Τζορτζ Όργουελ: 65 χρόνια από το θάνατο του
Σαν σήμερα, στις 21 Ιανουαρίου του 1950, πεθαίνει ο μεγάλος Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος, Eric Arthur Blair, γνωστός με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο George Orwell.
Ο Orwell έγινε διάσημος κυρίως λόγω της παγκόσμιας απήχησης που είχαν δύο από τα έργα του: Το «1984» και τη «Φάρμα των Ζώων».
Με αφορμή την 65η επέτειο από το θάνατό του, το eΚρήτη δημοσιεύει το μίνι αυτοβιογραφικό κείμενό του με τίτλο «Γιατί γράφω».
Το «Why I write» -όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του γράφτηκε το 1946 για το αγγλικό λογοτεχνικό περιοδικό Gangrel, όταν οι αρχισυντάκτες του ζήτησαν από γνωστούς συγγραφείς να εξηγήσουν στο κοινό τους λόγους για τους οποίους γράφουν.
«Γιατί γράφω»
Από πολύ νωρίς, κάπου στα έξι μου χρόνια, κατάλαβα ότι θα γινόμουν συγγραφέας. Απ’ τα δεκαεφτά μου και ως τα είκοσι τέσσερα πάλεψα να το λησμονήσω, ωστόσο είχα τη συναίσθηση ότι έτσι πάλευα με τη φύση μου κι ότι αργά ή γρήγορα θα καθόμουν να γράψω.
Ήμουν ο μεσαίος από τρία αδέλφια, με πέντε χρόνια διαφορά απ’ το πρώτο και το τρίτο, και σπανίως έβλεπα τον πατέρα μου μέχρι τα οχτώ μου. Αυτός ο λόγος και διάφοροι άλλοι μού προξενούσαν μοναξιά και ανέπτυξα δυσάρεστες συμπεριφορές που με έκαναν αντιπαθή σε όλη τη διάρκεια των σχολικών μου χρόνων.
Είχα το χούι του μοναχικού παιδιού: έφτιαχνα ιστορίες στο κεφάλι μου και μιλούσα σε ανύπαρκτους φίλους. Νομίζω ότι η αρχή της συγγραφικής μου φιλοδοξίας συνδέεται άρρηκτα με την αίσθηση απομόνωσης και υποτίμησης που ένιωθα. Καταλάβαινα ότι είχα ταλέντο στις λέξεις και τη δύναμη ν’ αντιμετωπίζω τα δυσάρεστα γράφοντας. Έφτιαχνα έναν ολόδικό μου κόσμο όπου μπορούσα να γυρίσω την πλάτη στην καθημερινότητα που με απέρριπτε. Πάντως η συγγραφική μου παραγωγή στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια είναι ζήτημα αν φτάνει τις δέκα σελίδες. Έγραψα το πρώτο μου ποίημα κάπου στα πέντε μου – για την ακρίβεια, το υπαγόρευσα στη μάνα μου. Έλεγε κάτι για μια τίγρη που είχε δόντια σαν πόδια καρέκλας, καλή μεταφορά για την ηλικία μου, όμως ήταν λογοκλοπή απ’ το ποίημα του Μπλέικ «Τίγρης, τίγρης», για να λέω την αλήθεια.
Στα έντεκά μου που ξέσπασε ο πόλεμος του 1914-18 έγραψα ένα πατριωτικό ποίημα που δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα και δύο χρόνια αργότερα ακόμα ένα για το στρατηγό Κίτσενερ. Στη συνέχεια, αλλά χωρίς σταθερό ρυθμό, έγραφα μερικά άθλια και συνήθως μισοτελειωμένα ομοιοκατάληκτα ποιήματα για τη φύση. Αποπειράθηκα να γράψω κι ένα διηγηματάκι, κι απέτυχα οικτρά. Αυτό ήταν το σύνολο του έργου μου ως τότε.
Ταυτόχρονα ασχολιόμουν με παραλογοτεχνικές δραστηριότητες. Δηλαδή, οι σχολικές μου εργασίες είχαν σχέση με τη λογοτεχνία και μάλιστα στα δεκατέσσερα έγραψα ένα ομοιοκατάληκτο εργάκι, απομίμηση μιας κωμωδίας του Αριστοφάνη, ενώ επίσης έγραφα στη σχολική εφημερίδα. Όλα μού έβγαιναν εύκολα και με εκπληκτική ταχύτητα. Συμμετείχα και σε περιοδικά που απευθύνονταν σε παιδιά και εφήβους, το ένα χειρότερο απ’ το άλλο. Παρίστανα ότι είμαι ο Ρομπέν των Δασών κι αμέσως έβγαινε μια ιστοριούλα προς δημοσίευση. Σύντομα η φαντασίωση χανόταν κι έμπαινα στους ρόλους σαν πραγματικός συγγραφέας. Έφτιαχνα ρόλους και χαρακτήρες με λεπτομερείς περιγραφές, όλα ζωντάνευαν στο μυαλό μου και συνέχισα έτσι ως τα είκοσι πέντε μου. Αναφέρομαι σ’ αυτή την εποχή όπου δε θεωρώ ότι ήμουν συγγραφέας και το εννοώ, γιατί ενώ έψαχνα τις σωστές λέξεις, κατά βάθος δε με αφορούσαν ιδιαίτερα, απλώς έγραφα από κεκτημένη ταχύτητα, σαν να μην μπορούσα να κάνω αλλιώς. Υποθέτω ότι οι ιστοριούλες μου αντανακλούσαν τον εκάστοτε συγγραφέα που θαύμαζα κι ήμουν ανέκαθεν καλός στις περιγραφές.
Γύρω στα δεκάξι μου ανακάλυψα τη χαρά των λέξεων, των ήχων, των παρηχήσεων μέσα από την ποίηση. Ταυτόχρονα άρχισα να αντιλαμβάνομαι το είδος των βιβλίων που ήθελα να γράψω στο μέλλον. Ήθελα να φτιάξω τεράστια νατουραλιστικά μυθιστορήματα, με εξαντλητικές λεπτομέρειες, παρομοιώσεις και τραγικό τέλος, που να είχαν κομμάτια γεμάτα λέξεις για τις λέξεις. Και στην πραγματικότητα, το πρώτο μου μυθιστόρημα, Οι Μέρες της Μπούρμα [Δωδώνη, 1978], που το έγραψα στα τριάντα μου αλλά ταίριαζε με τις παλιότερες απόψεις μου, ακριβώς αυτού του είδους βιβλίο είναι.
Αναφέρομαι στο παρελθόν μου επειδή δε νομίζω ότι μπορεί κανείς να προσεγγίσει τα κίνητρα ενός συγγραφέα δίχως να γνωρίζει κάποια στοιχεία της πρώιμης εξέλιξής του. Τα έργα μας ορίζονται απ’ τις εποχές που ζούμε, ειδικά επειδή η δική μας είναι τόσο ταραχώδης κι επαναστατική, όμως προτού αρχίσει κανείς το γράψιμο έχει αποκτήσει ήδη συναισθηματικές συμπεριφορές από τις οποίες δεν ξεφεύγει ποτέ εντελώς. Αναμφίβολα ο καλλιτέχνης οφείλει να ελέγξει στην πορεία το ταμπεραμέντο του ώστε ν’ αποφύγει κολλήματα στην εποχή της ανωριμότητάς του κι ανόητες, άρρωστες καταστάσεις. Ωστόσο, αν ξεφύγει εντελώς, θα έχει σκοτώσει και την ανάγκη του για δημιουργικότητα. Βάζοντας στην άκρη το βιοποριστικό, νομίζω ότι υπάρχουν τέσσερα τρομερά κίνητρα συγγραφής, ή τουλάχιστον πεζογραφίας. Ενυπάρχουν σε διαφορετικό επίπεδο σε κάθε συγγραφέα και ποικίλλουν ανά εποχή του σε σχέση με την ατμόσφαιρα που βιώνει. Τα κίνητρα αυτά είναι τα εξής:
1 Καθαρός εγωισμός: Ο πόθος να φανείς έξυπνος, να σε κουβεντιάζουν, να σε θυμούνται μετά θάνατον, να εκδικηθείς όσους σε βασάνισαν στα παιδικά ή μετέπειτα χρόνια σου κτλ. Είναι βλακώδες να παριστάνουμε ότι δεν είναι κίνητρο ο εγωισμός, γιατί είναι, και μάλιστα πανίσχυρο. Οι συγγραφείς μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά με τους άλλους καλλιτέχνες, τους επιστήμονες, τους πολιτικούς, τους δικηγόρους, γενικά τους επιτυχημένους. Οι «πιο απλοί» άνθρωποι συνήθως δεν έχουν συνείδηση του εγωισμού τους. Κάπου στα τριάντα τους ξεχνούν την ιδέα της μοναδικότητάς τους και ζουν για τους άλλους, για την κοινωνία – με αποτέλεσμα να πνίγονται. Ωστόσο υπάρχει και η μειονότητα των χαρισματικών, θεληματικών πλασμάτων που είναι αποφασισμένα να ζήσουν τη δική τους ζωή ως το τέλος, και οι συγγραφείς εντάσσονται σ’ αυτά. Εννοώ τους σοβαρούς συγγραφείς, που δε βάζουν πρώτο στόχο το κέρδος. Και ομολογώ πως θεωρώ τους συγγραφείς πιο εγωκεντρικούς και ματαιόδοξους απ’ τους δημοσιογράφους, αλλά, επιμένω, τους συγγραφείς που παραβλέπουν τις πωλήσεις.
2 Αισθητικός ενθουσιασμός: Η αντίληψη της ομορφιάς στον εξωτερικό κόσμο αλλά και η ομορφιά των λέξεων, της γλώσσας γενικότερα, κι η γοητεία των παρηχήσεων, ο ρυθμός των φράσεων, των διαλόγων και της πλοκής σε μια καλή ιστορία. Επίσης, η επιθυμία να μοιραστείς την εμπειρία που θεωρείς σημαντική για σένα με τους άλλους. Το αισθητικό κίνητρο είναι αδύναμο σε αρκετούς συγγραφείς, αλλά ακόμα κι ένας διαφημιστής ή συγγραφέας εγχειριδίων έχει τις δικές του αγαπημένες λέξεις, που δεν ξέρει γιατί τις προτιμάει, ή μπορεί να έχει άποψη για την τυπογραφία, τα περιθώρια, την εικόνα του κειμένου. Αν ξεφύγουμε απ’ το επίπεδο ενός δρομολογίου τρένων, όλα τα βιβλία έχουν άποψη επί της αισθητικής.
3 Ιστορική παρόρμηση: Η ανάγκη να δεις τα πράγματα ως έχουν, να βρεις τα πραγματικά γεγονότα, να τα καταγράψεις σαν να είσαι αποθηκάριος για τους μελλοντικούς αναγνώστες.
4 Πολιτική στόχευση: Χρησιμοποιώ τη λέξη «πολιτική» με την ευρύτερη έννοιά της. Είναι η ανάγκη του συγγραφέα να σπρώξει τον κόσμο προς κάποια κατεύθυνση, προς την κοινωνία που θεωρεί ότι οφείλουμε να πάμε. Και διευκρινίζω ότι πιστεύω ακράδαντα πως δεν υπάρχει α-πολιτικό βιβλίο. Ακόμα και η άποψη ότι η τέχνη δεν πρέπει να έχει σχέση με την πολιτική είναι αφ’ εαυτής πολιτική θέση.
Εννοείται ότι τα τέσσερα αυτά κίνητρα πολεμούν το ένα το άλλο κατά περιόδους και ασφαλώς διαφοροποιούνται, ανάλογα με τον άνθρωπο και τις στιγμές του. Εκ φύσεως (και εδώ εννοώ τη φύση του ανθρώπου πλησιάζοντας στην ενηλικίωσή του) είμαι απ’ αυτούς στους οποίους τα τρία πρώτα κίνητρα υπερέχουν του τέταρτου. Νομίζω ότι αν είχα ζήσει σε πιο ειρηνικές εποχές, θα συνέχιζα να γράφω κείμενα γεμάτα φιοριτούρες και θα είχα άγνοια της πολιτικής συνείδησης που λόγω συνθηκών υποχρεώθηκα να αποκτήσω. Θα μπορούσα μια χαρά να έχω γίνει γραφέας επαγγελματικών φυλλαδίων. Έφαγα πέντε χρόνια σε λάθος επάγγελμα (δούλεψα στην Μπούρμα [Βιρμανία], στην ινδική αστυνομία) κι ύστερα πέρασα τρομερή φτώχεια και ένιωθα αποτυχημένος. Αυτά τα δύο αύξησαν το εγγενές μίσος μου προς την εξουσία. Απέκτησα σαφή επίγνωση της διαφοράς των τάξεων και ειδικότερα της εργατικής, ενώ παράλληλα η δουλειά μου στην Μπούρμα με έκανε να καταλάβω το βαθύτερο νόημα του ιμπεριαλισμού. Αλλά και πάλι, δεν είχα σαφή πολιτικό προσανατολισμό. Ύστερα ήρθε ο Χίτλερ, ο ισπανικός εμφύλιος και άλλα. Ωστόσο ήμασταν στο 1935 και ακόμη δεν είχα καταλήξει ως προς τις πολιτικές μου πεποιθήσεις και αυτή η ασάφεια έβγαινε στα γραπτά μου.
Ο ισπανικός πόλεμος και άλλα ιστορικά γεγονότα της επόμενης διετίας μού έδειξαν πού ανήκω. Κάθε αράδα σοβαρού έργου που έβγαλα από το ’37 κι έπειτα γράφτηκε ευθέως ή εμμέσως ενάντια στον απολυταρχισμό, με στόχο τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, όπως εγώ τον αντιλαμβάνομαι. Κατά τη γνώμη μου, δε γίνεται ν’ αποφύγεις την εποχή σου και το ερώτημα είναι με ποιον θα πας και ποιον θα εγκαταλείψεις. Ωστόσο, όσο περισσότερη επίγνωση έχεις για τις πολιτικές πεποιθήσεις σου, τόσο περισσότερο φέρεσαι ως πολιτικό ον στο έργο σου, χωρίς να θυσιάζεις την αισθητική και τη διανοητική σου ακεραιότητα – κάτι που θέλει τεράστιο κόπο.
Αυτό που πραγματικά ποθούσα κι επιδίωκα επί μια δεκαετία ήταν να μετατρέψω την πολιτική γραφή σε τέχνη. Το γράψιμο ξυπνάει μέσα μου από μια αίσθηση παρτιζάνικης συντροφικότητας και κοινωνικής αδικίας. Όταν κάθομαι να γράψω, δε λέω μέσα μου «τώρα θα βγάλω ένα έργο τέχνης». Γράφω γιατί ανακάλυψα ένα ψέμα που θέλω να ξεμπροστιάσω, ένα γεγονός που θέλω να κοινοποιήσω και η πρώτιστη έγνοιά μου είναι να ακουστώ. Όμως δε θα κατάφερνα να βγάλω ένα βιβλίο, ούτε καν ένα μακροσκελές άρθρο, χωρίς την προσωπική μου άποψη και αισθητική. Αν κανείς ενδιαφερθεί για το έργο μου, θα διαπιστώσει ότι ακόμα και σε καθαρά προπαγανδιστικά κείμενά μου, το περιεχόμενο δεν έχει καμία σχέση με το λόγο που ακούς από επαγγελματίες πολιτικούς.
Δεν είμαι ικανός, ούτε και θέλω να εγκαταλείψω εντελώς τον κόσμο της παιδικής μου ηλικίας. Όσο είμαι ζωντανός και γερός, θα τρέφω την ίδια αγάπη για την πεζογραφία και την πρόζα, θα αγαπώ την επιφάνεια της γης και θα απολαμβάνω τα υπαρκτά, απτά αντικείμενα και τις άχρηστες πληροφορίες. Έπαψα πια να προσπαθώ να καταπνίξω αυτή την πλευρά της προσωπικότητάς μου. Το θέμα είναι να συμβιβάσω τις βαθιά ριζωμένες μέσα μου συμπάθειες κι αντιπάθειες με το ουσιώδες του δημόσιου βίου που η ζωή απαιτεί στην καθημερινότητά της.
Δεν είναι εύκολο. Δημιουργούνται προβλήματα δομής και γλώσσας, και γεννιέται το ζήτημα της ειλικρίνειας. Να σας δώσω ένα παράδειγμα για την ωμή ακατέργαστη δυσκολία που μου δημιουργείται: το βιβλίο μου για τον ισπανικό εμφύλιο, Φόρος τιμής στην Καταλονία [εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 1990], προφανώς είναι ένα καθαρά πολιτικό κείμενο, αλλά αυτό που μετράει είναι ότι γράφτηκε με σχετική αποστασιοποίηση και με φροντίδα για τη φόρμα. Προσπάθησα πολύ σκληρά να πω όλη την αλήθεια, δίχως να παραβιάσω τα λογοτεχνικά μου ένστικτα. Πάντως περιέχει κι ένα μεγάλο κεφάλαιο γεμάτο από αναφορές σε εφημερίδες της εποχής, γιατί ήθελα να υπερασπιστώ τους τροτσκιστές που είχαν κατηγορηθεί ότι συνωμότησαν με τον Φράνκο. Σαφώς αυτό το κεφάλαιο που ήταν απολύτως ενταγμένο στα γεγονότα, άρα ακατανόητο στους μελλοντικούς αναγνώστες, κατέστρεφε το βιβλίο. Ένας κριτικός που σέβομαι με ρώτησε αργότερα: «Γιατί βάλατε αυτό το κεφάλαιο; Κάνατε ένα δυνάμει καλό λογοτεχνικό βιβλίο δημοσιογραφικό πόνημα». Είχε δίκιο, όμως δεν μπορούσα να μην το κάνω. Έτυχε να γνωρίζω ιστορικά στοιχεία που ελάχιστοι γνώριζαν στην Αγγλία κι όφειλα να καταγράψω πόσο άδικα κατηγορήθηκαν εκείνοι οι αθώοι άνθρωποι. Αν δεν είχα γίνει έξαλλος με την κατάφωρη αδικία, δε θα είχα γράψει το βιβλίο.
Το ίδιο πρόβλημα επανέρχεται συχνά στα γραπτά μου. Το πρόβλημα της γλώσσας είναι πιο περίπλοκο και απαιτεί ευρύτερη ανάλυση που δεν ταιριάζει εδώ. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι τα τελευταία χρόνια προσπαθώ να γράφω λιγότερο απεικονιστικά και με μεγαλύτερη ακρίβεια. Κατά βάθος, πάντως, πιστεύω πως όταν έχεις πια τελειοποιήσει ένα στυλ, το έχεις ταυτόχρονα ξεπεράσει. Στη Φάρμα των Ζώων προσπάθησα, εν πλήρει συνειδήσει, να εμφυσήσω πολιτική και καλλιτεχνική στόχευση παράλληλα. Εφτά χρόνια τώρα δεν έχω γράψει μυθιστόρημα, όμως ελπίζω να γίνει σύντομα. Σίγουρα θα είναι αποτυχία, κάθε βιβλίο είναι αποτυχία, αλλά ξέρω πια με διαύγεια τι είδους βιβλίο θέλω να γράψω.
Διαβάζοντας όσα έγραψα εδώ, διαπιστώνω πως ίσως οι αναγνώστες μου σκεφτούν ότι τα κίνητρά μου σχετίζονται με το κοινό μου και απευθύνονται σε αυτό. Δε θέλω να σας αφήσω με αυτή την εντύπωση. Όλοι οι συγγραφείς είναι ματαιόδοξοι, εγωιστές και τεμπέληδες. Ωστόσο στο βάθος τα κίνητρά τους παραμένουν μυστηριώδη. Η συγγραφή ενός βιβλίου είναι ένας εφιαλτικός, εξαντλητικός αγώνας, μια μάχη ατέλειωτη με κάποιου είδους ανίατη ασθένεια. Αποκλείεται να μπεις σε τέτοιο βάσανο αν δε σε σπρώχνει κάποιος ανείδωτος δαίμονας που δεν μπορείς να του αντισταθείς αλλά ούτε και να τον κατανοήσεις. Ίσως να είναι ο δαίμονας που κάνει τα μωρά να στριγκλίζουν για να σου τραβήξουν την προσοχή. Κι απ’ την άλλη, είναι εξίσου αληθές ότι δε θα γράψεις κάτι επιεικώς αναγνώσιμο, αν δεν παλεύεις διαρκώς να εξαφανίσεις την προσωπικότητά σου, την ύπαρξή σου, ώστε να ανασάνει το έργο σου αυτόνομο. Η καλή πρόζα μοιάζει με τζάμι σε παράθυρο: θέλει καθαρότητα. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ποιο απ’ τα κίνητρά μου είναι το ισχυρότερο, εντούτοις ξέρω ποιο απ’ όλα αξίζει και το ακολουθώ. Κι όταν ξανακοιτώ τη δουλειά μου, βλέπω ότι πάντα μα πάντα, όπου λείπει η πολιτική συναίσθηση και στόχευση, τα βιβλία μου μοιάζουν άψυχα. Αυτοπροδόθηκα συχνά και μπήκα σε ροζουλιά κείμενα, φράσεις χωρίς νόημα και βάθος, κοσμητικά επίθετα και γενικώς μπούρδες.
Επί τη ευκαιρία, το eΚρήτη δημοσιεύει ένα μικρό απόσπασμα από το magnum opus του συγγραφέα, το «1984»:
-Πώς βεβαιώνεται κάποιος για τη δύναμη του πάνω σε ένα άλλο, Ουίνστων;
Ο Ουίνστων σκέφτηκε:
-Κάνοντας τον να υποφέρει, είπε.
-Ακριβώς. Κάνοντας τον να υποφέρει. Η υπακοή δεν αρκεί.
Αν δεν υποφέρει, πως μπορεί να είσαι βέβαιος πως υπακούει στη δική σου θέληση και όχι στη δική του;
Δύναμη είναι να επιβάλλεις πόνο και ταπείνωση.
Δύναμη είναι να κομματιάσεις το ανθρώπινο μυαλό και να το συναρμολογήσεις πάλι δίνοντας του το σχήμα που θέλεις εσύ. Αρχίζεις να καταλαβαίνεις τι κόσμο δημιουργούμε; Είναι ακριβώς το αντίθετο από τις ανόητες ηδονιστικές ουτοπίες που είχαν οραματιστεί οι παλιοί μεταρρυθμιστές.
Είναι ένας κόσμος φόβου και προδοσίας και βασανιστηρίων. Ένας κόσμος καταπιεστών και καταπιεζομένων, ένας κόσμος που όσο τελειοποιείται θα γίνεται όλο και πιο ανελέητος.
[…] Οι παλιοί πολιτισμοί ισχυρίζονταν πως βασίζονταν πάνω στην αγάπη και τη δικαιοσύνη. Ο δικός μας βασίζεται στο μίσος. Στο δικό μας κόσμο δε θα υπάρχουν άλλα συναισθήματα εκτός από το φόβο, την οργή, τη θριαμβολογία και την ταπείνωση. Όλα τα άλλα θα τα καταπνίξουμε-όλα!
Ήδη τώρα καταστρέφουμε τις συνήθειες της σκέψης που έχουν επιζήσει από την Προ-Επαναστατική εποχή. Σπάσαμε τα δεσμά που ένωναν τους γονείς με τα παιδιά, τους άνδρες με τους άνδρες και τον άνδρα με τη γυναίκα. Κανένας δεν τολμά πια να εμπιστευτεί τη γυναίκα του, το παιδί του ή το φίλο του. Στο μέλλον όμως δε θα υπάρχουν ούτε γυναίκες, ούτε φίλοι. Τα παιδιά θα τα παίρνουμε από τη μητέρα τους μόλις γεννιώνται όπως παίρνει κανείς τα αυγά από την κότα. Το σεξουαλικό ένστικτο θα ξερριζωθεί. Η αναπαραγωγή θα είναι μια ετήσια τυπική διαδικασία όπως η ανανέωση του δελτίου τροφίμων.
Δε θα υπάρχει γέλιο παρά μόνο το γέλιο του θριάμβου για κάποιο νικημένο εχθρό.
Δε θα υπάρχει τέχνη, λογοτεχνία, επιστήμη. Όταν θα είμαστε παντοδύναμοι δε θα έχουμε πια ανάγκη την επιστήμη.
Δε θα υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια.
Δε θα υπάρχει πια η περιέργεια ούτε η χαρά της ζωής.
Δε θα υπάρχει άμιλλα.
[…]
Αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου-για πάντα … »
Σύντομο βιογραφικό του Tζορτζ Όργουελ:
O Έρικ Άρθουρ Μπλερ (Eric Arthur Blair, 1903-1950), γνωστός με το ψευδώνυμο Τζορτζ Όργουελ, ήταν Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στην Ινδία κι επέστρεψε στην Αγγλία το 1911. Σπούδασε υπότροφος στο Ίτον κατά τα έτη 1917-1921, όπου πρωτοδημοσίευσε κείμενά του σε περιοδικά. Το 1922 διορίστηκε αξιωματούχος στην αστυνομία της Βιρμανίας, απ' όπου παραιτήθηκε πέντε χρόνια μετά, αμφισβητώντας την αποικιοκρατία. Έζησε για καιρό φτωχικά στο Παρίσι και το Λονδίνο, ασκώντας περιστασιακά επαγγέλματα και συναναστρεφόμενος με περιθωριακούς. Ήταν μια συνειδητή απόρριψη του αστικού τρόπου ζωής, που συνοδεύτηκε από την πολιτική του ωρίμανση. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του αναρχικό. Τα βιβλία του Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου (1933), Μέρες της Μπούρμα (1934),Η κόρη του παπά (1935) και Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν (1937) δίνουν το χρονικό της περιόδου αυτής και καταγράφουν την εξέλιξη των ιδεών του.
Από τις κορυφαίες στιγμές της ζωής του ήταν η συμμετοχή του στον ισπανικό εμφύλιο όπου, στρατευμένος αρχικά στη δημοκρατική πολιτοφυλακή, πολέμησε και τραυματίστηκε, για να συγκρουστεί αργότερα και με τους σοβιετόφιλους κομμουνιστές. Αποτύπωσε μοναδικά τις εμπειρίες και τη δράση του στο βιβλίο του Φόρος τιμής στην Καταλονία, που εκδόθηκε το 1938.
Με την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τοποθετήθηκε διευθυντής της Ινδικής Υπηρεσίας του BBC, απ' όπου αποχώρησε το 1943. Έπειτα, ως λογοτεχνικός συντάκτης στην εφημερίδα Tribune, διαμόρφωσε σοσιαλιστικές απόψεις και στην περίοδο αυτή έγραψε μερικά από τα καλύτερα δοκίμιά του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε τα δύο βιβλία που του χάρισαν τεράστια φήμη. Η Φάρμα των Ζώων (1944), πολιτική αλληγορία εμπνευσμένη από τη ρωσική επανάσταση και τη σταλινική περίοδο, ήταν το βιβλίο που τον έκανε πλούσιο και διάσημο. Το 1949 κυκλοφόρησε το τελευταίο του έργο, το περίφημο 1984, κορυφαία στιγμή του ως συγγραφέα και πολιτικού στοχαστή. Με τη δράση τοποθετημένη στο μελλοντικό τότε έτος 1984, σκιαγραφεί αριστουργηματικά όσο και εφιαλτικά το ολοκληρωτικό αστυνομικό κράτος, όπου τα πάντα εξελίσσονται υπό την παρακολούθηση του Μεγάλου Αδελφού. Θεωρείται κορυφαίος της Δυστοπίας.
Πέθανε μόλις 47 ετών από ολική κατάρρευση των πνευμόνων, εξαιτίας της φυματίωσης που τότε δε γιατρευόταν. Παντρεύτηκε την Αϊλίν Ο’ Σόνεσι (1905-1945), δασκάλα, ποιήτρια και εκδότρια, που πέθανε στη διάρκεια εγχείρησης για αφαίρεση γυναικολογικού καρκίνου, ενώ ο ίδιος πολεμούσε στην Ισπανία. Είχαν υιοθετήσει ένα αγοράκι που τελικά μεγάλωσε με την αδελφή του συγγραφέα. Τέλη του 1949, παντρεύτηκε τη Σόνια Μπράουνγελ (1918-1980), γραμματέα με λογοτεχνικά ενδιαφέροντα και ερωμένη πολλών καλλιτεχνών της εποχής. Η Σόνια ήταν δεκαπέντε χρόνια μικρότερή του, και ο Όργουελ ήταν σίγουρος ότι θα γίνει καλά τόσο επειδή ήταν ερωτευμένος όσο και επειδή, όπως έλεγε, «όταν ο συγγραφέας έχει ακόμα ένα βιβλίο στα σκαριά ή στο μυαλό του, δεν προλαβαίνει να πεθάνει». Είχε μάλιστα ανακοινώσει τον τίτλο της επόμενης νουβέλας του: Μια ιστορία απ’ το καπνιστήριο. Παράλληλα σκεφτόταν και ένα δοκίμιο για τον πολιτικό λόγο στο έργο του Τζόζεφ Κόνραντ. Όλοι απόρησαν γιατί μια τόσο νέα κοπέλα δέχτηκε έναν ετοιμοθάνατο χήρο με ένα παιδάκι και αρκετοί σκέφτηκαν ότι το έκανε για να τον κληρονομήσει, όμως έπεσαν έξω, αν και είναι σίγουρο ότι δεν τον ερωτεύτηκε ποτέ. Ο γάμος έγινε στο νοσοκομείο και η Σόνια τού χάρισε δύο μήνες γεμάτους ελπίδα και άγχος που, όπως έλεγε ο ίδιος, τον ζωντάνευε, χωρίς ουδέποτε στο μέλλον να διεκδικήσει χρήματα. Μάλιστα το 1960 ίδρυσε το Αρχείο Τζορτζ Όργουελ που διατηρείται ακόμη στο University College London, ενώ σε όλη τη διάρκεια της ζωής της, αν και ξαναπαντρεύτηκε, έλεγχε απόλυτα πού και πώς επανεκδίδονταν τα έργα του, αποδίδοντας τα μισά συγγραφικά δικαιώματα στο γιο του, ενώ στη διαθήκη του ο Όργουελ τα άφηνε όλα στην ίδια.
(Η μετάφραση-απόδοση του «Γιατί γράφω» έγινε από τη Μπελίκα Κουμπαρέλη για το diastixo.gr, από όπου προέρχεται και η σύντομη βιογραφία του συγγραφέα)