Λάμπει στη κυριολεξία σήμερα το πιο χαρακτηριστικό μνημείου του Ηρακλείου η κρήνη Μοροζίνι.
Συνεργεία καθαρισμού με ειδικά πιεστικά μηχανήματα ευπρεπίζουν αυτή την ώρα τα «Λιοντάρια» απομακρύνοντας ακαθαρσίες που είχαν δημιουργηθεί κυρίως εκεί όπου υπήρχε νερό. Έτσι το πιο πολυφωτογραφημένο ενετικό μνημείο της πόλης μαζί με τον Κούλε η περίφημη κρήνη αστράφτει μαζί με τα φλας των ξένων επισκεπτών.
Και για να θυμηθούμε την ιστορία της κρήνη Μοροζίνι είναι το τελευταίο τμήμα του μεγάλου υδρευτικού έργου του Ηρακλείου, και στα θεμέλιά της κρύβει την υπόγεια δεξαμενή, όπου έρχονταν το νερό με επιφανειακούς και υπόγειους αγωγούς από τις Αρχάνες, 15 χλμ. μακριά από το Ηράκλειο. Εντυπωσιακός είναι ο έξυπνος τρόπος που είχαν επινοήσει οι Ενετοί για να κάνουν το νερό να αναβλύζει από το στόμα των λιονταριών, χωρίς τη χρήση κάποιας αντλίας που θα το ανέβαζε από την υπόγεια δεξαμενή.
Όταν έτρεξε για πρώτη φορά νερό
«Την ημέρα της εορτής του ευλογημένου προστάτη μας Αγίου Μάρκου είδε ο κόσμος το νερό να τρέχει στην πλατεία του Χάνδακα από 8 στόμια ή σωλήνες και με μεγάλη επισημότητα ευλογήθηκε τότε από τον πανιερότατο Αρχιεπίσκοπο με το λατινικό και από τον Πρωτόπαπα με τον ορθόδοξο κλήρο...».
Έτσι περιγράφει τα εγκαίνια της περίφημης Κρήνης ο Γενικός Προνοητής της Κρήτης, Φραγκίσκος Μοροζίνι που φρόντισε την κατασκευή της και της έδωσε το όνομά του. Στα εγκαίνια που έγιναν πριν 376 χρόνια, στις 25 Απριλίου 1628, μετείχε όλος ο λαός του Χάνδακα, που επιτέλους έβλεπε με χαρά να λύνεται το μεγάλο πρόβλημα της ύδρευσης της μεγαλούπολης.
Δύο χρόνια χρειάσθηκαν για να κατασκευαστεί και να διακοσμηθεί, η περίτεχνη Φοντάνα, που έφερνε το πολύτιμο νερό από μεγάλη απόσταση, από πηγές της περιοχής των Αρχανών.
Δεξαμενές, υδατογέφυρες, κουτούτα, χρειάσθηκε να κατασκευασθούν, για να περνά και να φθάνει το νερό μέχρι την ιστορική πλατεία Λιονταριών, κατηφορίζοντας από το κουτούτο, που κατασκευάστηκε στην βορεινή πλευρά της σημερινής πλατείας Ελευθερίας και με τις τρεις ευρύχωρες αψίδες του, της έδωσε το όνομα «Τρεις Καμάρες».
Η Κρήνη Μοροζίνη, γνωστή με το όνομα «Τα Λιοντάρια», θεωρείται από τους ιστορικούς, ως ένα από τα ωραιότερα και ιστορικά μεσαιωνικά μνημεία της Κρήτης.
Οι ξένοι επισκέπτες και οι μελετητές της μεσαιωνικής και νεώτερης ιστορίας μας την ανακήρυξαν σε μοναδικό κόσμημα όχι μόνο της πόλης αλλά και ολόκληρης της γεμάτης μνημεία όλων των εποχών μεγαλονήσου.
Είναι έργο κρητικών καλλιτεχνών με μια μαρμάρινη οκτάκογχη δεξαμενή, που τη στολίζουν εξωτερικά ανάγλυφες παραστάσεις από την ελληνική μυθολογία.
Τρίτωνες, δελφίνια, ιππόκαμποι και άλλα θαλάσσια μυθολογικά ζώα «εφ’ ών ιππεύουν Νηρηίδες Έρωτες και θαλάσσιοι θεοί και δαίμονες», μαζί με οικόσημα και ανθέμια ήταν και είναι ο λεπτός διάκοσμος της Κρήνης».
Σ’ ένα κατάλευκο βάθρο στο κέντρο της δεξαμενής τέσσερις μεγάλοι μαρμάρινοι λέοντες «εξέρευγον το ύδωρ εκ των στομάτων των», έχοντας στις πλάτες τους μεγάλη λεκάνη «εν τω μέσω της οποίας ίστατο άγαλμα Τριαινοφόρου Ποσειδώνος με πίδακα πιθανώς».
Είναι το περίφημο γιγαντιαίων διαστάσεων άγαλμα που στηριζόταν στα νώτα των λιονταριών. Σαφείς ενδείξεις για την τύχη του περίοπτου αυτού μνημείου, μετά την άλωση του Χάνδακα από τους Τούρκους, το 1669 δεν υπάρχουν, εκτός από μια μαρτυρία Άγγλου περιηγητή που αναφέρει ότι το 1739 ο «γίγαντας» σωζόταν ακόμη πάνω στην Κρήνη, τον είχαν όμως φθείρει οι Τούρκοι.
Στο πέρασμα των αιώνων ο περιβάλλον χώρος και το ίδιο το μνημείο κακοποιήθηκε, μεταμορφώθηκε, αναπλάστηκε, για να προσαρμοσθεί στις αισθητικές αντιλήψεις των κατακτητών.
Έτσι στις 29 Μαΐου 1900 το Δημοτικό Συμβούλιο Ηρακλείου αποφάσισε «ίνα το εις την πλατείαν Αμπάρ Αλτί ενετικόν αναβρυτήριον αποκατασταθεί εις την αρχικήν του κατάστασιν, αφαιρουμένων των προσθέτων στηλών και κιγκλιδωμάτων, άτινα είναι μεταγενεστέρας εποχής και ασκημίζουν το αναβρυτήριων».
Λευτέρης Βαρδάκης