Ηράκλειο: Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Ματθαίου
Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Ματθαίου των Σιναϊτών στο Ηράκλειο αποτελεί έναν από τους παλαιότερους και σημαντικότερους σωζόμενους ναούς στην πόλη, καθώς η ύπαρξή του είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ιστορία της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά, της πόλεως του Χάνδακα και ολόκληρης της Κρήτης.
Ο αρχικά μικρών διαστάσεων μονόχωρος και καμαροσκέπαστος ναός του Αγίου και Ευαγγελιστού Ματθαίου ανεγέρθη κατά το έτος 1600 μ.Χ., σύμφωνα με την σωζόμενη κτητορική επιγραφή, εντός της οχυρωμένης πόλεως του μεσαιωνικού Χάνδακα, πιθανώς στην θέση παλαιότερου. Αρχικά ήταν ιδιωτικός και ανήκε στην οικογένεια του Μαρκοφεουτέου.
Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τον Χάνδακα, το 1669 μ.Χ., και ο ναός της Αγίας Αικατερίνης των Σιναϊτών μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος, ο Μεγάλος Διερμηνέας της Πόλης Παναγιωτάκης Νικούσιος αγόρασε τον ναό του Αγίου Ματθαίου και στην συνέχεια τον εκχώρησε στους Σιναϊτες μοναχούς. Εκείνοι έλαβαν από τους Τούρκους την άδεια να μεταφέρουν σε αυτόν εικόνες και άλλα κινητά αντικείμενα από την Αγία Αικατερίνη.
Επειδή ο αρχικός ναός ήταν μικρών διαστάσεων και δεν εξυπηρετούσε τις λατρευτικές ανάγκες, προστέθηκε, μεταξύ των ετών 1669 και 1697, νότια του ναού και σε επαφή με αυτόν, το κλίτος της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Παρασκευής. Πρόκειται για ναό επίσης μονόχωρο, καμαροσκέπαστο, μεγαλύτερων διαστάσεων σε σχέση προς τον αρχικό ναό του Αγίου Ματθαίου. Το έτος 1697, δυτικά των δύο πλέον κλιτών του ναού προστέθηκε μεγάλων διαστάσεων νάρθηκας, η ΒΑ. γωνία του οποίου διαμορφώθηκε σε παρεκκλήσιο του Αγίου Χαραλάμπους.
Από το 1669, οπότε ο πρώην καθεδρικός ναός του Χάνδακα, εκείνος του Αγίου Τίτου, μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος, σε ολόκληρη την πόλη ως μόνος ορθόδοξος χριστιανικός ναός απέμεινε εκείνος του Αγίου Ματθαίου μέχρι το 1735, οπότε επισκευάστηκε ο παλαιός ναός του Αγίου Μηνά και χρησιμοποιήθηκε ως καθεδρικός ναός του Χάνδακα.
Σήμερα στο ναό φιλοξενείται συλλογή εικόνων στην οποία περιλαμβάνονται σημαντικά έργα της Κρητικής Σχολής, όπως «η Σταύρωση» του Γεωργίου Καστροφύλακα (1752), η «Αγία Αικατερίνη» του Ιερεμία Παλλαδά, η «Σταύρωση» και «Ο Άγιος Τίτος και Σκηνές του Βίου των 10 Μαρτύρων» του Ιωάννη Κορνάρου (1772 και 1773), δύο ανυπόγραφες εικόνες του Μιχαήλ Δαμασκηνού (Άγιος Συμεών ο Θεοδόχος και Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος - 16ος αιώνας) και άλλα.
Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος
Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος, πριν γίνει μαθητής του Κυρίου Ιησού Χριστού, ονομαζόταν Λευίς. Ο πατέρας του λεγόταν Αλφαίος και ήταν από τη Γαλιλαία. Ο Ματθαίος έκανε το επάγγελμα του τελώνη, και ο Ιησούς τον βρήκε να κάθεται στο τελωνείο έξω από την Καπερναούμ. Και είπε προς αυτόν: «Ἀκολούθει μοι». Ο Ματθαίος, χωρίς καμιά καθυστέρηση, αμέσως τον ακολούθησε. Και όχι μόνο εγκατέλειψε το αμαρτωλό - για την εποχή εκείνη - επάγγελμα του τελώνη, αλλά και με χαρά φιλοξένησε τον Κύριο στο σπίτι του. Εκεί, μάλιστα, ήλθαν και πολλοί τελώνες και άλλοι αμαρτωλοί άνθρωποι, με τους οποίους ο Ιησούς συνέφαγε και συζήτησε.
Οι φαρισαίοι, όμως, που είχαν πωρωμένη συνείδηση, όταν είδαν αυτή την ενέργεια του Κυρίου, αμέσως τον κατηγόρησαν ότι συντρώγει με τελώνες και αμαρτωλούς. Ο Ιησούς το άκουσε και είπε εκείνα τα θαυμάσια λόγια: «Οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Ματθαίου, θ' 13). Δηλαδή, λέει ο Κύριος, δεν ήλθα για να καλέσω εκείνους που νομίζουν τους εαυτούς τους δίκαιους, αλλά ήλθα να καλέσω τους αμαρτωλούς, για να μετανοήσουν και να σωθούν.
Στο Ματθαίο οφείλει η Εκκλησία μας το πρώτο κατά σειρά στην Καινή Διαθήκη Ευαγγέλιο, που γράφτηκε το 64 μ.Χ. Ο Ματθαίος κατά την παράδοση κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Αιθιοπία, όπου και πέθανε μαρτυρικά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ηράκλειο: Μία ονειρεμένη βόλτα στο φαράγγι της Σπηλιώτισσας