"Την Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014, στο τέλος της μεγάλης αντιφασιστικής πορείας για την συμπλήρωση ενός χρόνου από την δολοφονία του Παύλου Φύσσα, στο Κερατσίνι, η αστυνομία ενεργώντας με ιδιαίτερη βιαιότητα προχώρησε σε δεκάδες προσαγωγές διαδηλωτών. Οι διαδηλωτές μεταφέρθηκαν στην Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής (ΓΑΔΑ) και κρατήθηκαν εκεί για αρκετές ώρες, μέχρι κάποιες από τις προσαγωγές να μετατραπούν σε συλλήψεις. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα βουλευτές, ευρωβουλευτής και ένα μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, επισκέφτηκαν την ΓΑΔΑ διότι υπήρχαν καταγγελίες για παραβίαση των δικαιωμάτων των προσαγομένων. Εκεί, ενώ ο υπεύθυνος Αστυνομικός Διευθυντής τους διαβεβαίωνε ότι οι προσαγόμενοι μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματα που ο νόμος προβλέπει όπως αυτό της επικοινωνίας αλλά και της πρόσβασης σε δικηγόρο, διαπιστώθηκε ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Τα κινητά τηλέφωνα των προσαχθέντων είχαν κρατηθεί, ενώ δεν υπάρχει τέτοια διαδικασία που να προβλέπεται από το νόμο, και δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα τηλεφωνικής επικοινωνίας με τους οικείους τους για να κάνουν γνωστό ότι βρίσκονταν κρατούμενοι στη ΓΑΔΑ, αλλά ούτε και με δικηγόρο, με το πρόσχημα ότι δεν ήταν ακόμη βέβαιο εάν θα κατηγορηθούν. Επιπλέον δεν επιτρεπόταν σε δικηγόρους που βρίσκονταν στην είσοδο της ΓΑΔΑ, να μπουν μέσα για να έρθουν σε επαφή με τους κρατούμενους διαδηλωτές, ακόμη και αν αναζητούσαν συγκεκριμένους προσαχθέντες. Επίσης δεν επιτρεπόταν να επισκεφθούν τα παιδιά τους ούτε οι γονείς, οι οποίοι ανησυχούσαν για την υγεία τους. Τελικά μετά από έντονες διαμαρτυρίες ο υπεύθυνος Αστυνομικός Διευθυντής δεσμεύτηκε στους ευρωβουλευτή/βουλευτές ότι θα επιτραπεί στους δικηγόρους και στους γονείς να έρθουν σε επαφή με τους προσαχθέντες, όμως η εντολή που δόθηκε ήταν να περνά μόνο ένας/μία και όταν αποχωρήσει, τότε να επιτρέπεται η είσοδος στον/ην επόμενο/η. Οι συνήγοροι εύλογα δεν το δέχτηκαν και αποχώρησαν διαμαρτυρόμενοι, αφού αυτό θα οδηγούσε σε πολύωρη διαδικασία και ουσιαστικά αποτελούσε παραβίαση του δικαιώματος των κρατουμένων στην πρόσβασή τους σε δικηγόρο.
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του Συντάγματος, η προσωπική ελευθερία κάθε ανθρώπου κατοχυρώνεται ως “απαραβίαστη”: “Κανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με οποιονδήποτε τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ο νόμος ορίζει”.
Επειδή, στο άρθρο 5 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνεται το δικαίωμα κάθε ανθρώπου στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται και το δικαίωμα κάθε προσώπου να πληροφορείται τους λόγους της σύλληψης όπως και κάθε εναντίον του κατηγορίας και να παραπέμπεται ενώπιον δικαστή ή αρμόδιου δικαστικού λειτουργού.
Επειδή, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Ελληνικής Αστυνομίας 4803/22/44, ο οποίος πρέπει να εφαρμόζεται είτε πρόκειται για σύλληψη είτε για προσαγωγή “η επικοινωνία των προσώπων που κρατούνται στις αστυνομικές υπηρεσίες με συγγενείς ή άλλα πρόσωπα της επιλογής τους περιλαμβάνει τόσο την τηλεφωνική όσο και την προσωπική επικοινωνία. Η αστυνομία οφείλει να διευκολύνει την τηλεφωνική επικοινωνία του κρατουμένου προκειμένου να ενημερώσει, εφόσον το επιθυμεί, τους οικείους του για τον τόπο και την αιτία της κράτησής του. Επίσης, υποχρεούται να επιτρέπει την επίσκεψη του κρατούμενου με βάση πρόγραμμα που καθορίζει το ωράριο, το χώρο και τα πρόσωπα που επιτρέπεται να τον επισκεφτούν (άρθρο 67 παρ 4 περ, ιβ Π.Δ. 144/1991).”
Επειδή, πρόσφατα κυρώθηκε από την χώρα μας η Διεθνής Σύμβαση για την προστασία όλων των προσώπων από αναγκαστική εξαφάνιση με το νόμο 4268, όπου στο άρθρο 17 παρ. 1 ορίζει ότι “Κανείς δεν υπόκειται σε μυστική κράτηση”, επιπλέον στη παρ.2 εδάφιο δ του ίδιου άρθρου ορίζει ότι κάθε Κράτος Μέλος στη νομοθεσία του “εγγυάται ότι οποιοδήποτε πρόσωπο στερείται της ελευθερίας του επιτρέπεται να επικοινωνεί με την οικογένεια του, το συνήγορο του ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο της επιλογής του και δέχεται επισκέψεις από αυτούς, υπό τους όρους, και μόνο που καθορίζονται από το νόμο (...)”
Επειδή, το δικαίωμα στην επικοινωνία των προσώπων που κρατούνται στις αστυνομικές υπηρεσίες ως κατηγορούμενοι για διάπραξη αδικήματος, με δικηγόρο κατοχυρώνεται απόλυτα από τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 96).
Επειδή, ο Συνήγορος του Πολίτη έχει ήδη από το 2004 σε έκθεση του με θέμα “Πειθαρχική- Διοικητική Διερεύνηση καταγγελιών σε βάρος αστυνομικών υπαλλήλων” διαπιστώσει μεταξύ άλλων ότι “Από την έναρξη ήδη της λειτουργίας του, το έτος 1998, δεν έχουν πάψει να περιέρχονται στον Συνήγορο του Πολίτη αναφορές και καταγγελίες πολιτών που καταλογίζουν σε αστυνομικούς υπαλλήλους παράνομη προσφυγή στο μέσο του καταναγκασμού είτε κατ' ευθεία παράβαση του νόμου είτε, συνηθέστερα, λόγω κακής χρήσης της διακριτικής τους ευχέρειας να κρίνουν το ενδεδειγμένο τέτοιου μέσου (...) ενώ δεν λείπουν και οι καταγγελίες για ιδιαίτερα βάναυσες ή προσβλητικές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας συμπεριφορές αστυνομικών οργάνων (...) Συχνά, τέλος οι αναφορές εγείρουν ζητήματα νομιμότητας των αστυνομικών ενεργειών σε θέματα που αφορούν τη διασφάλιση νομίμων δικαιωμάτων των πολιτών (δικαίωμα επικοινωνίας κατά την παραμονή τους στα αστυνομικά τμήματα, προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τη συλλογή τους ή την επεξεργασία τους).” Επιπλέον στα πλαίσια της διερεύνησης αναφοράς πολίτισσας για κακομεταχείριση της από αστυνομικούς στη ΓΑΔΑ, ο Συνήγορος του Πολίτη σε σχετικό πόρισμά του (Μάιος 2013) εκφράζει την αμφισβήτησή του σχετικά με το νομικό έρεισμα που υπάρχει για την αφαίρεση του κινητού τηλεφώνου της αναφερόμενης, αφού αυτή δεν είχε συλληφθεί αλλά προσαχθεί. Τίθεται το ερώτημα “ Πώς διασφαλίστηκε το απόρρητο της επικοινωνίας και τα προσωπικά δεδομένα της αναφερόμενης, δοθέντος ότι δεν επετράπη σε αυτή να αφαιρέσει την κάρτα sim ή την μπαταρία του κινητού τηλεφώνου, πράγμα που η ίδια ζήτησε;”.
Επειδή, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Ελληνικής Αστυνομίας 4803/22/44 “Επίσης, η ελεύθερη πρόσβαση του δικηγόρου και η νομική συνδρομή του στον κρατούμενο διασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση είτε κρατείται στα πλαίσια ποινικών είτε διοικητικών διαδικασιών, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α.”.
Επειδή, έχει κατατεθεί σχετική ερώτηση (αρθμό πρωτ. 446/ 1/8/2013) για παράνομες ενέργειες των αρχών κατά τη διάρκεια προσαγωγών, όμως συνεχίζονται τα σχετικά περιστατικά.
Επειδή, οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων των κρατουμένων στη ΓΑΔΑ διαπιστώθηκαν από βουλευτές, ευρωβουλευτή και μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ που βρέθηκαν εκεί.
Ερωτώνται οι κ.κ. Υπουργοί
Τι μέτρα σκοπεύουν να πάρουν ώστε να εφαρμόζεται απαρέγκλιτα η ελληνική νομοθεσία, ο Κανονισμός της Ελληνικής Αστυνομίας 4803/22/44, ο Κώδικάς Ποινικής Δικονομίας και οι σχετικές διατάξεις στο διεθνές και ενωσιακό δίκαιο, σε όλα τα πρόσωπα που βρίσκονται υπό αστυνομική κράτηση, ώστε να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματά τους;
Πώς διασφαλίζεται η επικοινωνία των προσαχθέντων-κρατουμένων σε χώρους της αστυνομίας καθώς και το απόρρητο της επικοινωνίας και η προστασία των προσωπικών δεδομένων τους από τη στιγμή που τους αφαιρούνται τα κινητά τηλέφωνα; Επιπλέον συντάσσονται εκθέσεις για την αφαίρεση προσωπικών αντικειμένων, όπως τα κινητά τηλέφωνα, κατά το στάδιο κράτησης ή σύλληψης προσώπων από την ΕΛ.ΑΣ, όπως επιβάλει ο ΚΠΔ;
Οι ερωτώντες-ούσες βουλευτές-τριες
Αφροδίτη Σταμπουλή
Βασιλική Κατριβάνου
Παναγιώτης Λαφαζάνης
Τάσος Κουράκης
Δημήτρης Τσουκαλάς
Μάνια Παπαδημητρίου
Τζένη Βαμβακά
Κατερίνα Ιγγλέζη
Φωτεινή Κούβελα
Χρήστος Καραγιαννίδης
Κώστας Μπάρκας
Κώστας Ζαχαριάς
Όλγα Γεροβασίλη
Θοδωρής Δρίτσας
Μαρία Διακάκη
Χαρά Καφαντάρη
Άννα Χατζησοφιά
Ιωάννα Γαϊτάνη
Αντρέας Ξανθός
Αϊχάν Καρά Γιουσούφ
Δημήτρης Στρατούλης
Δέσποινα Χαραλαμπίδου
Ευγενία Ουζουνίδου
Θανάσης Πετράκος
Μαρία Μπόλαρη
Ηρώ Διώτη
Ιωάννης Μιχελογιαννάκης
Λίτσα Αμμανατίδου-Πασχαλίδου
Γιάννης Σταθάς
Ελένη Αυλωνίτου
Νίκος Μιχαλάκης
Δημήτρης Γελαλής
Γιώργος Πάντζας
Αποστόλης Αλεξόπουλος
Μαρία Κανελλοπούλου
Μιχάλης Κριτσωτάκης
Κώστας Δερμιτζάκης
Γιάννης Ζερδελής
Βαγγέλης Διαμαντόπουλος
Αλέξανδρος Μεϊκόπουλος
Νάσος Αθανασίου