Δεν ήταν λίγες οι στιγμές, όπως και σήμερα άλλωστε, που ο Ελληνισμός στη μακραίωνη πορεία του επιζητούσε ένα θαύμα για να σωθεί. Θαύμα, παρά τους κακούς οιωνούς, υπήρξε η ίδια η Επανάσταση του 1821 που οδήγησε στην ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. «Θαύμα της φύσης» αποκάλεσε και τον καθημερινό Ελληνα πριν από μερικές δεκαετίες ο γνωστός συγγραφέας Γιώργος Αλεξάνδρου. Φαίνεται πως τα θαύματα, σωτηρίας ή δόξας, ήταν συνυφασμένα με τις περιπέτειες που έζησε ο τόπος μας. Ενα από αυτά έγινε και τίτλος ταινίας με θέμα την ηρωική εκστρατεία του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία.
Κανένας δεν γνώριζε στο ΥΠΕΞ μέχρι πριν από μερικά χρόνια ότι ανάμεσα σε αταξινόμητους φακέλους κρυβόταν ένας πραγματικός θησαυρός, κλεισμένος σε μεταλλικό, σκουριασμένο από τον χρόνο, κιβώτιο. Επρόκειτο για την κόπια της ταινίας «Το ελληνικόν πατριωτικόν θαύμα», ένα μυθιστοριοποιημένο ντοκυμαντέρ των αδελφών Γαζιάδη, δύο χιλιάδων μέτρων, με ρώσους πρωταγωνιστές που γυρίστηκε το 1921 για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης.
Η πρωτοβουλία ανήκε στον Ελευθέριο Βενιζέλο ο οποίος ανέθεσε το εγχείρημα στο υπουργείο των Εξωτερικών, όπως προκύπτει από ειδικό φάκελο του έτους 1923 όπου φυλάσσεται το σύνολο της αλληλογραφίας με την «Νταγκ Φιλμ» την εταιρεία παραγωγής επικαίρων των Δημήτρη και Μιχάλη Γαζιάδη, γιων του γνωστού φωτογράφου των Αθηνών Αναστάσιου Γαζιάδη.
Στόχος της ταινίας ήταν να παρουσιάσει τα επιτεύγματα του Ελληνικού Στρατού από την προέλασή του στη Μικρά Ασία. Είχαν δοθεί μάλιστα ειδικές οδηγίες από το υπουργείο Εξωτερικών, που είχε αναλάβει διά του τότε λειτουργούντος Τμήματος Τύπου την ευθύνη για την ανάθεση και παρακολούθηση όλων των σταδίων του εγχειρήματος, προς τις στρατιωτικές υπηρεσίες του «εν Μετώπω Στρατηγείου υπό την επίβλεψιν του οποίου και τας διαταγάς ο κ. Δ. Γαζιάδης ετίθετο άμα τη αναχωρήσει του ώστε τύχει πάσης υποστηρίξεως, διά την αποπεράτωσιν της αναληφθείσης υπ' αυτού υποχρεώσεως, της κινηματογραφήσεως των επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού» (Συμβόλαιον, συναφθέν υπό Δ. Αραβαντινού, διευθυντού Τμήματος Τύπου ΥΠΕΞ και Δ. Γαζιάδη, 29 Αυγούστου 1921, φακ. 49 υποφάκ. 5, τμήμα 2, έτος 1923).
Για την ταινία, ωστόσο, χρησιμοποιήθηκαν αρκετά μέτρα φιλμογράφησης που είχε προηγηθεί με ποικίλα θέματα από τα τέσσερα φωτογραφικά συνεργεία και το κινηματογραφικό συνεργείο της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας της Στρατιάς της Μικράς Ασίας της οποίας προΐστατο ο λοχαγός Μηχανικού Γεώργιος Βασιλειάδης.
Στο ιδρυτικό του Ειδικού Γραφείου (άνευ ημερομηνίας) της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας που προέβλεπε «πλήρη ελευθερίαν ενεργειών υπό τας αμέσους διαταγάς του Επιτελάρχου Στρατιάς» και υπέγραφε ο υπουργός Στρατιωτικών Νικ. Θεοτόκης προβλέπονταν 12 θέσεις στρατιωτικών (εκ των οποίων 3 αξιωματικοί) και για το μεν φωτογραφικό συνεργείο 27 οπλίτες (οι 25 φωτογράφοι εξ επαγγέλματος), για δε το κινηματογραφικό 28 (στρατεύσιμοι ή ιδιώτες).
Εντυπωσιακός για τα δεδομένα της εποχής ήταν ο ετήσιος προϋπολογισμός που ανήρχετο σε 500.000 δραχμές, όπως και ο εξοπλισμός των 30 φωτογραφικών και 4 κινηματογραφικών συνεργείων που εντέλλονταν να παρακολουθούν κάθε βήμα του Ελληνικού Στρατού, μηδέ εξαιρουμένων των επιχειρήσεων εν ώρα μάχης.
Χονδρικά, και χάριν οικονομίας χώρου, αναφέρεται η παραγγελία 30 φωτογραφικών και 4 κινηματογραφικών μηχανών, όπως και του εξοπλισμού εκτύπωσής τους σε ειδικά εργαστήρια, 20.000 πλάκες φωτογραφικές, 100.000 φύλλα φωτογραφικού χάρτου, 30.000 μέτρα αρνητικής ταινίας και 60.000 μέτρα θετικής, «πλούσια συλλογή ανταλλακτικών δια τα φωτογραφικά συνεργεία», πέντε ημιφορτηγά «δια να διατίθενται εις τους ιδιώτας κινηματογραφιστάς» κ.ά. Προβλεπόταν επίσης η διάθεση γαλλόφωνων γραφέων και γραφομηχανών, καθώς σταθερός στόχος παρέμενε η διανομή του υλικού για τη διαφώτιση της διεθνούς κοινής γνώμης αναφορικά με τα επιτεύγματα του Ελληνικού Στρατού.
Οπως προκύπτει από την ανάγνωση εγγράφων της εποχής, η παραγωγή υπήρξε εντυπωσιακή και οι υπέρογκες δαπάνες απόλυτα δικαιολογημένες, αφού η μεν εταιρεία του Γαζιάδη παρήγαγε πέντε ταινίες, η δε «Αγγλοελληνική Εταιρεία» (οπερατέρ ο γνωστός Ζοζέφ Χεπ) άλλες πέντε με γαλλικούς και αγγλικούς υπότιτλους.
Οι πέντε ταινίες του Γαζιάδη (πολλά μέτρα εκ των οποίων χρησιμοποίησε αργότερα ο ίδιος στην τελευταία μη ολοκληρωμένη ταινία του «Το ελληνικόν θαύμα») τιτλοφορούνταν ως εξής: 1) Αφιξις τραυματιών εις Πειραιά. Ο Βασιλεύς επισκέπτεται τους τραυματίας Νοσοκομείου Αρσακείου. Η Βασιλομήτωρ Ολγα επισκεπτομένη το 5ον Στρατιωτικόν Νοσοκομείον, 2) Το Πάσχα του Στρατιώτου εις τους στρατώνας, 3) Η Α.Μ. ο Βασιλεύς επισκέπτεται τραυματίας, 4) Η Α.Μ. Βασίλισσα και ο Πρίγκιψ Παύλος επισκέπτονται τραυματία Μαρασλείου Νοσοκομείου, και 5) Αι σφαγαί και καταστροφαί του Αϊδινίου.
Της Αγγλοελληνικής Εταιρείας τα γυρίσματα αφορούσαν σε κινήσεις του Ελληνικού Στρατού αρχικά στη Σμύρνη (1921) και στη συνέχεια στο Ουσάκ και στο Τουλού-Μπουνάρ, καθώς και σε διάφορα γεγονότα του μετώπου πριν από τη μεγάλη μάχη της Αντιοχείας (μεγάλο μέρος του υλικού μάλιστα παρεδόθη με εντολή του ΥΠΕΞ στον Γαζιάδη για την περιώνυμη ταινία του). Τέλος, στην ίδια συλλογή ανήκαν δύο ακόμα ταινίες για την ονομαστική εορτή του βασιλέως και το ταξίδι του στη Σμύρνη.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι, καίτοι ο ελληνικός κινηματογράφος έκανε τα πρώτα του βήματα, δεν έλειψε ο ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών.
Στον ίδιο φάκελο περικλείονται αιτήσεις συμμετοχής «περί κινηματογραφήσεως των εν Μικρασία Στρατιωτικών επιχειρήσεων» του οίκου «Athens Films», της πρώτης κινηματογραφικής επιχείρησης που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1912 και είχε έδρα στην οδό Μητροπόλεως. Στην αίτησή του ο Γεώργιος Μαλανδρίνος και ο συνεργάτης του Γεώργιος Λαγούρος ανέφεραν τα εξής: «Φιλοδοξούμεν ως Ελληνες να προσφέρωμεν την Τέχνην μας εις την υπηρεσίαν της Πατρίδος. Το έργον όπερ θα γίνη κτήμα του Κράτους, θέλει απαθανατίση την Ελληνικήν ανδρείαν και ολοζώντανην να την παραδώση εις τον θαυμασμόν του σύμπαντος Εθνους και ολοκλήρου της ανθρωπότητος. Αι επερχόμεναι γενεαί θα έχουν να θαυμάσουν και διδαχθούν, οραματιζόμεναι το μέλλον, ανάλογον προς παρά της γενεάς μας παραδιδόμενον αυταίς παρόν».
Πενταετές συμβόλαιο τέλος για απαθανάτιση των γεγονότων υπεγράφη μεταξύ ελληνικής κυβερνήσεως (ειδική εντολή ΥΠΕΞ, Δ. Καλαποθάκης, διευθυντής Τμήματος Τύπου) και Γ.Η. Κύπρη, αντιπροσώπου των Pathè Frères της Ν. Υόρκης και της Educational Film Corporation of America. Στόχος η διαφώτιση της αμερικανικής κοινής γνώμης.
Από τα παραλειπόμενα της ιστορίας που συνδέονται με την ταινία «Το ελληνικόν πατριωτικόν θαύμα» συγκρατούνται εδώ τα εξής: Η άρνηση του ΥΠΕΞ να καταβάλει ποσά σε υπερτιμολογημένα κοστολόγια που κατέληγαν να υπερδιπλασιάζουν τον αρχικό προϋπολογισμό των 18.350 δραχμών, ανεβάζοντάς τον στο ύψος ρεκόρ για την εποχή, ήτοι 38.408,50 δραχμές «Δεν παραλείπομεν να προσθέσωμεν υμίν» έγραφε σε έγγραφό του προς την εταιρεία «Νταγκ Φιλμ» ο τότε διευθυντής Τύπου του ΥΠΕΞ «ότι ουδαμώς διέλαθεν της προσοχής ημών η επελθείσα ανύψωσις των τιμών των διαφόρων ειδών ως και η προσθήκη εν τη ταινία αριθμού τινων μέτρων πέραν των αρχικώς προϋπολογισθέντων».(Αραβαντινός ΑΠ 22480, 26 Ιουλίου 1922), ενώ σε τηλεγράφημα του Γαζιάδη προς το ΥΠΕΞ (31 Οκτωβρίου 1921) γινόταν υπόδειξη να μη δοθεί ρόλος στη ρωσίδα ηθοποιό Λίρσκα διότι «έκανε όργια στη Σμύρνη», τα οποία όμως δεν κατονόμαζε υποσχόμενος να εκθέσει τα συμβάντα προφορικώς στην Αθήνα εν αναμονή του την «προσεχή Πέμπτην».
Στον ίδιο φάκελο περιέχονται ιδιόχειρες σημειώσεις επί του σεναρίου που επιχειρούσε σαφή αναδρομή στο ένδοξο βυζαντινό παρελθόν του Ελληνισμού.
ΠΗΓΗ:ΤΟ ΒΗΜΑ