Μανώλης Αγγελόπουλος: 26 χρόνια στη "γειτονιά των αγγέλων"
Εικοσιέξι χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τότε που μια "αγγελική φωνή" "ταξίδεψε" για την "γειτονιά των αγγέλων"
Στις 2 Απριλίου το 1989 ο "Ροκ Σταρ" των τσιγγάνων, Μανόλης Αγγελόπουλος αφήνει την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Λονδίνου, μία εβδομάδα προτού συμπληρώσει τα πενήντα του χρόνια, εξαιτίας επιπλοκών από εγχείριση καρδιάς (τριπλό μπάι-πας), στην οποία είχε υποβληθεί στις 14 Ιανουαρίου.
Ο Μανώλης Αγγελόπουλος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1939 από τσιγγάνους γονείς, οι οποίοι ξεκίνησαν από τις Ινδίες, πέρασαν από Αίγυπτο και Ρουμανία και κατέληξαν στην Ελλάδα.
Ο πατέρας του, που ήταν πολύ καλός μουσικός, έπαιζε μπουζούκι και κιθάρα, λεγόταν Ηλιακός Αγγελόπουλος, η μητέρα του Ερασμία, κι ο μικρότερος αδερφός του Λεύτερης. Από την Καβάλα, πηγαίνει με την οικογένεια του στον Αγ. Αθανάσιο Δράμας και το 1947 βρίσκεται στο Ηράκλειο της Κρήτης, στα τσαντίρια! Στα 13 του χρόνια ο Μανώλης μένει ορφανός από τον πατέρα του, και με τη μανά και τον αδερφό του έφτασε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στα κάτω Πετράλωνα. Έτσι αναγκάστηκε να βγει στη βιοπάλη κι έκανε διάφορες δουλείες.
Πουλούσε κιλίμια, κουβέρτες κι αλλά εμπορεύσιμα είδη, δούλεψε γανωτής, δούλεψε στη λαχαναγορά, έκανε το λούστρο και γυάλιζε παπούτσια στον Πειραιά, δούλεψε σε στιλβωτήριο, δούλεψε και γκαρσόνι σε μαγαζιά. Αργότερα, συνδέθηκε στενά με το Λευτέρη Ιωαννίδη, που ήταν γιος του νονού του Μανώλη, και ο οποίος έγινε κατά κάποιο τρόπο ο ‘κηδεμόνας’ του! Μαζί με το Λευτέρη, ο Μανώλης αγόρασε την πρώτη του κιθάρα, μαύρη στο χρώμα, την οποία αγάπησε πολύ!
Κάθε βράδυ γύριζε στο λόφο της Αγ. Βαρβάρας έπαιζε την κιθάρα του και τραγουδούσε πονεμένα τραγούδια! Κάποιες φορές μετά το τέλος της δουλείας του, γύριζε στα νυχτερινά κέντρα για να δει και ν’ ακούσει από κοντά τις φίρμες της εποχής! Μάλιστα, όπως αναφέρουν σχετικά η Βούλα Γκίκα και ο Βαγγέλης Περπινιάδης σε συνεντεύξεις τους, συχνά παρακαλούσε να τον αφήσουν να πει κανένα τραγουδάκι μετά το τέλος του προγράμματος!
Ο Μανόλης μπαίνει στη δισκογραφία χάρη στην προτροπή και επίμονη του μεγάλου σύνθετη και μπουζουξή Ανέστου Αθανασίου, ο οποίος ήταν επίσης τσιγγάνος! Εκείνη την εποχή, τέλη της δεκαετίας του ’50, έκαναν θραύση οι ινδικές ταινίες, και οι εταιρίες έψαχναν τραγουδιστές να μπορούν να τραγουδούν σε αυτό το στυλ! Ο Ανέστος, έχοντας ακούσει για κάποιο τσιγγάνο που τραγουδάει όμορφα, γυρεύει να βρει το Μανόλη και τελικά τον βρίσκει στον Κινηματογράφο ‘Όνειρο’, όπου ο Μανόλης έβλεπε μια ινδική ταινία. Συστήνονται και κλείνουν ραντεβού στην εταιρεία. Όμως ο Μανώλης δεν πήγε, και την άλλη μέρα, την ώρα που έπαιζε μπιλιάρδο σε μια λέσχη, που ήταν η τρελά του όπως και οι ταινίες, μπαίνει μέσα ο Ανέστος του δίνει ένα χαστούκι και του λέει το εξής χαρακτηριστικό: ‘έτσι είστε εσείς οι γύφτοι, δε γίνεστε άνθρωποι’..!
Τελικά πήγαν στην columbia κι ο Μανώλης τραγούδησε το πρώτο του τραγούδι ‘χωρίς μητέρα χωρίς πατέρα’ !
Αυτά γύρω στα 1957. Έπειτα ακολούθησαν κι αλλά, ‘Τσιγγενελερ’ , ‘ Μανά μου εγώ πεθαίνω’ με το Δερβενιώτη, ‘Ινδιάνα μου γλυκειά’ με τον Καραπατάκη, τα οποία όμως δεν πέρασαν πολύ στον κόσμο.
Στις αρχές του 1958 ήλθε η πρώτη μεγάλη επιτυχία, που του άνοιξε τον δρόμο προς την κορυφή. Ήταν το ινδοπρεπές τραγούδι του Στράτου Ατταλίδη «Μαγκάλα», που ξεπέρασε σε πωλήσεις τις 100.000 κομμάτια και αποτέλεσε το αντίπαλο δέος της «Μαντουμπάλας» του Στέλιου Καζαντζίδη.
Στα 33 χρόνια της πορείας του στο λαϊκό τραγούδι ερμήνευσε μεγάλες επιτυχίες, που αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν από τον κόσμο: «Τα μαύρα μάτια σου» (Αγγελόπουλος/Μπιζάνη), «Όσο αξίζεις εσύ» (Καλδάρας), «Φαρίντα» (Τσιτσάνης), «Φεγγάρι χλωμό» (Μπιθικώτσης/Γκούτης), «Έφυγε κι ακόμα πάει» (Πετσάς), «Μη με ξεχνάς» (Δερβενιώτης/Βίρβος), «Τσιγγάνας Γάλα» (Καμπουρίδης/Σπυρόπουλος), «Ρίχ’τε στο γυαλί φαρμάκι» (Καλδάρας/Παπαγιαννοπούλου), «Μουσταφάς» (Δερβενιώτης/Βίρβος), «Η μάνα η Γκρέκα» (Μηλιός/Μαλκώτσης), και «Όταν χορεύεις μάτια μου» (Χρ. Νικολόπουλος/Χαψιάδης).
Στο ενεργητικό του είχε δεκάδες εμφανίσεις σε κινηματογραφικές ταινίες και επιθεωρήσεις, ενώ πραγματοποίησε πολλές συναυλίες στο εξωτερικό, όπου υπήρχαν Έλληνες μετανάστες: Αμερική, Καναδάς, Αυστραλία, Δυτική Γερμανία και Βέλγιο. Στις 19 και 20 Ιουνίου του 1983 ήρθε η καταξίωση με τις δύο συναυλίες του στο Θέατρο του Λυκαβηττού, όπου δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο. Δεν έλειψαν και τα επικριτικά σχόλια από μερίδα του δημοσιογραφικού και πνευματικού κόσμου, που τον χαρακτήρισαν «τουρκόγυφτο» και «τσιφτετελιστή», αλλά και για τη μετάδοση της συναυλίας του από την ΕΡΤ.
πηγές: sansimera.gr,youtube,