Οι σπείροντες και οι θερίζοντες
Αφορμώμαι από τα δραματικά γεγονότα του Παρισιού με τον παράλογο θάνατο των ανθρώπων, που ειρηνικά και ανέμελα περνούσαν την ώρα τους στο θέατρο, στο γήπεδο ή στους χώρους της καθημερινής ανάπαυσης και επικοινωνίας. Πράγματι, δεν χωράει ο ανθρώπινος νους το γεγονός ότι κάποιοι, που θέλουν να λέγονται άνθρωποι, προβαίνουν σε τέτοιες παρανοϊκές πράξεις σφαγής αθώων συνανθρώπων τους, στο όνομα τάχα του Θεού τους. Πρόκειται για την απόλυτη βαρβαρότητα αλλά και τον απόλυτο παραλογισμό. Διότι το παράλογο φαίνεται να συμβαδίζει με τη βαρβαρότητα. Η βαρβαρότητα είναι σίγουρα το απόλυτο παράλογο. Γιατί, ποιος λογικός άνθρωπος μπορεί να δεχτεί και να ερμηνεύσει τέτοιες πράξεις; Και το παράλογο γεννιέται από τη στιγμή που ο ανθρώπινος νους «σκοντάφτει» πάνω στην ίδια του την αδυναμία να ερμηνεύσει και να αποδεχτεί μια πράξη, ένα γεγονός, μια ιδέα. Και τι πιο παράλογο από το θάνατο ενός αθώου;
Ωστόσο, το γεγονός ότι βρισκόμαστε ενώπιον του απόλυτα παραλόγου, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει και να αναχθούμε στις αιτίες που το γεννούν. Ο παραλογισμός ξεκινά από κάπου, έχει την αρχή του σε κάποιο πρωταρχικό «λάθος». Θεωρώ ότι το «λάθος»αυτό βρίσκεται στη λαθεμένη χρήση της δύναμης. Και εξηγούμαι: Τα ισχυρά κράτη της γης θεωρούν ότι μπορούν να επεμβαίνουν και να καθορίζουν κατά τα συμφέροντά τους τις τύχες των μικρών κρατών, συχνά μη υπολογίζοντας τις συνέπειες (τρανό παράδειγμα, η έκβαση του πολέμου του Βιετνάμ). Ίσως, βέβαια, αυτό να είναι ένας ιστορικός κανόνας, όπως τουλάχιστον πιστεύει ο πιο μεγάλος ιστορικός της αρχαιότητας, ο Θουκυδίδης. Από τη στιγμή, όμως, που μια μεγάλη δύναμη αρχίζει τις επεμβάσεις της, αγνοώντας τους λαούς και τα δικά τους συμφέροντα, ανοίγει ο ασκός του Αιόλου και κανείς δεν ξέρει πού θα πορευτούν τα πράγματα. Διότι η ιστορία δεν κινείται με βάση κάποιους σταθερούς φυσικούς νόμους, αλλά ως ανθρώπινη πράξη και δράση ενέχει το στοιχείο του αιφνίδιου, του απροσδόκητου, του μη απολύτως ελέγξιμου. Έτσι, τα πράγματα δεν οδηγούνται πάντοτε προς την κατεύθυνση που θέλει ο ισχυρός και δεν είναι λίγες οι φορές που η ιστορία κατέγραψε τη νίκη του αδύνατου Δαβίδ κατά του πανίσχυρου Γολιάθ.
Ας έλθουμε τώρα στην περίπτωση της δράσης των τζιχαντιστών και των αποτρόπαιων πράξεών τους. Ποιος έδωσε την αφορμή μιας τέτοιας ριζοσπαστικοποίησης αυτής της μερίδας των Ισλαμιστών; Πώς έφτασαν τα πράγματα σ’ αυτό το τραγικά επικίνδυνο για την Ευρώπη- και τον δυτικό κόσμο γενικότερα- σημείο; Ποια αίτια γέννησαν το συγκεκριμένο αιτιατό; Νομίζω ότι κατά ένα μεγάλο μέρος η αιτία πρέπει να αναζητηθεί στις επεμβάσεις των Ευρωπαίων και Αμερικανών στις χώρες της Μ. Ανατολής, με φανερό μεν σκοπό τον εκδημοκρατισμό αυτών των κρατών, στην πραγματικότητα όμως για γεωστρατηγικούς λόγους και για να ελέγξουν τα πετρέλαια της περιοχής. Οι δυτικοί σύμμαχοι θερίζουν τώρα ό, τι έσπειραν, διότι αγνόησαν τη λαϊκή ρήση, σύμφωνα με την οποία «ό, τι σπείρεις θα θερίσεις». Έσπειραν ανέμους και τώρα θερίζουν θύελλες. Άνοιξαν τους ασκούς του Αιόλου, σαν τους «νηπίους εταίρους»(ανόητους, μωρούς συντρόφους) του Οδυσσέα, και τώρα προσπαθούν να ελέγξουν το πλοίο της πολιτικής τους σε μια τρικυμισμένη θάλασσα.
Τα λάθη τους ήταν πολλά, με πρώτο και σοβαρότερο ότι δεν έλαβαν υπόψη τον παράγοντα θρησκεία και το ρόλο που αυτός παίζει για τους μουσουλμάνους. Ίσως επειδή, αντίθετα προς αυτό που συμβαίνει στο μουσουλμανικό κόσμο, στη Δύση η θρησκεία δεν συνδέεται άμεσα με το κράτος, οι δυτικοί υποβάθμισαν το ρόλο της, αγνόησαν δηλαδή τη δύναμη και την επιρροή της θρησκείας πάνω στον καθημερινό μουσουλμάνο. Νόμισαν ότι όλα θα υποταχθούν μπροστά στη δύναμη των όπλων. Αγνόησαν, επίσης, ότι στις μουσουλμανικές χώρες είναι δύσκολη έως αδύνατη η επικράτηση της δυτικής δημοκρατίας, αν οι μουσουλμάνοι κάτοικοι των χωρών αυτών δεν απεμπολήσουν μεγάλο μέρος των θρησκευτικών τους παραδόσεων, πράγμα πολύ δύσκολο, δεδομένης της σχέσης τους με τη θρησκεία τους. Έτσι, η δυτική επέμβαση ερμηνεύτηκε από μια μερίδα κατοίκων ως προσπάθεια βίαιης μεταβολής των θρησκευτικών τους παραδόσεων, πράγμα που εκμεταλλεύτηκαν οι ακραίοι και ζηλωτές του Ισλάμ, για να χτίσουν ένα καθεστώς και να οργανώσουν ένα «κράτος»σύμφωνα με τις πιο ακραίες ερμηνείες του Κορανίου.
Η δυνατότητα της δημιουργίας και οργάνωσης αυτού του «κράτους», που αποτελείται από τμήματα της πολύπαθης Συρίας και του Ιράκ, δόθηκε και πάλι από τους δυτικούς, που αποδιοργάνωσαν με τον πόλεμο τα παραπάνω κράτη κι έδωσαν την ευκαιρία στους ριζοσπάστες του Ισλάμ να δράσουν ανενόχλητοι (ίσως και με την υποστήριξη των ίδιων των δυτικών) και ξαφνικά να εμφανιστεί από το πουθενά το συγκεκριμένο «κράτος». Και λέω «ίσως και με την υποστήριξη των ίδιων των δυτικών», επειδή θα ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τους τζιχαντιστές κατά του Άσαντ, χωρίς όμως και να υπολογίσουν ότι το πράγμα θα μπορούσε να τους ξεφύγει, όπως έγινε και με τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν.
Οι «σπείροντες», λοιπόν, είναι και οι «θερίζοντες». Θέλησαν ως ισχυροί οι δυτικοί ( στο όνομα τάχα της δημοκρατίας) να αλλάξουν τη Μ. Ανατολή, σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Θέλησαν να επιβάλουν ένα άλλο τρόπο ζωής, μια άλλη αντίληψη και θέαση του κόσμου, έναν άλλο πολιτισμό και τώρα το πληρώνουν και το πληρώνουμε όλοι. Ας μη ξεχνάμε ότι ο μουσουλμανισμός δεν είναι χριστιανισμός. Χωρίς να στέλνουμε στη λήθη όσα κακά έπραξαν τα χριστιανικά κράτη στο όνομα του Χριστού, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο χριστιανισμός δεν επιβάλλει καμιά «τζιχάντ», κανένα ιερό πόλεμο κατά των «απίστων». Ο μουσουλμανισμός, που έχει και αυτός τα θετικά του στοιχεία, ρέπει ευκολότερα προς τη χρήση βίας, φανατίζει πιο εύκολα. Άρα είναι πιο εύκολο να βρεθούν οι άνθρωποι που είναι έτοιμοι να θυσιαστούν υπέρ του Θεού τους και της πίστης τους. Κι όσο υπάρχουν άνθρωποι έτοιμοι για τέτοιες θυσίες (και μάλιστα νέοι), τόσο η αντιμετώπιση του προβλήματος θα γίνεται δυσκολότερη. Και το πιο σοβαρό είναι πως ενώ, σε τελική ανάλυση, τις αποφάσεις τις λαμβάνουν οι πολιτικοί και στρατιωτικοί, τα «σπασμένα» όμως τα πληρώνει ο απλός λαός, οι αθώοι άνθρωποι. Έτσι, βγαίνει αληθινή η φράση του Ευαγγελίου ότι «άλλος εστίν ο σπείρων και άλλος ο θερίζων». Καλό είναι, τελικά, οι πολιτικοί να μην υποτιμούν ό, τι αποτελεί την παράδοση και τον πολιτισμό των λαών.
Ιωάννης Τσερεβελάκης - Θεολόγος και Πρωτοψάλτης του Ιερού Ενοριακού Ναού Γενεσίου Θεοτόκου Μπεντεβή Ηρακλείου