Σοφία Βέμπο: H πολυτάραχη ζωή της τραγουδίστριας της νίκης
Η Σοφία Βέμπο γεννήθκε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης, στις 10 Φεβρουαρίου 1910 και πέθανε στην Αθήνα, στις 11 Μαρτίου το 1978. Ήταν κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια και ηθοποιός, της οποίας η καλλιτεχνική πορεία εκτείνεται από το Μεσοπόλεμο έως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τη δεκαετία του ’50.
Χαρακτηρίστηκε "Τραγουδίστρια της Νίκης" εξαιτίας των εθνικών τραγουδιών που ερμήνευσε κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940.
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία τυχαία το 1930, τραγουδώντας σ' ένα ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης για να συνεισφέρει οικονομικά στο σπίτι της. Τρία χρόνια αργότερα κατέβηκε στην Αθήνα, όπου προσελήφθη από τον θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή στο «Κεντρικόν», προκειμένου να συμμετάσχει στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933». Την ίδια περίοδο υπέγραψε και το πρώτο της συμβόλαιο στη δισκογραφική εταιρία Columbia, ερμηνεύοντας ερωτικά τραγούδια της εποχής και λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής της η καταξίωση δεν άργησε να έρθει.
Με την κήρυξη του πολέμου το 1940 ανέλαβε την εμψύχωση των ελλήνων στρατιωτών στο μέτωπο με πατριωτικά και σατυρικά τραγούδια, ενώ πρωταγωνίστησε σε επιθεωρήσεις που προσάρμοζαν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα. Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή, όπου συνέχιζε να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα. Έγινε σύμβολο του έθνους, ταύτισε το όνομά της με το αλβανικό έπος και χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης».
Η τραγουδίστρια της νίκης δεν βοηθούσε τον αγώνα μόνο με τα τραγούδια της. Πολλές φορές πραγματοποιούσε εμφανίσεις και παραχωρούσε όλα τα έσοδα για τις ανάγκες των στρατιωτών. Η φήμη της ήταν γνωστή στους Ιταλούς, κάποιοι από τους οποίους αποφάσισαν να την εκδικηθούν όταν κατέλαβαν τη χώρα ως ουραγοί των Γερμανών. Προσπάθησαν να την τρομοκρατήσουν, χωρίς ωστόσο κανένα αποτέλεσμα.
Ένα βράδυ, την ώρα που η Βέμπο επέστρεφε από τη βραδυνή της παράσταση στο θέατρο, την πλησίασε ένας Ιταλός και τη χτύπησε δυνατά με μια σιδερένια γροθιά. Παρόλο που η τραγουδίστρια τραυματίστηκε πολύ, δεν το έβαλε κάτω. Όταν την ενημέρωσαν με ανώνυμο μήνυμα ότι τη χτύπησαν για να την παραμορφώσουν και να μη μπορεί να εμφανιστεί στο θέατρο, εκείνη απάντησε «θα τραγουδάω στο ραδιόφωνο».
Τον Αύγουστο του 1941 η Βέμπο οδηγήθηκε στην Αστυνομία Αθηνών, όπου ο διευθυντής Άγγελος Έβερτ, την ενημέρωσε ότι δεν θα μπορούσε να ξανατραγουδήσει και να εμφανιστεί στο θέατρο. Η εντολή ήταν του Ιταλού συνταγματάρχη, Κ. Μεόλι και μεταξύ άλλων ανέφερε: «Η Διεύθυνσις Αστυνομίας παρακαλείται να καλέσει την καλλιτέχνιδα Βέμπο να παύση την δράσιν της εις το τραγούδι, εις όλα τα θέατρα της Ελλάδος. Εις την ιδίαν θα αφαιρεθή το δελτίον καλλιτέχνιδος και του λοιπού θα απαγορεύεται να ανέλθη επί σκηνής». Ο κόσμος ξεσηκώθηκε και η απόφαση άλλαξε. Η Βέμπο επέστρεψε στο θέατρο και το τραγούδι με αυστηρούς όρους για το ρεπερτόριό της. Η ζωή της όμως είχε αλλάξει. Βρισκόταν συνεχώς υπό παρακολούθηση και οι έφοδοι στο σπίτι της έγιναν συχνές. Ιταλοί και Γερμανοί έμπαιναν μέσα και διέλυαν ότι έβρισκαν μπροστά τους για να την τρομοκρατήσουν. Αποκορύφωμα του κυνηγητού της από τις κατοχικές δυνάμεις, ήταν η σύλληψη και ο εγκλεισμός της στις φυλακές Αβέρωφ.
Το 1949 απέκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο. Σε μια εποχή που θέατρα έκλειναν και μετατρέπονταν σε κινηματογράφους, η Βέμπο επανέφερε την επιθεώρηση, ανεβάζοντας έργα που διατήρησαν ζωντανή την παράδοση της λαϊκής σάτιρας και καθιέρωσαν τους μεγάλους κωμικούς μας. Ταυτόχρονα, έβαλε τα θεμέλια μιας καινούριας εποχής για το ελληνικό τραγούδι, λανσάροντας το «αρχοντορεμπέτικο».
Όλα αυτά τα χρόνια, η Σοφία Βέμπο διατηρούσε δεσμό με τον συγγραφέα και στιχουργό Μίμη Τραϊφόρο, με τον οποίο παντρεύτηκε τελικά το 1957.
Το 1959 πρωταγωνιστεί στη κινηματογραφική ταινία «Στουρνάρα 288», όπου υποδύεται μια διάσημη τραγουδίστρια που ξεχάστηκε από τους θαυμαστές της κι εργαζόταν ως καθηγήτρια πιάνου. Είχε προηγηθεί η συμμετοχή της το 1955 στην κλασσική «Στέλλα» και το 1938 στη «Προσφυγοπούλα», όπου είχε κάνει και το ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη.
Στα μέσα της δεκαετίας του '60 άρχισε να αραιώνει τις θεατρικές εμφανίσεις της και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας αποσύρθηκε οριστικά.
Την περίοδο 1967-1974 συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα. Τη βραδιά του «Πολυτεχνείου» άνοιξε το σπίτι της κι έκρυψε φοιτητές, τους οποίους αρνήθηκε να παραδώσει όταν η ασφάλεια χτύπησε την πόρτα της.
Η Σοφία Βέμπο πέθανε στις 11 Μαρτίου του 1978 και η κηδεία της μετατρέπεται σ' ένα πάνδημο συλλαλητήριο.
Η προτομή της στήθηκε στο ομώνυμο πάρκο στους Αμπελοκήπους, λίγα μέτρα από τον σταθμό του μετρό «Πανόρμου». Η μορφή της φιλοτεχνήθηκε το 1996 από τον γλύπτη Μάρκο Γεωργιλάκη, καθηγητή της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.
Πηγές: wikipedia, sansimera, grmixanitouxronou.gr