Περίπου πέντε εκατομμύρια γίδια και δέκα εκατομμύρια πρόβατα εκτρέφονται στην Ελλάδα, δίνοντας στη χώρα μας την πρώτη και τέταρτη θέση αντίστοιχα στους δύο αυτούς τομείς, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).
Τα παραπάνω αναφέρει, σε εργασία του, ο αναπληρωτής καθηγητής στο ΑΠΘ Γιώργος Αρσένος, επισημαίνοντας ότι η κτηνοτροφία στην Ελλάδα -και ιδιαίτερα η εκτροφή προβάτων και γιδιών- ως κλάδος της πρωτογενούς παραγωγής κατέχει εξέχουσα σημασία, λόγω της μακροχρόνιας παράδοσής της και της σημαντικής συνεισφοράς στην εθνική οικονομία.
Ο κ. Αρσένος αναφέρεται και στην υποστηρικτική λειτουργία της αγροτικής παραγωγής σε ό,τι αφορά τις ζωοτροφές, επισημαίνοντας ότι κάτι τέτοιο είναι σημαντικό αφού περίπου 2,5 δισ. ευρώ δαπανώνται ετησίως για τις εισαγωγές κτηνοτροφικών προϊόντων.
Η μεγάλη οικονομική σημασία της αιγοπροβατοτροφίας, σύμφωνα με τον ίδιο, έγκειται στην παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, με υψηλό βαθμό εξαγωγικής δραστηριότητας (φέτα, γιαούρτι).
Εντούτοις, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία (ΥΠΑΑΤ 2010), οι συνολικές εισαγωγές πρόβειου γάλακτος από χώρες της ΕΕ ανήλθαν για το έτος 2008 σε 5,6 χιλιάδες ισοδύναμους τόνους γάλακτος, για το 2009 σε 12 χιλιάδες ισοδύναμους τόνους γάλακτος και το 2010 σε 12,9 χιλιάδες ισοδύναμους τόνους γάλακτος. Για το γίδινο, αντίστοιχα, ήταν 55,7 τόνους, 476 τόνους και 539 τόνους.
Με δεδομένο ότι το 2010 στην Ελλάδα παράχθηκαν 551.676 τόνοι πρόβειου γάλακτος και 152.096 τόνοι γίδινου γάλατος φαίνεται, όπως λέει ο κ. Αρσένος, ότι οι εισαγωγές για τη χρονιά αυτή αντιπροσώπευαν το 2,3% και 0,35% για το πρόβειο και γίδινο γάλα, αντίστοιχα.
Με βάση τα στοιχεία του ΕΛΟΓΑΚ, το έτος 2012 παραδόθηκαν στη Γαλακτοβιομηχανία 495.480 τόνοι πρόβειου και 114.391 τόνοι γίδινου γάλακτος, γεγονός που υποδηλώνει ότι σε σχέση με το 2010 η εθνική παραγωγή μειώθηκε κατά 10,2% για το πρόβειο και 24,7% για το γίδινο γάλα, αντίστοιχα.
Τα δεδομένα αυτά, αναφέρει ο κ. Αρσένος, θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο προβληματισμού, αφού από το γάλα αυτό παράγονται παραδοσιακά προϊόντα (Προϊόντα Ονομασίας Προελεύσεως, ΠΟΠ), που κατέχουν αξιόλογη θέση στις αγορές του εσωτερικού και του εξωτερικού.
Η εκτροφή των προβάτων και των γιδιών, σύμφωνα με τον ίδιο, άλλαξε πολύ τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ο αριθμός των εισαγόμενων ζώων από ξενικές φυλές, ιδιαίτερα προβάτων, αυξήθηκε, ο αριθμός των εκτροφών μειώθηκε με ταυτόχρονη αύξηση του μεγέθους τους, αλλά και της παραγωγικότητας των εκτρεφόμενων ζώων, χάρη κυρίως στις προόδους της γενετικής βελτίωσης και της διατροφής.
Εντούτοις, προσθέτει ο κ. Αρσένος, η απόδοση της ελληνικής αιγοπροβατοτροφίας υπολείπεται ακόμα σημαντικά εκείνης των προηγμένων ζωοτεχνικά χωρών. "Οι αιτίες είναι πολλές, ουσιαστικά όμως, όλες μπορούν να εντοπιστούν στη δυσκολία ταχείας προσαρμογής των υφιστάμενων εκτροφών στα συνεχώς μεταβαλλόμενα δεδομένα και στην ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών που επηρεάζουν την οικονομική βιωσιμότητα και την απόδοση των εκτροφών. Οι τομείς όπου υπάρχει σημαντική υστέρηση σχετίζονται με την υγεία και την παραγωγικότητα του εγχώριου ζωικού κεφαλαίου (τα πρόσφατα κρούσματα ευλογιά και καταρροϊκού πυρετού είναι ενδεικτικά), τη διατροφή και την έλλειψη τεχνογνωσίας και επαγγελματισμού από την πλειοψηφία των κτηνοτρόφων" εξηγεί ο αναπληρωτής καθηγητής του ΑΠΘ στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η πλειοψηφία των εκτροφών διαθέτει είτε υποτυπώδεις σταβλικές εγκαταστάσεις χωρίς μηχανολογικό εξοπλισμό (πχ. για μηχανικό άρμεγμα) είτε βαριές κατασκευές και συνεπώς δαπανηρά κτίρια τα οποία, με δεδομένο το ήπιο κλίμα της χώρας μας είναι μη λειτουργικά και αντιοικονομικά, σημειώνει ο κ. Αρσένος, επισημαίνοντας πως οι αγελάδες βρίσκονται σε καλύτερη θέση σε σχέση με τα πρόβατα και τα γίδια από πλευράς υποδομών και τεχνογνωσίας.
Οι εκτρεφόμενες αγελάδες, ωστόσο, επισημαίνει ο κ. Αρσένος, παράγουν μόλις το 40% των εγχώριων αναγκών σε γάλα, ενώ το παραγόμενο κρέας από το σύνολο των εκτρεφόμενων βοοειδών (συμπεριλαμβανομένων των ζώων που εισάγονται για πάχυνση), καλύπτει το 25% των αναγκών. Η πλειοψηφία των εκτροφών αγελάδων στη χώρας μας είναι εκσυγχρονισμένες και λειτουργούν σε επιχειρηματική βάση.
"Πάντως, αν λάβουμε υπόψη ότι οι ετήσιες ανάγκες της Ελλάδας σε αγελαδινό γάλα είναι περίπου 1.350.000 τόνοι, τότε το έλλειμμα της παραγωγής είναι 720.000 τόνοι! Διερευνώντας περισσότερο τα διαθέσιμα στοιχεία, θα διαπιστώσουμε ότι ο αριθμός των παραγωγών μειώθηκε δραματικά την τελευταία 10ετία, καθώς επίσης και ο αριθμός των αγελάδων (σήμερα υπολογίζουμε ότι δεν ξεπερνούν τις 90.000 οι αρμεγόμενες αγελάδες)" υπογραμμίζει ο κ. Αρσένος.
Το θέμα επομένως, καταλήγει, δεν είναι ότι "οι αγελάδες στην Ελλάδα δεν παράγουν πολύ γάλα...", αλλά ότι είναι πλέον πολύ λίγες οι εκτρεφόμενες αγελάδες και ο κλάδος της αγελαδοτροφίας κινδυνεύει να χάσει την κρίσιμη μάζα ζωικού κεφαλαίου που χρειάζεται για να είναι βιώσιμος.
Δεν φταίνε οι αγελάδες ούτε οι προβατίνες και οι γίδες, τονίζει ο κ. Αρσένος και καταλήγει: "Η ελληνική κτηνοτροφία έχει ανάγκη από βαθιές αλλαγές στη διάρθρωση και τη δομή της, διαφορετικά είναι αδύνατο να επιβιώσει, να συγκρατήσει και πολύ περισσότερο να προσελκύσει νέους και ικανούς ανθρώπους και να καλύψει στο μέλλον τις ανάγκες της χώρας σε προϊόντα υψηλής ποιότητας. Η κτηνοτροφική παραγωγή θα πρέπει να αλλάξει προσανατολισμό. Η αύξηση της παραγωγής, η τυποποίηση και πιστοποίηση ανταγωνιστικών ελληνικών κτηνοτροφικών προϊόντων μπορεί να αποτελέσει προϋπόθεση για βιώσιμη ανάπτυξη και αντίμετρο στην κρίση".