Ελληνική έρευνα αποκαλύπτει τη διατροφή που βελτιώνει την μνήμη
Η νόσος Αλτσχάιμερ αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα υγείας, με την αντιμετώπισή της να βασίζεται κυρίως σε συμπτωματική φαρμακοθεραπεία. Πρόσφατη συστηματική ανασκόπηση του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με επικεφαλής τον καθηγητή Δημήτριο Μπόγδανο, της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Θεσσαλίας σε συνεργασία με επιστήμονες από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης έφερε νέα δεδομένα στο προσκήνιο. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι ασθενείς με ήπια γνωσιακή διαταραχή εμφανίζουν σημαντική βελτίωση (στην γενική ικανότητα μνήμης, στην επεισοδιακή και δευτερεύουσα μνήμη, στις συγκεντρώσεις κετονών ορού αίματος και εγκεφάλου, καθώς και στο μεταβολισμό κετονών στον εγκέφαλο), ύστερα από βραχεία ή μακράς διάρκειας κετογονική θεραπεία.
Συγκεκριμένα, η γνωσιακή ικανότητα και η μνήμη των ασθενών βελτιωνόταν όσο αυξάνονταν τα επίπεδα κετονών ορού αίματος. Δεν επηρεάστηκε καθόλου ο μεταβολισμός γλυκόζης. Στους ασθενείς με γονότυπο που υποδηλώνει αυξημένο ρίσκο στην εμφάνιση της νόσου Αλτσχάιμερ (APOE4), η βελτίωση φάνηκε ότι ήταν μικρότερης κλίμακας, ενώ επιτεύχθηκε με μεγαλύτερης διάρκειας κετογονική παρέμβαση συγκριτικά με τους ασθενείς που στερούνταν το γονίδιο APOE4.
Τα δεδομένα αυτά ανοίγουν το δρόμο για μία «φυσική» θεραπεία στα πρώιμα στάδια της νόσου Αλτσχάιμερ μέσω της κετογονικής διατροφής/θεραπείας( χαμηλή σε υδατάνθρακες, πλούσια σε λιπαρα και μέτρια σε πρωτεΐνη). Λόγω των περιορισμών της κετογονικής διατροφής όμως, η θεραπεία πρέπει πάντα να επιτηρείται από ειδικούς (νευρολόγους και διατροφολόγους) ώστε να περιορίζονται οι ανεπιθύμητες εκβάσεις. Ήδη, η κετογονική θεραπεία χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της επιληψίας σε παιδιατρικούς ασθενείς εδώ και 70 περίπου χρόνια.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς, παρά το γεγονός ότι η έρευνα στην επίδραση της κετονικής θεραπείας είναι ακόμα στην αρχή της, φαίνεται πολλά υποσχόμενη για ασθενείς σε πρώιμο στάδιο γνωσιακής έκπτωσης, απαιτεί όμως εκπαίδευση του ασθενούς και στενή παρακολούθηση από ειδικούς.
Η μελέτη των Ελλήνων ερευνητών έγινε αποδεκτή με μεγάλο ενδιαφέρον από τα διεθνή μέσα ιατρικής ενημέρωσης και έλαβε μεγάλη δημοσιότητα τις τελευταίες ημέρες σε πανευρωπαικό και παγκόσμιο επίπεδο.