Το σχέδιο της ΤτΕ για τη δημιουργία "bad bank"
Την πρότασή της για τη διαχείριση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων παρουσιάζει, μέχρι την Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου, η Τράπεζα της Ελλάδος.
Η παρουσίαση του σχεδίου της ΤτΕ συμπίπτει με την έναρξη μιας νέας φάσης για τις τράπεζες πανευρωπαϊκά, η οποία έχει ως αιχμή τη χάραξη στρατηγικής για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης στο ενεργητικό των τραπεζών (εξέταση δημιουργίας πανευρωπαϊκού σχήματος για την αντιμετώπιση των NPLs της COVID-19).
Η πρόταση για AMC
Το σχέδιο της ΤτΕ μπαίνει στο τραπέζι υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με το παρελθόν, καθώς ο κορονοϊός πιέζει για τη διερεύνηση όλων των πιθανών λύσεων για τη μείωση των NPLs, εφόσον αυτές είναι εφαρμόσιμες. Υπό την προϋπόθεση αυτή και στο κλίμα που έχει διαμορφωθεί, η κυβέρνηση είναι πολύ ανοιχτή να συζητήσει κάθε συμπληρωματική του "Ηρακλή" διέξοδο για την αποφόρτιση των τραπεζών από τα "κόκκινα" δάνεια. Έτσι, η λύση της "bad bank", που προτείνει η ΤτΕ, θα μπορούσε να λειτουργήσει συμπληρωματικά στο υπάρχον σχήμα του "Ηρακλή", που έχουν ήδη αγκαλιάσει όλες οι τράπεζες, αλλά και παράλληλα, μελλοντικά, με έναν "Ηρακλή 2" ή και με πανευρωπαϊκό σχήμα για τη μείωση των NPLs.
Το παρόν σχέδιο, που έχουν επεξεργαστεί σε όλες τις πτυχές του οι Rothschild, Boston Consulting και Deloitte, προβλέπει τη δημιουργία Asset Management Company στην οποία θα μπορούν να μεταβιβαστούν όλα τα δάνεια που βρίσκονται σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών. Στις τράπεζες θα δίνεται χρόνος για την απορρόφηση των ζημιών από τη μεταβίβαση των "κόκκινων" δανείων, ενώ το σχήμα θα συνοδεύεται και από κάποιου τύπου κρατική εγγύηση.
Η πρόταση της ΤτΕ φιλοδοξεί όχι μόνο να συμβάλει για την εξολοκλήρου απαλλαγή των τραπεζών από τα "κόκκινα" δάνεια, φέρνοντας τον δείκτη NPL σε μονοψήφιο ποσοστό στα τέλη του 2021, αλλά να λύσει και το πρόβλημα του αναβαλλόμενου φόρου, το οποίο αντιμετωπίζεται μόνο προσωρινά με τα hive-down των τραπεζών.
Με τη λύση που θα προτείνει, η ΤτΕ επισημαίνει ότι οι ενδεχόμενες ζημίες που σχετίζονται με το υφιστάμενο απόθεμα NPLs των τραπεζών θα καλύπτονται αποκλειστικά από τις ίδιες και όχι από τον Έλληνα φορολογούμενο, μέχρι του ελαχίστου ορίου δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και αποκλείεται οποιαδήποτε διασύνδεση του προτεινόμενου σχήματος με ενδεχόμενα σενάρια εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης (δηλαδή με τον κίνδυνο ενεργοποίησης των κανόνων της οδηγίας BRRD για την εξυγίανση των τραπεζών με κεφάλαια των μετόχων, των ομολογιούχων και των καταθετών).
Οι πληροφορίες αναφέρουν πως η μεταφορά των "κόκκινων" δανείων των τραπεζών στην Asset Management Company θα διενεργείται στην καθαρή λογιστική αξία των δανείων και έναντι αυτών η τράπεζα θα λαμβάνει ομολογίες, χωρίς rating. Στη συνέχεια η AMC θα τιτλοποιεί το χαρτοφυλάκιο σε τίτλους υψηλής, μεσαίας και χαμηλής διαβάθμισης και θα πουλά σε επενδυτή τουλάχιστον το 50% των τίτλων υψηλής διαβάθμισης (senior notes) και ενδεχομένως τμήμα των τίτλων μεσαίας διαβάθμισης (mezzanine notes). Για τη διευκόλυνση της πώλησης και προκειμένου να καλύπτεται η διαφορά μεταξύ της αξίας των τίτλων με την οποία τα δάνεια είναι γραμμένα στα βιβλία των τραπεζών και έχουν μεταβιβαστεί στην AMC και της τιμής στην οποία θα τα αγοράζει ο επενδυτής, οι τίτλοι θα συνοδεύονται με κρατική εγγύηση.
Η τράπεζα θα εγγράφει τη ζημία από την πώληση των τιτλοποιημένων NPLs σε βάθος επταετίας, ανάλογα με τις εισπράξεις από το χαρτοφυλάκιο και τη ροή αποπληρωμής από την AMC.
Με την πώληση τουλάχιστον του 50% των senior ομολόγων, η τράπεζα θα πληροί τις προϋποθέσεις αποαναγνώρισης του χαρτοφυλακίου NPL.
Ο αναβαλλόμενος φόρος
Σύμφωνα με το σχέδιο που προτείνει η ΤτΕ, η τράπεζα θα αναλαμβάνει να πληρώνει, για μία πενταετία ή επταετία, ένα ποσό ετησίως ως προμήθεια για την κρατική εγγύηση. Η προμήθεια, όμως, δεν θα καταβάλλεται στο Δημόσιο με μετρητά, αλλά με διαγραφή από την τράπεζα ισόποσης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης. Με τον τρόπο αυτό θα αντιμετωπιστεί, παράλληλα με τη μείωση των NPLs, η μείωση του αναβαλλόμενου φόρου, που τον Μάρτιο του 2020 ανερχόταν σε 15,5 δισ. ευρώ, αντιστοιχώντας στο 54% των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών. Σημειώνεται ότι το κόστος των τιτλοποιήσεων που διενεργούν οι τράπεζες, αλλά και η κεφαλαιακή επιβάρυνση από την εφαρμογή του λογιστικού προτύπου IFRS9 για τον σχηματισμό προβλέψεων έναντι πιθανών μελλοντικών πιστωτικών κινδύνων, θα ροκανίσουν τα "καθαρά" εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών, ενισχύοντας περαιτέρω το ποσοστό συμβολής των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.
Η πρόταση για τη δημιουργία AMC, υποστηρίζει η ΤτΕ, δεν αποσκοπεί απλώς σε κεφαλαιακή ελάφρυνση, αλλά σε εκτέλεση συναλλαγών με όρους αγοράς και με τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών. Παράλληλα, θα αξιοποιήσει τις υφιστάμενες υποδομές των τραπεζών, καθώς και τις συμμετοχές τρίτων μερών στους τομείς διαχείρισης των NPLs και, έτσι, δεν θα ανατραπούν οι συμφωνίες που έχει συνάψει η κάθε τράπεζα με τις εταιρείες διαχείρισης "κόκκινων" δανείων, των οποίων η συνδρομή θα αποτελέσει μέρος της λύσης.