Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας αυξάνεται ενώ τα αποθέματα των συμβατικών πηγών πλησιάζουν στην εξάντλησή τους, γεγονός που καθιστά αναγκαία την αναζήτηση νέων πηγών ενέργειας.
Τα στοιχεία που διαθέτουμε μέχρι σήμερα μας πληροφορούν π.χ ότι τα γνωστά αποθέματα πετρελαίου, σε παγκόσμια κλίμακα, επαρκούν το πολύ 40 χρόνια ακόμη, με τη σημερινή ένταση ζήτησης.
Οι δυσάρεστες αυτές διαπιστώσεις, για περιορισμένη διαθεσιμότητα ενεργειακών πηγών στον πλανήτη μας, αποδείχνουν την αναγκαιότητα της χρησιμοποίησης και της πυρηνικής ενέργειας όπως και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας(AΠΕ).
Η πυρηνική ενέργεια, η ενέργεια που εκλύεται από τις διασπάσεις ατόμων ουρανίου, εκτός βέβαια από την πολεμική της χρήση σαν ατομική βόμβα, με τις γνωστές καταστροφικές της συνέπειες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για ειρηνικούς σκοπούς, όπως η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Η ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας γίνεται με την εγκατάσταση και χρήση του Πυρηνικού Αντιδραστήρα.
Στον Πυρηνικό Αντιδραστήρα εκλύεται θερμότητα από την ελεγχόμενη πυρηνική αντίδραση, η οποία θερμότητα ατμοποιεί νερό για να κινήσει στη συνέχεια κάποιο ατμοστρόβιλο, ο οποίος με τη σειρά του θα κινήσει την ηλεκτρογεννήτρια παραγωγής ρεύματος.
Παρά τη διεθνή εμπειρία πάνω στην ειρηνική εφαρμογή της πυρηνικής ενέργειας, που αριθμεί 60 χρόνια έρευνας και εφαρμογής, υπάρχουν στον τομέα αυτό πολλά δύσκολα τεχνολογικά προβλήματα που απαιτούν λύση. Η σημερινή γενιά των πυρηνικών αντιδραστήρων με «Θερμικά νετρόνια» έχει μικρές δυνατότητες να δώσει λύσεις στο ενεργειακό μας πρόβλημα, δεδομένου ότι από υπεύθυνες εκτιμήσεις προκύπτει ότι το διαθέσιμο ουράνιο, μέσα σε λογικά όρια κόστους εξόρυξης, θα εξαντληθεί σε λίγα χρόνια.
Η νέα γενιά των «ταχυαντιδραστήρων» λύνει το πρόβλημα της εξεύρεσης ουρανίου για χιλιάδες χρόνια, αλλά παράγουν πλουτώνιο, που αποτελεί τη γόμωση των πυρηνικών βομβών και είναι θανατηφόρο σε πολύ μικρές ποσότητες.
Ο κίνδυνος επίσης ενός ατυχήματος σε πυρηνικό σταθμό δεν πρέπει να υποτιμάται. Σε περίπτωση διαφυγής ραδιενέργειας, η καταστροφή που θα επέλθει στο περιβάλλον και στους ζώντες οργανισμούς εξαπλώνεται σε απόσταση που αγγίζει τα όρια μικρών κρατών. ,όπως πριν λίγα χρόνια στην Ιαπωνία, στον σταθμό ΦΟΥΚΟΥΣΙΜΑ 1,την Ανοιξη του 2011,ως επακόλουθο του μεγάλου σεισμού 9 ρίχτερ στο ΣΕΝΤΑΙ ,αλλά και τα
<< κοντινά>> στη χώρα μας ατυχήματα στο ΤΣΕΡΝΟΜΠΙΛ της ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ(1986) και στο ΚΟΖΛΟΝΤΟΥΙ της ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ(1η Μαρτίου 2006), Τα πυρηνικά επίσης απόβλητα αποτελούν φοβερή μάστιγα και απειλή μεγάλη για την έμβια ζωή και το φυσικό περιβάλλον.
Καταβάλλεται βέβαια προσπάθεια για τη δημιουργία νέου τύπου αντιδραστήρων και τον εκσυγχρονισμό των παλαιών.
Πυρηνικοί αντιδραστήρες υπάρχουν τουλάχιστον σε 19 χώρες της Ευρώπης και σε 14 χώρες του υπόλοιπου κόσμου.
Η Ελλάδα, λόγω και του σεισμογενούς της εδάφους, δεν διαθέτει πυρηνικούς αντιδραστήρες.
Η Άγκυρα όμως, χρησιμοποιεί παλαιάς τεχνολογίας αντιδραστήρες, που παρουσιάζουν πολλά προβλήματα λειτουργίας και διαρροών ραδιενέργειας, όπως κατά την κατασκευή του πυρηνικού της εργοστασίου στην περιοχή ΑΚΟΥΓΙΟΥ απέναντι από τη Ρόδο.
Οι αντιδραστήρες αυτοί, τύπου CANDU, καίνε ΟΥΡΑΝΙΟ και παράγουν ΠΛΟΥΤΩΝΙΟ, υλικό κατάλληλο για την παραγωγή ΠΥΡΗΝΙΚΩΝ ΒΟΜΒΩΝ.
Πρόσφατα μάλιστα δημοσιοποιήθηκε η πρόθεση της γείτονος να κατασκευάσει ένα υπερσύγχρονο πυρηνικό αντιδραστήρα ,που να αντέχει σε σεισμό μέχρι και 9 βαθμούς της κλίμακας ΡΙΧΤΕΡ.
Άρα ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ μιας πυρηνικής απειλής παραμένει σε απόσταση αναπνοής από τη χώρα μας.
Σε σχέση με την αξιοποίηση των διαφόρων ενεργειακών πηγών, πρέπει να τονισθεί ότι ο πυρηνικός αντιδραστήρας ισχύος πλεονεκτεί μόνο στο ότι απαιτεί πολύ μικρό βάρος καυσίμων. Αντίθετα, τα μειονεκτήματά του είναι πολλά, όπως π.χ το υψηλό κόστος παραγωγής (κυρίως σε μακροχρόνια κλίμακα), η ανάγκη βραχυχρόνιας απόσβεσης, η προκαλούμενη μόλυνση του περιβάλλοντος, οι μεγάλοι κίνδυνοι από διαρροή ακτινοβολιών και από άλλες βλάβες, η πολιτική εξάρτηση για την προμήθεια πυρηνικών καυσίμων κλπ.
Ως μοναδικό πλεονέκτημα είναι το μικρό βάρος ακριβών καυσίμων , είναι δε αξιοσημείωτο ότι «ένα μόνο χιλιόγραμμο ουρανίου δίνει τόση ενέργεια, όση μπορούν να δώσουν 200.000 τόνοι γαιάνθρακα!»
Αλλά ως προς τα μειονεκτήματα ιδιαίτερη σημασία έχουν:
α) Το τεράστιο κόστος εξόρυξης, επεξεργασίας και καθαρισμού των ραδιενεργών σχάσιμων υλικών.
β) Η πρόσθετη επιβάρυνση (που φθάνει στα 112% του αρχικού κόστους) για αποσβέσεις εγκαταστάσεων και μηχανημάτων, για φύλαξη και συντήρηση, για διάθεση καταλοίπων κλπ.
γ) Το περιορισμένο των κοιτασμάτων σχάσιμων υλικών. Με το ρυθμό που εφαρμόζεται σήμερα, τα γνωστά πυρηνικά κοιτάσματα θα επαρκέσουν για λίγα μόνο χρόνια. Και αυτό εξηγεί την προσπάθεια ανεύρεσης νέων κοιτασμάτων, προσπάθεια που έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση νέων διενέξεων και πολέμων σε περιοχές όπου υπάρχουν τέτοια κοιτάσματα (Γιουγκοσλαβία, Θράκη, Αιγαίο, Λιβερία, Νιγηρία, Νότια Αφρική, Ζαΐρ, Καυκασία, Αφγανιστάν κλπ).
δ) Η πολύ μικρή διάρκεια (μόλις 50-70 ετών) μιας πυρηνικής εγκατάστασης ηλεκτροπαραγωγής, πράγμα που ανεβάζει τη δαπάνη και τη φύλαξή της.
ε) Η τεράστια δαπάνη (που ανέρχεται σε αστρονομικές τιμές) για τη φύλαξη και απομόνωση των αχρηστευομένων εγκαταστάσεων, φύλαξη που θα πρέπει να συνεχίζεται για εκατοντάδες έτη!
στ) Η παραγωγή και συσσώρευση πυρηνικών καταλοίπων, που δημιουργούν προβλήματα συνεχώς οξύτερα και δυσεπίλυτα, για την ταφή τους.
Απ’ όλα αυτά βγαίνει το συμπέρασμα ότι «ο αντιδραστήρας ισχύος δεν προσφέρεται να χρησιμοποιηθεί για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλη κλίμακα και με μακροχρόνια προοπτική».
Δεν μπορεί, βέβαια, να αποκλεισθεί, σαν μορφή ενέργειας, για περιορισμένες περιπτώσεις (για κίνηση πλοίων μεγάλης αυτονομίας, όπως είναι τα παγοθραυστικά και τα υποβρύχια πολικών εξερευνήσεων ή για τροφοδότηση με ηλεκτρικό ρεύμα, σε περιοχές πληττόμενες από σεισμούς, πλημμύρες, τυφώνες κλπ).
Σε αντίθεση, προς τους αντιδραστήρες ισχύος, η κατασκευή αντιδραστήρων για ερευνητικούς σκοπούς ή για παραγωγή ραδιοϊσοτόπων θα μπορούσε να αναπτυχθεί, αλλά με αυστηρό έλεγχο και κάτω από προκαθορισμένες συνθήκες, σε λίγες ελεγχόμενες μεγάλες μονάδες, κυρίως για να γίνει δυνατός ο περιορισμός της διασποράς των καταλοίπων και για την αποφυγή της επανάληψης ερευνών πάνω στον ίδιο επιστημονικό τομέα.
Έτσι ο εκτεταμένος πυρηνικός κίνδυνος θα μπορούσε να περιορισθεί κατά πολύ.
Είναι γνωστό ότι η πυρηνική μόλυνση από τους αντιδραστήρες οφείλεται και στη λεγόμενη «ραδιενεργό ενεργοποίηση» του περιβάλλοντος χώρου. Τα ίδια τα χημικά στοιχεία των τοιχωμάτων των εγκαταστάσεων γίνονται ραδιενεργά και παράγουν δευτερογενείς ακτινοβολίες που, με τη σειρά τους, καθιστούν ραδιενεργό και όλοκληρο τον γειτνιάζοντα χώρο.
Έτσι η ραδιενεργός ενεργοποίηση εξαπλώνεται (βεβαίως υπό συνεχή εξασθένιση) και μπορεί, μέσα σε 150 έτη, να φθάσει σε ακτίνα 100 χιλιομέτρων, με υπολογίσιμη ακόμη ισχύ. Αλλά και με την πιο ιδανική απομόνωση ενός αντιδραστήρα (π.χ στο κέντρο μιας ερήμου) οι κίνδυνοι δεν εκλείπουν, εξαιτίας των διαφόρων καταλοίπων, αμέσων ή εμμέσων.
Με τη συσκευασία των καταλοίπων αυτών σε όγκους από σκυρόδεμα και την ταφή τους, ή τον καταποντισμό τους στον ωκεανό, οι κίνδυνοι μειώνονται αλλά δεν εξαφανίζονται, γιατί δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν ρήξεις οφειλόμενες σε σεισμούς, ή σε ηφαιστειακές εκρήξεις, αλλά και σε ανθρώπινη μελλοντική επέμβαση, όπως π.χ. σε εκρήξεις (πειραματικές ή όχι) ατομικών βομβών, ή ακόμα και σε πράξεις δολιοφθοράς. Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι η μόλυνση είναι εύκολο να εξαπλωθεί λόγω τυχαίας βλάβης, ή λόγω μη επαρκούς αραίωσης των διασπειρομένων καταλοίπων, μια που οι προδιαγραφές των μεγάλων δυνάμεων «επιτρέπουν τη διασπορά στην ατμόσφαιρα και στους ποταμούς».
Σαν συμπέρασμα προκύπτουν οι παρακάτω διαπιστώσεις, τις οποίες καλό είναι να τις έχει υπόψη του κάθε άνθρωπος, ειδικός ή μη ειδικός.
α) Δεν υπάρχει επαρκής προστασία από τη ραδιενέργεια των αντιδραστήρων, ακριβώς όπως δεν υπάρχει προστασία από τη δράση των ατομικών βομβών.
β) Η ραδιενέργεια των αντιδραστήρων μπορεί να καταστρέψει το ανθρώπινο γένος άμεσα (βλάπτοντας τον άνθρωπο) και έμμεσα (αλλοιώνοντας το περιβάλλον)
γ) Η πυρηνική μόλυνση δεν αίρεται με το κλείσιμο των αντιδραστήρων, όπως δεν αίρεται η χημική μόλυνση με το κλείσιμο μιας βιομηχανίας.
Σε τελευταία ανάλυση, πρέπει να αποφεύγεται η χρησιμοποίηση της πυρηνικής ενέργειας για ηλεκτροπαραγωγή σε μεγάλη κλίμακα, χωρίς βέβαια να μπορεί να αποκλεισθεί για ορισμένες ειδικές περιπτώσεις και σαν πηγή υλικών χρησίμων στην επιστήμη και στην τεχνολογία γιατί όπως η επιστήμη αποδεικνύει, περικλείει σοβαρούς κινδύνους για το περιβάλλον και τον άνθρωπο, κίνδυνοι που πολλαπλασιάζονται σε σεισμογενείς περιοχές ,όπως η χώρα μας .