Την περιοχή του εγκεφάλου όπου παραμονεύει το κακό σε δολοφόνους, βιαστές και ψυχρούς ληστές ισχυρίζεται ότι εντόπισε ένας Γερμανός νευρολόγος.
Ο δρ Γκέρχαρντ Ροθ, ομότιμος καθηγητής στο Ινστιτούτο Μελέτης του Εγκεφάλου του Πανεπιστημίου της Βρέμης, λέει ότι η «ρίζα της κακίας» βρίσκεται στο πρόσθιο τμήμα του εγκεφάλου και εμφανίζεται ως μία σκοτεινή μάζα στις απεικονιστικές εξετάσεις.
Όπως αναφέρει η εφημερίδα «Daily Mail», ο δρ Ροθ ανακάλυψε την περιοχή αυτή μελετώντας επί σειρά ετών καταδικασμένους εγκληματίες, καθώς συμμετείχε σε κυβερνητικές έρευνες της πατρίδας του.
«Δείξαμε στους ανθρώπους αυτούς μικρής διάρκειας ταινίες και καταγράψαμε την εγκεφαλική δραστηριότητά τους», λέει. «Όποτε έβλεπαν βίαιες και άθλιες σκηνές, δεν επεδείκνυαν κανένα συναίσθημα.
»Οι περιοχές του εγκεφάλου τους όπου δημιουργούνται η συμπόνια και η θλίψη, ήταν εντελώς ανενεργές».
Σε μία άλλη μελέτη, συμμετείχαν νεαροί εθελοντές με ή χωρίς ιστορικό βίας. Όπως είχαν γράψει το 2011 ο δρ Ροθ και οι συνεργάτες του στην επιθεώρηση «PLoS One», οι νεαροί έπρεπε να παίξουν ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι με έναν εικονικό αντίπαλο, τον οποίο άλλοτε αντιμετώπιζαν παθητικά και άλλοτε ενεργητικά.
Στην παθητική αντιμετώπιση, ο «αντίπαλος» μπορούσε να τους τιμωρήσει όταν έχαναν, αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να τον τιμωρήσουν όταν εκείνος έχανε.
Στην ενεργητική αντιμετώπιση, γινόταν το αντίστροφο: μπορούσαν εκείνοι να τον τιμωρούν για την ήττα του, αλλά όχι ο «αντίπαλός» τους για τη δική τους.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των παιχνιδιών, οι εθελοντές ήταν συνδεδεμένοι με μαγνητικούς τομογράφους για να καταγράφεται η δραστηριότητα του εγκεφάλου τους.
Αποτέλεσμα: οι νεαροί με το ιστορικό βίας, επίμονα επέλεγαν πιο σκληρές τιμωρίες για τον «αντίπαλό» τους, ενώ η εγκεφαλική λειτουργία τους είχε πολύ χαρακτηριστικές διαφορές - σαν να μην λειτουργούσαν τα κέντρα των ηθικών αναστολών τους - σε σύγκριση με εκείνην των νεαρών δίχως ιστορικό βίας.
Με ανάλογα πειράματα, ο δρ Ροθ και οι συνεργάτες του έχουν εντοπίσει και την προαναφερθείσα σκοτεινή μάζα στο πρόσθιο τμήμα του εγκεφάλου καταδικασμένων εγκληματιών.
«Άλλοι γεννιούνται κι άλλοι γίνονται»
Τα ευρήματα αυτά τον έχουν κάνει να πιστεύει ότι κατ’ αρχήν υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι γεννιούνται με «γενετική προδιάθεση» στη βία.
«Όταν κοιτάζουμε τις τομογραφίες εγκεφάλου σκληροτράχηλων εγκληματιών, σχεδόν πάντοτε υπάρχουν σοβαρά ελλείμματα στο κάτω πρόσθιο τμήμα του εγκεφάλου τους», εξηγεί.
«Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις εγκληματιών, οι οποίοι εκδήλωσαν την βίαιη συμπεριφορά έπειτα από έναν τραυματισμό ή είχαν έναν όγκο στην συγκεκριμένη περιοχή – και όταν επουλώθηκε το τραύμα ή αφαιρέθηκε ο όγκος, η συμπεριφορά τους επανήλθε στο φυσιολογικό.
»Υπάρχουν επίσης εγκληματίες με ανεπάρκειες στην φυσιολογία του οργανισμού τους – μερικές ουσίες όπως η σεροτονίνη, λ.χ., δεν λειτουργούν αποτελεσματικά στο πρόσθιο τμήμα του εγκεφάλου τους.
»Όλ’ αυτά όμως εντοπίζονται στην συγκεκριμένη περιοχή του εγκεφάλου και γι’ αυτό πιστεύουμε ότι σε αυτήν δημιουργείται η κακία και εκεί καραδοκεί».
Ωστόσο, ο δρ Ροθ πιστεύει πως τα προαναφερθέντα δεν γίνονται αυτόματα. «Ο εγκέφαλος μπορεί να αντικρούσει με κάποιον τρόπο τις βίαιες τάσεις ενός ατόμου, απλώς δεν ξέρουμε ακόμη πως ακριβώς», εξηγεί.
«Όταν, όμως, κοιτάζω νέους ανθρώπους και εντοπίζω διαταραχές στην ανάπτυξη του κάτω, πρόσθιου τμήματος του εγκεφάλου τους, μπορώ να πω με βεβαιότητα κατά 66% εάν θα εξελιχθούν σε εγκληματίες. Είναι εύκολο να εντοπιστούν οι ενδείξεις της αντικοινωνικής συμπεριφοράς από πολύ μικρή ηλικία».
Ο δρ Ροθ ξεκαθαρίζει πως «δεν γεννιούνται» όλοι οι εγκληματίες. «Πολλοί γίνονται εγκληματίες στην πορεία της ζωής τους, εξαιτίας του περιβάλλοντος στο οποίο μεγαλώνουν», επισημαίνει.
«Όταν εντοπίζεται ένα ανησυχητικό ψυχικό έλλειμμα σε ένα παιδί, είναι υποχρέωση της κοινωνίας να υποστηρίξει αυτό το παιδί και τους γονείς του πριν φτάσει στο έγκλημα», λέει.
Τρεις κατηγορίες
Ο δρ Ροθ προσθέτει πως κάθε εγκληματίας αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση, αλλά σε γενικές γραμμές όλοι τους μπορούν να χωρισθούν σε τρεις ευρείες κατηγορίες:
1. Η πρώτη είναι αυτή που περικλείει τους «ψυχολογικώς υγιείς» εγκληματίες, οι οποίοι μεγαλώνουν σε περιβάλλον στο οποίο «είναι αποδεκτή η βία, η κλοπή και ο φόνος».
2. Η δεύτερη είναι οι «ψυχικώς διαταραγμένοι» εγκληματίες, οι οποίοι αντιμετωπίζουν ως απειλητικό τον κόσμο που τους περιβάλλει. «Μία λάθος ματιά, μία λάθος κίνηση και μπορεί να εκραγούν και να γίνουν εγκληματίες», λέει χαρακτηριστικά.
3. Η τρίτη κατηγορία είναι οι σαφώς «ψυχοπαθείς» (όπως αποκαλούνται στο ποινικό σύστημα, αλλά όχι στην ψυχιατρική ή ψυχολογική ορολογία και διαγνωστική) στους οποίους εντάσσει τους ψυχρούς, δίχως συμπόνια ή τύψεις, παρορμητικούς, χειριστικούς και βαθύτατα αντικοινωνικούς κατά συρροήν δολοφόνους και τυράννους.\
Πηγή: Τα Νεα