Κρήτη: Ο τελευταίος παραδοσιακός ράφτης, ετών 89, στο Οροπέδιο Λασιθίου (φωτο)
Είναι 89 χρόνων, παραμένει …ενεργός στην Εφορία, και συνεχίζει να ράβει κρητικές κιλότες, παντελόνια και κουστούμια για τους πελάτες του.
Ο λόγος για τον Γιώργο Φουκαράκη, που γεννήθηκε το 1931 και κρατά ακόμα και σήμερα ανοιχτό το ραφείο του στο χωριό Καμινάκι του δήμου Οροπεδίου Λασιθίου.
Οι πελάτες του πολλοί. Από τα χωριά του Οροπεδίου, τη Νεάπολη και τον Άγιο Νικόλαο μέχρι την Ολλανδία.
Ο κ. Γιώργος που είναι ο τελευταίος παραδοσιακός ράφτης ίσως στην Ελλάδα, έχει κρατήσει την πελατεία του. Έχει ακόμα τους ανθρώπους που τον εμπιστεύονται για να ντυθούν. Γι αυτό συνεχίζει να εργάζεται, και το δηλώνει στην Εφορία γιατί θέλει να είναι τυπικός στις φορολογικές του υποχρεώσεις.
Το πρόσωπο του λάμπει από χαρά όταν μιλάει για το επάγγελμα του: «εγώ έμαθα να ράβω στου Μανώλη Παραμυθάκη στο Ψυχρό, και από τότε δεν σταμάτησα ποτέ τη δουλειά μου».
«Άλλα τα χρόνια εκείνα, όλοι απευθύνονταν στο ράφτη τους για να ντυθούν για να φτιάξουν παντελόνια εργασίας ή πιο επίσημα» λέει και συνεχίζει: «από το 1955 μέχρι το 1980 περίπου, η δουλειά μας γνώρισε δόξες. Καλές εποχές. Δεν προλάβαινα τη δουλειά και βοηθούσε όλη η οικογένεια. Μετά ήρθαν τα έτοιμα και φθηνά ρούχα οπότε η δική μας δουλειά μειώθηκε. Από τότε άρχισε να χάνεται και το επάγγελμα του ράφτη από τα χωριά. Οι πολίτες άλλαξαν προτιμήσεις με συνέπεια οι περισσότεροι ράφτες να αλλάξουν δουλειά.»
Φιλόσοφος
Ο κ. Γιώργος είναι ο φιλόσοφος του χωριού. Βίωσε τα δεινά του πολέμου, της πείνας, της κατοχής που σημάδεψαν την Ελλάδα και συνεχίζει με αισιοδοξία.
Κάθε του λέξη μετρημένη και κάθε του φράση και μια συμβουλή. Μιλά για τη Δημοκρατία, για τη Δικαιοσύνη, επισημαίνει κοινωνικές αδικίες και καταλήγει πως θα ήθελε τον κόσμο.
Αναφέρεται με καμάρι την περίοδο που διετέλεσε πρόεδρος του χωριού (επί των ημερών του έγινε ο δρόμος Καμινάκι – Έμπαρος) και πρόεδρος του συνεταιρισμού.
Δύο φωτογραφίες κυριαρχούν μέσα στο ραφτάδικο. Του πατέρα του (που έφυγε σε ηλικία 49 ετών) και του Ελευθέριου Βενιζέλου. «Δεν την κατέβασα ούτε την περίοδο της Χούντας παρά τις υποδείξεις των αστυνομικών» λέει χαρούμενος.
Οι τεχνίτες
Όσο η ραπτομηχανή… γαζώνει ο 89χρονος συνεχίζει την εξιστόρηση : «Λένε πως οι κρητικές κιλότες που φτιάχνω είναι ξεχωριστές και έτσι έχουν μεγάλη ζήτηση. Μέχρι την Ολλανδία έχουν φθάσει οι κρητικές ενδυμασίες που έφτιαξα για λογαριασμό ενός συλλόγου».
«Το δυσάρεστο είναι πως αν θα φύγουμε εμείς, δεν θα μείνουν τεχνίτες στα χωριά. Οι νέοι άνθρωποι δεν ασχολούνται με τις τέχνες και έτσι σιγά- σιγά χάνονται. Ίσως η Πολιτεία θα ‘πρεπε να επιδοτεί όσους μαθαίνουν τα επαγγέλματα του ράπτη, του σιδερά, του τσαγκάρη, κ.α. για να μην χαθούν από την ελληνική ύπαιθρο».
Ο ίδιος δηλώνει πως θα συνεχίσει μέχρι να μπορεί να ράβει, γιατί αυτή είναι η ζωή του. «Κάθομαι σπίτι και δεν περνά η ώρα. Μόλις έρθω στο ραφτάδικο αλλάζει η ψυχολογία μου. Συνεχίζω με το ίδιο πάθος σαν να είμαι νέος».
Ωστόσο δεν είναι μόνο το ράψιμο. Μόλις τελειώσει τις υποχρεώσεις ασχολείται με τα αγροτικά. Να φυτέψει πατάτες, να καλλιεργήσει τον κήπο, προλαβαίνει όλες τις δουλειές μαζί με τη σύζυγο του, που είναι το «στήριγμα του» όπως λέει.