Oριακή αύξηση του δανεισμού των τραπεζών από την ΕΚΤ τον Ιούνιο
Αυξήθηκε ελαφρώς ο δανεισμός των ελληνικών τραπεζών από το ευρωσύστημα τον Ιούνιο, ενώ η εξάρτηση τους από τον Μηχανισμό Έκτακτης Ρευστότητας (ELA) παραμένει μηδενική.
Όπως προκύπτει από τη μηνιαία λογιστική κατάσταση της Τράπεζας της Ελλάδος ο δανεισμός των πιστωτικών ιδρυμάτων από την ΕΚΤ διαμορφώθηκε στα 8,6 δισ. ευρώ στο τέλος Ιουνίου έναντι 8,06 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος Μαΐου. Υπενθυμίζεται ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν απεξαρτηθεί από τον Μηχανισμό Έκτακτης Ρευστότητας (ELA) από τον περασμένο Μάρτιο.
Η βελτίωση της ρευστότητας των τραπεζών σε συνδυασμό με την επιστροφή των καταθέσεων καθιστούν ευχερέστερη την πλήρη άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, όπως άλλωστε έχει εισηγηθεί και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Υπενθυμίζεται ότι σε συσωρευτική βάση, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά 8 δισ. ευρώ για το σύνολο του 2018, αφού αυξήθηκαν κατά 5,7 δισ. ευρώ το 2017.
Στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα είχε σημειωθεί εισροή καταθέσεων ιδιωτικού τομέα ύψους 4,4 δισ. ευρώ το 2016. Αντίθετα το 2015 είχαν παρατηρηθεί εκροές ύψους 3 δισ. ευρώ και 3 δισ. ευρώ το 2014. Το 2013 είχαμε εισροές ύψους 2 δισ. ευρώ, ενώ εκροές ύψους 13 δισ. ευρώ είχαν παρατηρηθεί το 2012. Βέβαια οι σημαντικότερες εκροές ύψους 35 δισ. ευρώ είχαν καταγραφεί το 2011 και το 2010, χρονιά κατά την οποία οι καταθέσεις είχαν μειωθεί κατά 28 δισ. ευρώ.
Πάντως το Ισοζύγιο εκροών- εισροών δεν έχει κλείσει ακόμη αν ληφθεί υπόψη ότι οι συνολικές εκροές μόνον μεταξύ Νοεμβρίου 2014 και Ιουνίου 2015, όταν επιβλήθηκαν οι έλεγχοι κεφαλαίου στις τράπεζες, ανήλθαν σε 43,5 δισ. ευρώ (ή 26% των υπολοίπων του Νοεμβρίου 2014). Από την άλλη πλευρά οι σωρευτικές εισροές καταθέσεων από τον Ιούνιο του 2015 έως και τέλος Μαΐου 2019 έχουν φθάσει τα 21,9 δισ. ευρώ μόνον. Μόνο μέσα σε δύο μήνες, Απρίλιο και Μάιο, οι εισροές καταθέσεων, προεξοφλώντας τις πολιτικές εξελίξεις, έφθασαν τα 2,9 δισ. ευρώ, αντισταθμίζοντας έτσι τις εκροές που είχαν παρατηρηθεί τους δύο πρώτους μήνες του έτους (2,3 δισ. ευρώ οι οποίες αποδίδονται κυρίως στην πληρωμή των αυξημένων φορολογικών υποχρεώσεων).