Αφιερωματα

Ιστορικά

Η βάπτιση και η συντεκνιά στην Κρήτη: "Αφού’ βαλε το έλαιος, να βάλει και το κλήμα"

Τον παλιό καιρό το νεογέννητο παιδί έπρεπε να βαφτίζεται το συντομότερο, γιατί οι βρεφικές αρρώστιες δεν καταπολεμούνταν εύκολα και έτσι το παιδί δεν έπρεπε να μείνει αβάφτιστο, διότι αν πέθαινε θα γίνονταν τελώνι. Μάλιστα για να το προφυλάξουν από τα κακά πνεύματα, μέχρι να βαφτιστεί, το έλεγαν δράκο.

Τα βάφτισα ήταν το δεύτερο μετά το γάμο, σπουδαίο οικογενειακό γεγονός, που συνοδευόταν με γερό φαγοπότι και γλέντι. Στη βάφτιση του παιδιού ήταν απαραίτητη η σύμπραξη του συντέκνου (αναδόχου), που θάταν και ο σάντολος του κοπελιού.

Η εξασφάλιση του συντέκνου γίνονταν από τον πατέρα του παιδιού πολύ πριν γεννηθεί αυτό, με το παλιό έθιμο, κατά το οποίο ο πατέρας «έπιανε χέρι» με καλό φίλο του, για να βαφτίσει το παιδί, που περίμενε η γυναίκα του.

Με τη χειραψία αυτή έκλεινε άγραφη απαραβίαστη συμφωνία, που υποχρέωνε τον υποψήφιο σύντεκνο να βαφτίσει το παιδί, άμα θα γεννιούνταν και συγχρόνως τον πατέρα να μην το δώσει σε κανένα άλλο για βάφτισμα. Ίσχυε επίσης η άγραφη αυτή συμφωνία, κατά την οποία δυο μπιστικοί (επιστήθιοι) φίλοι «επιάνανε χέρι» να βαφτίσει ο ένας του άλλο το παιδί, που ήθελε πρωτογεννηθεί.

Υπήρχε ακόμη η περίπτωση, που ο σάντολος (ανάδοχος) του κοπελιού βρίσκονταν κατά τύχη - αυτό συνέβαινε, όταν στην οικογένεια δεν στεργιώνανε παιδιά, αλλά πέθαιναν λίγο μετά τη γέννηση τους. Στις περιπτώσεις αυτές έκαναν τάμα, πως θα βαφτίσει το παιδί ο πρώτος άνθρωπος, που θα συναντούσαν μετά τη γέννηση του παιδιού. Ο τυχαίος αυτός σύντεκνος ήταν απαλλαγμένος από όλα τα έξοδα της βάφτισης, έδιδε δε συνήθως κατά παράκληση της οικογένειας στο φιλιότσο (αναδεκτό) το όνομα Στυλιανός, ή Στερεός για να στεργιώσει.

Ο συνηθισμένος σύντεκνος έπρεπε κατά τη βάφτιση να φέρει τα φιλιοτσίστικα ρουχαλάκια του μωρού και μαζί μ αυτά το μυρόπανο, το λιβάνι, τα κεριά της κολυμπήθρας και προ πάντων το λάδι - που καθιστούσε τους σύντεκνους μερωτικούς. Κοντά σ αυτά έφερε τέλος και το κρέμασμα, που ήταν αρχικά μια άσπρη μπολίδα (μεγάλο μαντήλι), που έδεναν σταυρωτά κόμπο στις δυο διαγώνιες άκρες της και που την περνούσαν πάνω από το σβέρκο του ααντόλου και κρεμούσαν μέσα το νεοφώτιστο μετά την κατάδυση του στην κολυμπήθρα και μετά το ντύσιμο του με τα φίλιοτσίστπκα ρουχαλάκια. Στα βάφτισα ο πατέρας του παιδιού έπρεπε να φροντίσει για όλα εκείνα που χρειάζονταν για ένα γερό ολοήμερο φαγοπότι, με το σύντεκνο, την παρέα του και με τους συγγενείς και φίλους της οικογένειας δηλ. κρέατα, τυροκομικά, σίτινο φτάζυμο ψωμιά και μπόλικα πιοτά σε ρακή και κρασί.

Παράλληλα έπρεπε να εξασφαλίσει έγκαιρα και τσι παιγνιδιατόρους του γλεντιού λυράρη, νταουλτζή και πασαδόρο, που θα παίζανε τσι χορούς και τα τραγούδια του ξεφαντώματος αυτού.

Στα παλιά χρόνια πάνω στις οκτώ μέρες κατά τη βάφτιση, ξανάρχονταν ο σύντεκνος με την παρέα του και συγκεντρώνονταν πάλι οι συγγενείς και φίλοι της οικογένειας, οπότε ο παπάς μαζί με το σύντεκνο ελυούσαν τα σταυρώματα δηλ. το κόμπο που ήταν δεμένος στις άκρες του κρεμάσματος του παιδιού. Και με την αφορμή αυτή ο πατέρας του παιδιού αντιμετώπιζε άλλα ζυμωτά, άλλα σφάγια και τυροκομικά, άλλα ρακόκρασα κι άλλα κλαπατσίμπαλα (μουσικά όργανα) για το καινούριο γλέντι και τα χορευτακίσματα. Η μερωτική συντεκνιά αποτελούσε ισχυρότατο φιλικό δεσμό, ο οποίος μάλιστα επεκτείνονταν και στους πλησιέστερους συγγενείς του συντέκνου, απ όπου πηγάζει το άλλο λαϊκό ευτράπελο «του συντέκνου μας ο σκύλος σύντεκνος είν και κείνος». Ο δεσμός της συντεκνιάς θεωρούνταν ιερός και γι αυτό τον χρησιμοποιούσαν σε ορισμένες περιπτώσεις για να κατασιγάσουν μεγάλες έχθρες και διαμάχες μεταξύ αλληλομισούμενων οικογενειών.

Αν καμμιά φορά ψυχραίνονταν πολύ οι σχέσεις μεταξύ των συντέκνων, ο πατέρας του παιδιού απειλούσε ότι θα γυρίσει το λάδι (της βάφτισης) στο σύντεκνο, για να απαλλαγεί από το δεσμό της συντεκνιάς.

Όταν το φιλιότσο (αναδεκτό) ήταν θηλυκό, επικρατούσε η συνήθεια, να αναλαμβάνει ο σάντολος να το στεφανώσει κατά το γάμο του άμα μεγαλώσει. Τη συνήθεια αυτή επιβεβαιώνει το απόφθεγμα «αφού βάλε το έλαιος να βάλει και το κλήμα». Αυτό σημαίνει ότι αυτός που έβαλε «το έλαιος» δηλ. το λάδι της βάφτισης πρέπει να βάλει και «το κλήμα» δηλ. το στεφάνι του γάμου, γιατί στα παλιά χρόνια τα στεφάνια του γάμου γίνονταν από το κλήμα του αμπελιού ή από ένα άλλο αναρριχόμενο άγριο κλήμα, το αγιόκλημα.

επιμέλεια – φωτογραφικό αρχείο Αντώνης Γενναράκης

 

ESPA BANNER