Μαρία Σηφάκη,
Δερματολόγος
Η ατοπική δερματίτιδα, είναι μια χρόνια κνησμώδης δερματοπάθεια που ξεκινάει από την παιδική ηλικία και χαρακτηρίζεται από έντονο κνησμό. Ο κνησμός προκαλεί το ξύσιμο, οπότε λόγω της τριβής το δέρμα γίνεται πιο παχύ (λειχηνοποίηση).
Πιο συγκεκριμένα, διακρίνεται σε βρεφικό έκζεμα, παιδικό έκζεμα και σε ατοπική δερματίτιδα των ενηλίκων. Προσβάλει το πρόσωπο και κυρίως τις παρειές, τα χέρια και τις επιφάνεις μέσα από τους αγκώνες, πίσω από τα γόνατα αλλά και όλο τον κορμό. Οι βλάβες θυμίζουν οξεία δερματίτιδα με ερυθρότητα και φυσαλίδες. Λόγω του έντονου κνησμού μπορεί να μολυνθούν με μικρόβια. Σε πιο παλιές βλάβες υπάρχει η λειχηνοποίηση, δηλαδή δέρμα σκληρό και ξερό με ρωγμές και λέπια.
Σε μεγάλο ποσοστό είναι κληρονομική και μπορεί να μεταδοθεί από τους γονείς στα παιδιά. Τα επίπεδα της ανοσοσφαιρίνης IgE είναι ανεβασμένα στον ορό σε ποσοστό 85-90%. Η διάγνωση στηρίζεται στην κλινική εικόνα. Διάφορες τροφές (αυγά, γάλα, φυστίκια, σόγια, ψάρια και δημητριακά), σκόνη και μικρόβια μπορούν να προκαλέσουν έξαρση της ατοπικής δερματίτιδας.
Η ατοπική δερματίτιδα συχνά συνδυάζεται με ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό άσθματος, αλλεργικής ρινίτιδας ή ατοπικής δερματίτιδας. Από τα βρέφη με ατοπική δερματίτιδα το 35% αργότερα αναπτύσσει άσθμα. Στο 40% παρατηρείται αυτόματη και πλήρης ύφεση κατά την παιδική ηλικία με λίγες υποτροπές στην εφηβεία. Σε πολλούς ασθενείς η νόσος παραμένει για 15-20 χρόνια. Προσοχή χρειάζεται σε λοιμώξεις από S.aureus (χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο) και από τον ιό του απλού έρπητα.
Για την αντιμετώπιση είναι εξαιρετικά σημαντική η εκπαίδευση του ασθενούς ώστε να αποφεύγει την τριβή και τον ξεσμό. Για τη θεραπεία της ατοπικής δερματίτιδας χρησιμοποιούνται αντιϊσταμινικά φάρμακα, κορτικοστεροειδή σε τοπική χρήση ή από το στόμα, τοπικοί ανοσοτροποποιητές ενώ πολύ σημαντικό ρόλο για το δέρμα αυτών των παιδιών έχει η καθημερινή φροντίδα με καθαριότητα και ενυδάτωση.
Τέλος πρέπει να τονίσω ότι κάθε παιδί ή ενήλικας μπορεί να έχει τη «νόσο» σε διαφορετικό βαθμό έκτασης και σοβαρότητας. Για το λόγο αυτό θα πρέπει πάντα να συμβουλεύεται το θεράποντα δερματολόγο του για να πάρει τις κατάλληλες οδηγίες, που είναι ειδικές για κάθε περιστατικό χωριστά.