Άκρως εμπιστευτικό έγγραφο που συντάχθηκε το Μάιο του 2010 από τις υπηρεσίες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αποκάλυψε η ισπανική εφημερίδα Ελ Παίς. Σύμφωνα με αυτό το εσωτερικό, υπηρεσιακό έγγραφο, οι κυβερνήσεις της Γερμανίας της Γαλλίας και της Ολλανδίας είχαν δηλώσει επισήμως ενώπιον του συμβουλίου του ΔΝΤ, ότι οι τράπεζες τους έχουν δεσμευτεί να στηρίξουν την Ελλάδα και να μην προχωρήσουν σε πωλήσεις ελληνικών ομολόγων.
Τα στοιχεία όμως δείχνουν – όπως επισημαίνει και η ισπανική εφημερίδα- ότι συνέβη το ακριβώς αντίθετο.
Εξίσου ίσως σημαντικό είναι ότι ένα από τα βασικά επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκε για να περάσει το ελληνικό πρόγραμμα των 110 δισ. ευρώ, κάμπτοντας τις αντιρρήσεις όσων κρατών-μελών πίστευαν ότι πρέπει να γίνει και κούρεμα του χρέους, ήταν ότι η ίδια η ελληνική κυβέρνηση έχει «αποκλείσει» οποιαδήποτε τέτοια λύση.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στο έγγραφο «αρκετά μέλη (Αργεντινή, Βραζιλία, Ινδία, Ρωσία και Ελβετία) τόνισαν ότι από το πρόγραμμα λείπει ένα στοιχείο: θα έπρεπε να περιλαμβάνει αναδιάρθρωση χρέους και PSI για να αποφευχθεί, σύμφωνα με τη Βραζιλία ‘μια διάσωση των κατόχων ελληνικών ομολόγων, κυρίως ευρωπαϊκών χρηματοοικονομικών οίκων’. Ο εκπρόσωπος της Αργεντινής ήταν ιδιαίτερα επικριτικός με το πρόγραμμα καθώς έδειχνε να επαναλαμβάνει τα λάθη (όπως μη βιώσιμη δημοσιονομική σύσφιξη) που καταγράφηκαν στην κρίση της Αργεντινής το 2001».
Όπως αναφέρεται προς έκπληξη των ευρωπαίων-μελών του συμβουλίου και ο Ελβετός ασπάστηκε τις παραπάνω απόψεις για έλλειψη αναδιάρθρωσης χρέους στο πρόγραμμα και σημείωσε την ανάγκη να συνεχιστούν οι συζητήσεις για ένα μηχανισμό αναδιάρθρωσης κρατικού χρέους.
Τα στελέχη του ΔΝΤ, όμως, σημείωσαν ότι «η αναδιάρθρωση χρέους έχει αποκλειστεί από τις ίδιες τις ελληνικές αρχές». Παρότι υπήρξαν συζητήσεις για PSI, η επανάληψη του μοντέλου από τη συνεργασία των τραπεζών στην «Πρωτοβουλία της Βιέννης» δεν ήταν δυνατή γιατί τα ελληνικά ομόλογα ήταν διασκορπισμένα μεταξύ άγνωστου αριθμού κατόχων. Ο κ. Lipsky σημείωσε ότι το 90% αυτών των ομολόγων δεν περιλαμβάνουν ρήτρα συλλογικής ευθύνης (Collective Action Clause), κάτι που θα περιέπλεκε την αναδιάρθρωση ακόμη περισσότερο.
Ωστόσο «οι εκπρόσωποι της Ολλανδίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας μετέφεραν στο συμβούλιο τις δεσμεύσεις των εμπορικών τους τραπεζών να στηρίξουν την Ελλάδα και γενικά να διατηρήσουν την έκθεσή τους σε αυτή».
Τα παραπάνω δεν αποτελούσαν τη μοναδική κριτική που ασκήθηκε στο πρόγραμμα:
* Εκπρόσωποι Αυστραλίας, Καναδά, Κίνας, Ρωσίας και Ελβετίας σημείωσαν ότι οι καθυστερήσεις υποδεικνύουν τα κενά στην αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, περιλαμβανομένης μιας επικοινωνιακής στρατηγικής που «μπερδεύει».
* Οι εκπρόσωποι της Κίνας και της Ελβετίας σημείωσαν με έμφαση ότι η ανάπτυξη τελικά θα καθορίσει την ικανότητα της Ελλάδας να διαχειριστεί το βάρος του χρέους. Οπως είπαν ακόμα και μικρή απόκλιση από το βασικό σενάριο μπορεί να εκτροχιάσει τους στόχους δημοσιονομικής σύσφιξης και να βάλει την βιωσιμότητα του χρέους σε κίνδυνο. Τα στελέχη του ΔΝΤ τότε υποστήριξαν ότι υπάρχουν και «ανοδικά ρίσκα», τα οποία πιθανότατα σχετίζονται με το άγνωστο μέγεθος της «μαύρης οικονομίας».
* Μεταξύ των μελών του συμβουλίου υπήρξε προβληματισμός για τα ρίσκα που αντιμετωπίζει το πρόγραμμα λόγω της μεγάλης δημοσιονομικής προσαρμογής στην οποία στοχεύει. Προβλημάτισε η πιθανότητα να πληγεί η φήμη του Ταμείου. Ο Ρώσος εκπρόσωπος πάντως σημείωσε ότι προγράμματα όπως εκείνα της Βραζιλίας και της Τουρκίας που είχαν μεγάλα ρίσκα τελικά πέτυχαν.
Στελέχη του ΔΝΤ πάντως, παραδέχθηκαν το υψηλό ρίσκο ιδιαίτερα σε ότι αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους. Δήλωσαν ότι «εκτιμούν πως το χρέος είναι βιώσιμο μεσοπρόθεσμα, αλλά σημαντικές αβεβαιότητες κάνουν δύσκολο το να το δηλώσει κανείς κατηγορηματικά». Οι ίδιοι τόνισαν ότι το πρόγραμμα δεν θα πετύχει αν δεν προχωρήσουν οι δομικές μεταρρυθμίσεις.