρήτη. «Η ανάπτυξη στο εσωτερικό θα πρέπει να γίνει με γνώμονα την προστασία του περιβάλλοντος, του τοπίου, με σεβασμό στον χαρακτήρα και την κουλτούρα των ανθρώπων».
Και να που κάτι αλλάζει. Το νέο περιφερειακό χωροταξικό πλαίσιο της Κρήτης προτείνει έναν διαφορετικό άξονα ανάπτυξης για το νησί: το μονοπάτι Ε4, αυτό από το οποίο ξεκίνησε η ιστορία μας. Συντονίστρια της επιστημονικής ομάδας που μελέτησε το νέο πλαίσιο είναι η πολεοδόμος Ράνια Κλουτσινιώτη.
«Στην Κρήτη έχουμε ένα μοντέλο που στηρίχθηκε βασικά στον τουρισμό και δευτερευόντως στη γεωργία-κτηνοτροφία. Ομως αυτός ο τύπος τουρισμού άφησε το εσωτερικό του νησιού άδειο και ο κόσμος “στριμώχθηκε” στη βόρεια ακτή. Με το νέο χωροταξικό προτείνεται να τονωθεί το μονοπάτι Ε4. Να γίνει ένας άξονας παραγωγικής ανασυγκρότησης του νησιού, όχι απλά... να χτίσουμε δωματιάκια για τους τουρίστες. Να φροντίσουμε ώστε να χρηματοδοτήσουμε δράσεις οι οποίες θα κάνουν τους νεότερους κατοίκους να επιστρέψουν, έχοντας κάποιο εισόδημα σημαντικό».
Ανάμεσα στις δράσεις αυτές, η ενίσχυση μικρών αστικών κέντρων της πεζοπορικής διαδρομής, η αναστήλωση εγκαταλελειμμένων χωριών, η ανάδειξη όλων των μνημείων της.
«Είναι μεγάλη ανάγκη να μη γίνουν τα ίδια λάθη στην Κρήτη», καταλήγει η κ. Κλουτσινιώτη.
kathimerini.gr