Ηταν το 1996 όταν για πρώτη φορά στη μεταπολεμική περίοδο, οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις στη χώρα μας. Η διαφορά ήταν 22 άτομα. Σε δύο χρόνια, οι γεννήσεις υπολείπονταν των θανάτων κατά 1.774 άτομα. Το 2012, η διαφορά έφτασε τις 16.300.
Σε μια χώρα που είχε ήδη πάρει την κατιούσα δημογραφικά, η οικονομική κρίση επέφερε νέο, γερό χτύπημα: α) η ανεργία στις αναπαραγωγικές ηλικίες φτάνει στο 44,4% (25-29 ετών) και στο 30,3% (30-44 ετών), β) η ανασφάλιστη εργασία εκρήγνυται ― για ένα ανασφάλιστο ζευγάρι, η εργαστηριακή-κλινική παρακολούθηση του τοκετού κοστίζει 600 ευρώ, ο φυσιολογικός τοκετός 700, η καισαρική 1.200 ευρώ. Με τα νέα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα, όλο και περισσότερα ζευγάρια αδυνατούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά –και ψυχολογικά– στο «κόστος» της απόκτησης ενός παιδιού. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των Γιατρών του Κόσμου, λόγω της κρίσης, τέσσερις στις 10 γυναίκες θα κάνουν ένα λιγότερο παιδί από ό,τι υπολόγιζαν ή δεν θα γεννήσουν καθόλου.
Το 2012, ο δείκτης γεννητικότητας στην Ελλάδα κατρακύλησε στις εννέα γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους, με τον αντίστοιχο αριθμό το 1980 να είναι 15,36. Η δραματική υποχώρηση του δείκτη είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του ‘90, ωστόσο η εισροή ξένων μεταναστών αναχαίτισε την τάση. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2012 καταγράφηκαν 84.851 γεννήσεις από Ελληνίδες (84,54%) και 15.520 από μετανάστριες (15,46%). Τα αντίστοιχα στοιχεία για το 2011 ήταν 87.426 (82,14%) από Ελληνίδες και 19.002 (17,85%) από αλλοδαπές. Σημειώνεται πως τα τελευταία χρόνια, ο γενικός δείκτης γονιμότητας των αλλοδαπών γυναικών στην Ελλάδα είναι σταθερά υψηλότερος από των Ελληνίδων.
Πάντως, παρά την «ενίσχυση» από τις μετανάστριες, η Ελλάδα παραμένει στις χαμηλότερες θέσεις της Ευρώπης σε ό,τι αφορά τις γεννήσεις. Σε χειρότερη μοίρα μόνο η Πορτογαλία και η Γερμανία με 8,5 και 8,4 αντίστοιχα γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους. Στις πρώτες θέσεις βρίσκουμε την Ιρλανδία (15,7), την Αγγλία (12,8), τη Γαλλία (12,6) και τη Σουηδία (11,9).
Αυτή τη στιγμή, και με δεδομένο ότι ο απαραίτητος αριθμός παιδιών ανά οικογένεια για την αντικατάσταση του πληθυσμού είναι τα 2,1, ο δείκτης γονιμότητας στην Ελλάδα βρίσκεται στο 1,39, ελαφρώς αυξημένος από το 1,30 τού 1990, οπότε και άρχισαν οι μεταναστευτικές ροές. Εκτιμάται ότι ο δείκτης γονιμότητας για τις «αμιγώς» Ελληνίδες υπηκόους μπορεί να κυμαίνεται και κάτω από το 1.
«Από την αρχή του αιώνα, ο ρυθμός γεννητικότητας στην Ελλάδα αυξανόταν, όμως ο συνδυασμός της αλλαγής του ρόλου της γυναίκας με έμφαση στην εκπαίδευση για άνδρες και γυναίκες, σημαίνει ότι ο μέσος όρος της ηλικίας στην οποία οι γυναίκες κάνουν το πρώτο παιδί αυξάνεται, και αυτό σημαίνει αναβολή της τεκνοποίησης», επισημαίνει στην «Κ» η δρ Αθηνά Βλαχαντώνη, senior lecturer στον τομέα της Γεροντολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον της Αγγλίας. Η κρίση δεν «γέννησε», επέτεινε το πρόβλημα. «Σύμφωνα με ερευνητικές μελέτες, η οικονομική κρίση βάζει "φρένο" στην απόφαση τεκνοποιίας, ιδίως στους νέους που είναι περισσότερο ευάλωτοι στην ανεργία. Η έλλειψη χρημάτων και η απουσία δομών στήριξης επηρεάζουν αρνητικά τα νέα ζευγάρια».
Η ανεργία, τα χαμηλά εισοδήματα, η περικοπή των επιδομάτων και των κοινωνικών υπηρεσιών (έλλειψη βρεφονηπιακών σταθμών κ.λπ.) αποτρέπουν όλο και περισσότερα ζευγάρια να κάνουν παιδί. (Μόνο το κόστος του ιδιωτικού εμβολιασμού για ένα παιδί ξεπερνά τα 1.500 ευρώ). Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, κάθε χρόνο, πραγματοποιούνται στην Ελλάδα περισσότερες από 250.000 αμβλώσεις. Επιπλέον, παρά το υψηλό ποσοστό υπογονιμότητας (10% του αναπαραγωγικού πληθυσμού), τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μείωση 15% στους κύκλους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Τον δικό της ρόλο διαδραματίζει και η ραγδαία αύξηση των παλίνδρομων κυήσεων (αυτόματες αποβολές). Σύγκριση των στοιχείων του Σεπτεμβρίου 2009-Φεβρουαρίου 2010 και Σεπτεμβρίου 2011-Φεβρουαρίου 2012 στη Β΄ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική του Αρεταίειου Νοσοκομείου έδειξε διπλασιασμό των παλίνδρομων κυήσεων (από 2% σε 4%).
Δεν είναι μόνο ότι η παραπάνω τάση εάν δεν ανακοπεί θα οδηγήσει μοιραία σε μείωση του πληθυσμού. Από τις δυσμενέστερες επιπτώσεις του φαινομένου, δεδομένης της αύξησης του προσδόκιμου επιβίωσης, είναι η ραγδαία δημογραφική γήρανση, η οποία επιτείνεται από την επιστροφή πολλών οικονομικών μεταναστών, οι οποίοι παραδοσιακά σχημάτιζαν πολυμελείς οικογένειες, στην πατρίδα τους. Το νέο δημογραφικό προφίλ με τη σειρά του ασκεί τεράστιες πιέσεις στις υπηρεσίες υγείας και βέβαια στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων.
Οπως δείχνουν τα στοιχεία στην Ελλάδα, αλλά και στην Ισπανία, όπου ο δείκτης γονιμότητας από 1,46 που είχε καταγραφεί το 2008 υποχώρησε στο 1,36 το 2011, η κρίση επηρεάζει άμεσα τη δημιουργία οικογένειας. Ωστόσο, το φαινόμενο είναι πολυπαραγοντικό, καθώς εμφανίζεται και σε εύρωστες κοινωνίες. Η υπογεννητικότητα στην κραταιά Γερμανία, όπου ο δείκτης γονιμότητας έχει «κολλήσει» εδώ και πολλά χρόνια στο 1,4 παιδιά ανά γυναίκα, αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα που επηρεάζει έμμεσα σειρά πολιτικών αποφάσεων, όπως η μεταναστευτική πολιτική.
Σύμφωνα με πολλές έρευνες, η ρίζα του προβλήματος είναι ότι η δημιουργία οικογένειας βρίσκεται χαμηλά στο αξιακό σύστημα των Γερμανών, σε αντίθεση με τους γείτονές τους, τους Γάλλους, για τους οποίους η πολυμελής οικογένεια αποτελεί κοινωνικό πρότυπο. Η καριέρα, τα χόμπι, οι κοινωνικές επαφές προηγούνται για τους πειθαρχημένους Γερμανούς. Δεν είναι, άλλωστε, σύμπτωση ότι στο Αμβούργο, κατ’ εξοχήν πόλη των «γιάπηδων», το ποσοστό τεκνοποίησης είναι εξαιρετικά χαμηλό: μόλις δύο στις τρεις γυναίκες γίνονται μητέρες. Πιο «θερμές» στην ιδέα της τεκνοποίησης οι (πρώην) Ανατολικογερμανίδες, οι οποίες εν μέρει μεγάλωσαν με τα κατάλοιπα του τρόπου ζωής της DDR. Στην ηλικιακή ομάδα των γυναικών 44 έως 49 ετών, μόλις 15% των γυναικών δεν έχουν παιδί.
πηγή:Καθημερινή