Απόφαση σταθμός του ΔΕΕ: Καμία νομική ασυλία για τις πολυεθνικές των εμβολίων. Του Νότη Μαριά
Την ώρα που κορυφώνεται παγκοσμίως το δεύτερο κύμα κορονοϊού με χιλιάδες θανάτους ανά την υφήλιο η γεωπολιτική μάχη γύρω από το κορονοεμβόλιο εντείνεται.
Έτσι όπως έχουμε ήδη αναλύσει η Δύση επιχειρεί να προωθήσει μόνο τα εμβόλια του ΝΑΤΟ, δηλαδή τα εμβόλια των αμερικανικών και γερμανικών πολυεθνικών και για τον λόγο αυτόν έχει αποκλείσει από ΗΠΑ, Καναδά και ΕΕ το ρωσικό και το κινεζικό εμβόλιο.
Ταυτόχρονα οι πολυεθνικές του κορονοεμβολίου εντείνουν τις πιέσεις προκειμένου να επιβάλλουν νεοαποικιακού τύπου συμβάσεις με τις διάφορες χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου προκειμένου να αποκτήσουν νομική ασυλία για οποιεσδήποτε ποινικές και αστικές ευθύνες λόγω ενδεχόμενων παρενεργειών του εμβολίου.
Μάλιστα οι πολυεθνικές πέτυχαν ήδη νομική ασυλία στις ΗΠΑ, στη Βρετανία, στον Καναδά και στην Αυστραλία. Τεράστια όμως ερωτηματικά υπάρχουν σε σχέση με τα ισχύοντα στην ΕΕ. Και αυτό επιτείνεται καθώς οι Βρυξέλλες αρνούνται να δώσουν, όπως απαιτούμε τόσο εμείς (Κυριακάτικη Κόντρα News 7/12/2020) όσο και πολλοί άλλοι εδώ και καιρό, στη δημοσιότητα τις συμβάσεις που έχουν υπογραφεί με τις εταιρείες των κορονοεμβολίων. Η άρνηση εκ μέρους της Κομισιόν αφορά δήθεν σε όρους εμπιστευτικότητας αλλά πολλοί πλέον θεωρούν ότι δεν αποκλείεται στα εν λόγω συμβόλαια να υπάρχουν και ρήτρες για την νομική και δικαιοδοτική ασυλία των εταιρειών παραγωγής του κορονοεμβολίου.
Σε κάθε περίπτωση ακόμη και αν υπάρχουν τέτοιες ρήτρες στα συμβόλαια της Κομισιόν αυτές είναι άκυρες καθόσον προσκρούουν τόσο στο δίκαιο της ΕΕ που καθορίζει ρητά τους όρους και τις προϋποθέσεις της νομικής ευθύνης των εταιρειών που παράγουν εμβόλια όσο και στη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ) η οποία είναι σαφής και απόλυτη.
Ειδικότερα η απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ στην υπόθεση C-621/15 N. W κ.λπ. κατά Sanofi Pasteur MSD κ.λπ. η οποία εκδόθηκε στο Λουξεμβούργο, στις 21 Ιουνίου 2017, κλείνει το δρόμο στη νομική ασυλία των πολυεθνικών του κορονοεμβολίου εντός της ΕΕ, όπως αναλύουμε παρακάτω.
Έτσι οι πολυεθνικές των εμβολίων κάνουν αγώνα προκειμένου να τροποποιηθεί η σχετική νομοθεσία της ΕΕ και κατ΄ αυτόν τον τρόπο να γλυτώσουν σε περίπτωση παρενεργειών του κορονοεμβολίου.
Η νομοθεσία της ΕΕ για την προστασία των εμβολιαζομένων
Στα άρθρα 168, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και 35, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προβλέπεται ότι κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Ένωσης πρέπει να διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας.
Έτσι κατά το μέτρο που οι απαιτήσεις προστασίας της ανθρώπινης υγείας πρέπει να ενσωματώνονται σε όλες τις πολιτικές της Ένωσης, μια τέτοια προστασία πρέπει να θεωρηθεί σκοπός που αποτελεί μέρος επίσης της πολιτικής εναρμονίσεως των διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων. Με γνώμονα τον σκοπό αυτόν, η επιδίωξη υγειονομικών σκοπών των προϊόντων υγείας που προορίζονται για τον άνθρωπο δίνει στα προϊόντα αυτά μια αναμφισβήτητη ιδιαιτερότητα η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση της έννοιας του ελαττώματος.
Εν προκειμένω σχετική είναι η Οδηγία 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων (ΕΕ1985, L210, σ. 29).
Μολονότι οι διατάξεις της Οδηγίας 85/374 έχουν προορισμό να εφαρμόζονται σε όλα τα προϊόντα όποια και αν είναι αυτά, παρά ταύτα ένα εμβόλιο δεν είναι προϊόν όπως τα άλλα.
Η νομολογία του ΔΕΕ σε θέματα προστασίας της υγείας των καταναλωτών και ιδίως όσων εμβολιάζονται είναι ιδιαίτερα αυστηρή. Αυτό προέκυψε ήδη από το 2017 όταν το ΔΕΕ στην υπόθεση C-621/15 κλήθηκε να αποφανθεί για το δικαίωμα αποζημίωσης εμβολιασθέντος ο οποίος υπέστη βλάβη της υγείας του λόγω εμβολίου.
Και παρότι δεν υπάρχει αυτοτελής νομοθεσία της ΕΕ για την προστασία της υγείας λόγω εμβολιασμού εντούτοις η νομολογία του ΔΕΕ βρήκε τον τρόπο να δικαιώσει τους συγγενείς ενός ατυχούς εμβολιασθέντος ο οποίος έχασε τη ζωή του λόγω του εμβολίου. Και αυτό έγινε από το ΔΕΕ μέσω μιας εξαιρετικά ευρείας ερμηνείας της παραπάνω Οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου. Μάλιστα η εν λόγω απόφαση του ΔΕΕ προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις εκ μέρους των πολυεθνικών του φαρμάκου καθώς θεωρούσαν ότι πλέον με βάση τη νομολογία του ΔΕΕ ήταν ιδιαίτερα εκτεθειμένες σε αγωγές αποζημιώσεως λόγω παρενεργειών διαφόρων φαρμάκων και εμβολίων.
Το ΔΕΕ κλείνει το δρόμο στη νομική ασυλία των πολυεθνικών των εμβολίων
Σύμφωνα με το ιστορικό της προκειμένης υπόθεσης στον J.W, ο οποίος σημειωτέον απεβίωσε το 2011, χορηγήθηκε, το διάστημα από τα τέλη του 1998 έως τα μέσα του 1999, εμβόλιο κατά της ηπατίτιδας B παρασκευαζόμενο από τη Sanofi Pasteur.
Τον Αύγουστο του 1999, ο J.W παρουσίασε διάφορες διαταραχές κατόπιν των οποίων, τον Νοέμβριο του 2000, διαγνώσθηκε σκλήρυνση κατά πλάκας. Το 2006, ο ίδιος και η οικογένειά του άσκησαν αγωγή κατά της Sanofi Pasteur, ζητώντας την αποκατάσταση της ζημίας την οποία ο J.W. ισχυριζόταν ότι υπέστη λόγω του εμβολίου. Το Εφετείο Παρισίων, το οποίο επιλήφθηκε της υποθέσεως, θεώρησε, μεταξύ άλλων, ότι δεν υφίσταται ομοφωνία στην επιστημονική κοινότητα υπέρ της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του εμβολιασμού κατά της ηπατίτιδας B και της εκδηλώσεως της σκληρύνσεως κατά πλάκας. Το εν λόγω δικαστήριο, κρίνοντας ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, απέρριψε την αγωγή.
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γαλλίας, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Eφετείου Παρισίων, έθεσε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ.
Το ΔΕΕ λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα τις οποίες έκανε δεκτές αποφάνθηκε ότι ελλείψει ομοφωνίας στην επιστημονική κοινότητα, το ελάττωμα ενός εμβολίου και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτού και μιας ασθένειας μπορούν να αποδειχθούν με δέσμη σοβαρών, ακριβών και συγκλινουσών ενδείξεων οι οποίες είναι:
1.Η χρονική εγγύτητα μεταξύ της χορηγήσεως εμβολίου και της εκδηλώσεως ασθένειας.
2.Η έλλειψη προσωπικού ή οικογενειακού ιστορικού του εμβολιασθέντος.
3.Καθώς και η ύπαρξη σημαντικού αριθμού καταγεγραμμένων περιπτώσεων εκδηλώσεως της ασθένειας αυτής κατόπιν της χορηγήσεως του εν λόγω εμβολίου.
Επομένως όλες αυτές οι ενδείξεις μπορούν, ενδεχομένως, να συνιστούν επαρκείς ενδείξεις για την απόδειξη των ανωτέρω.
Ειδικότερα το ΔΕΕ θεώρησε ότι δεν αντιβαίνουν στην υπό κρίση Οδηγία κανόνες αποδείξεως που επιτρέπουν στον δικαστή, ελλείψει βέβαιων και αδιάσειστων αποδείξεων, να συναγάγει την ύπαρξη ελαττώματος του εμβολίου και αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτού και της ασθένειας, στηριζόμενος σε δέσμη σοβαρών, ακριβών και συγκλινουσών ενδείξεων, εφόσον βάσει της εν λόγω δέσμης ενδείξεων πιθανολογείται επαρκώς ότι το συμπέρασμα αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Εξάλλου, συνέχισε το ΔΕΕ ο αποκλεισμός κάθε άλλου τρόπου αποδείξεως εκτός από την βέβαιη απόδειξη που προκύπτει από την ιατρική έρευνα θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστήσει υπερβολικά δυσχερή ή και αδύνατη, τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του παραγωγού.
Στη συνέχεια το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να ελέγχουν ότι οι ενδείξεις των οποίων γίνεται επίκληση είναι πράγματι αρκούντως σοβαρές, ακριβείς και συγκλίνουσες, ώστε να είναι δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ύπαρξη ελαττώματος του προϊόντος, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που προσκόμισε ο παραγωγός και των επιχειρημάτων που προέβαλε προς άμυνά του, είναι η πλέον εύλογη εξήγηση για την επέλευση της ζημίας. Ο εθνικός δικαστής πρέπει να διατηρήσει την ελευθερία εκτιμήσεως ως προς το αν αποδείχθηκαν ή όχι επαρκώς κατά νόμο τα ανωτέρω, μέχρις ότου κρίνει ότι είναι σε θέση να αποφανθεί οριστικώς επί της υποθέσεως.
Έτσι εν προκειμένω, το ΔΕΕ έκρινε «ότι η χρονική εγγύτητα μεταξύ της χορηγήσεως του εμβολίου και της εκδηλώσεως της ασθένειας, η έλλειψη προσωπικού ή οικογενειακού ιστορικού όσον αφορά την ασθένεια αυτή, καθώς και η ύπαρξη σημαντικού αριθμού καταγεγραμμένων περιπτώσεων εκδηλώσεως της ασθένειας αυτής κατόπιν χορηγήσεως του εν λόγω εμβολίου, φαίνονται a priori να συνιστούν ενδείξεις βάσει του συνδυασμού των οποίων ο εθνικός δικαστής μπορεί, ενδεχομένως, να κρίνει ότι ο ζημιωθείς ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που φέρει. Τούτο ισχύει, ιδίως, εάν βάσει των εν λόγω ενδείξεων ο δικαστής κρίνει, αφενός, ότι η χορήγηση του εμβολίου συνιστά την πλέον εύλογη εξήγηση για την εκδήλωση της ασθένειας και, αφετέρου, ότι το εμβόλιο δεν παρέχει συνεπώς την ασφάλεια που δικαιούται κανείς να αναμένει».
Είναι λοιπόν πασιφανές από την παραπάνω απόφαση του ΔΕΕ και την σχετική ερμηνεία της Οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου σε σχέση με την περίπτωση των εμβολίων, ότι δεν είναι πλέον δυνατή στο πλαίσιο της ΕΕ η χορήγηση οιασδήποτε νομικής ασυλίας ή και δικαιοδοτικής ασυλίας υπέρ των πολυεθνικών του κορονοεμβολίου όπως έχει ήδη συμβεί στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στη Βρετανία και στην Αυστραλία.
Ομοίως δεν είναι δυνατόν στην ΕΕ να εφαρμοστούν οι νεοαποικιακού τύπου συμβάσεις και νομοθεσία που επιχειρούν να επιβάλουν οι πολυεθνικές του εμβολίου στις χώρες της Λατινικής Αμερικής προκειμένου να διασφαλίσουν την νομική τους ασυλία.
Επιπλέον καθώς η Οδηγία 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου αποτελεί δευτερογενές δίκαιο της ΕΕ δεν μπορούν τα κράτη μέλη της Ένωσης με μεταγενέστερη νομοθεσία να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή της εν λόγω Οδηγίας ούτε μπορούν να θεσπίζουν μεταγενέστερα οιασδήποτε εθνική νομοθεσία η οποία να χορηγεί νομική ασυλία στις πολυεθνικές του κορονοεμβολίου για ενδεχόμενες παρενέργειες του εμβολίου βλαπτικές για την υγεία των πολιτών της ΕΕ.
Τέλος ούτε η Κομισιόν μπορεί μέσω των συμβολαίων ανάθεσης και αγοράς των εμβολίων να χορηγήσει οποιαδήποτε σχετική νομική ασυλία στις πολυεθνικές του κορονοεμβολίου προκειμένου να μην είναι υπόλογες σε αγωγές αποζημιώσεως από τους πολίτες σε περίπτωση που αυτοί υποστούν βλάβη στην υγεία τους λόγω παρενεργειών του κορονοεμβολίου.
Επομένως οποιαδήποτε τέτοια ρήτρα στις συμβάσεις της Κομισιόν με τις πολυεθνικές των εμβολίων είναι άκυρη και παράνομη.
Ομοίως εξίσου παράνομη θα είναι και οιαδήποτε ρήτρα με την οποία η Κομισιόν εκ μέρους της ΕΕ θα παραιτείται από οποιαδήποτε μελλοντική διεκδίκηση της έναντι των πολυεθνικών του εμβολίου.
Αλλά βέβαια είναι στο χέρι της Κομισιόν να άρει τις οποιεσδήποτε αμφιβολίες δίνοντας απλά στη δημοσιότητα τις συμβάσεις που έχει υπογράψει με τις πολυεθνικές του κορονοεμβολίου.
Θα τολμήσει να το πράξει άραγε;
Νότης Μαριάς, Πρόεδρος του Κόμματος ΕΛΛΑΔΑ- Ο ΑΛΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ, Καθηγητής Θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, πρώην Ευρωβουλευτής