Μάνος Χατζιδάκις: 89 χρόνια σήμερα από τη γέννησή του
Η μεγαλύτερη μουσική ιδιοφυΐα της Ελλάδας, ο Μάνος Χατζιδάκις, γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στην Ξάνθη. Γιός του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι από τον Άγιο Βασίλειο Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Αδριανούπολη.
Σε ηλικία τεσσάρων ετών ξεκινά η μουσική του εκπαίδευση όπου περιλαμβάνει εξάσκηση στο βιολί και το ακορντεόν παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα πιάνου από την πιανίστρια Αλτουνιάν αρμένικης καταγωγής. Μετά τον χωρισμό των γονιών του ο Μάνος Χατζιδάκις εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα με την μητέρα του, το 1932. Μετά από λίγα χρόνια το 1938 ο μουσικοσυνθέτης έχασε τον πατέρα του σε αεροπορικό δυστύχημα, ο χαμός του σε συνδυασμό με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου επιφέρει μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στον ίδιο αλλά και στην μητέρα του.
Ο νεαρός τότε Χατζιδάκις εργάστηκε σαν παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοκονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο και ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι για να μπορέσει να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Συγχρόνως την περίοδο 1940 - 1943 αρχίζει ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής, παράλληλα ξεκίνησε σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες δεν ολοκλήρωσε ποτέ.
Την ίδια περίοδο γνωρίζεται με καλλιτέχνες και διανοούμενους της γενιάς του μεσοπολέμου, τον ζωγράφο: Γιάννη Τσαρούχη και τους ποιητές: Οδυσσέα Ελύτη, Άγγελο Σικελιανό, Γιώργο Σεφέρη και Νίκο Γκάτσο οι οποίοι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του ίδιου. Την τελευταία περίοδο της Κατοχής, συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση όπου γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη με τον οποίο ανέπτυξε δυνατή φιλία. Ο Μάνος Χατζιδάκις έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως συνθέτης το 1944 σε ηλικία 19 ετών με τη συμμετοχή του στο έργο του Αλέξη Σολομού "Τελευταίος Ασπροκόρακας" στο θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν.
Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής, αν και ο ίδιος ο Κουν θα τον προτρέψει να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην μουσική.Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης αποδείχθηκε ιδιαίτερα παραγωγική και θα διαρκέσει περίπου δεκαπέντε χρόνια, με μουσικές για παραστάσεις όπως: «Γυάλινος Κόσμος» (1946), «Αντιγόνη» (1947), «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1948), «Ο θάνατος του Εμποράκου» (1949) κ.ά.
Εν τω μεταξύ, το 1949 με μια διάλεξη του για το ρεμπέτικο τραγούδι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική ελληνική αστική κοινωνία. Το 1950 θα αποτελέσει ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικός διευθυντής του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, όπου παρουσιάζει τα τέσσερα μπαλέτα του: "Μαρσύας" (1950), "Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές" 1951), "Το Καταραμένο Φίδι" (1951) και "Ερημιά" (1958). Την ίδια εποχή, η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη αναθέτει στον Χατζιδάκι τη σύνθεση της μουσικής για τις "Χοηφόρους" (1950) από την "Ορέστεια" του Αισχύλου. Το γεγονός αυτό αποτελεί την αρχή της ενασχόλησης του Χατζιδάκι με το αρχαίο δράμα. Μερικές από τις τραγωδίες και κωμωδίες για τις οποίες θα γράψει μουσική είναι: η "Μήδεια" 1956), ο "Κύκλωπας" (1959), οι "Βάκχες" (1962), οι "Εκκλησιάζουσες" (1956), η "Λυσιστράτη" (1957) και οι "Όρνιθες" (1959). Το 1950 εξάλλου, ο Χατζιδάκις συνεργάζεται με τον Άγγελο Σικελιανό προκειμένου να συνθέσει τη μουσική για την τελευταία του τραγωδία "Ο Θάνατος του Διγενή".
Ο Μάνος Χατζιδάκις το 1959 παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό, τον Μίκη Θεοδωράκη, ενορχηστρώνοντας και ηχογραφώντας ο ίδιος το έργο του «Επιτάφιος» με τη Νανά Μούσχουρη.
Το 1960 κερδίζει βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» από την ταινία του Ζίλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή», τραγούδι το οποίο θα συμπεριληφθεί στα δέκα εμπορικότερα τραγούδια του 20ού αιώνα, ωστόσο, η μουσική του για τον ελληνικό κινηματογράφο και μια σειρά ελαφρών τραγουδιών του χαρίζει μια «λαϊκότητα ανεπιθύμητη», την οποία δεν θα αποδεχθεί ποτέ και θα τη πολεμά μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1962 ο Χατζιδάκις ως πνεύμα ανήσυχο χρηματοδοτεί τον "Διαγωνισμό Σύνθεσης Μάνος Χατζιδάκις" στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Δοξιάδη στην Αθήνα, με το πρώτο βραβείο να απονέμεται από κοινού στους Γιάννη Ξενάκη και Ανέστη Λογοθέτη. Το 1964 - 1966 ιδρύει και διευθύνει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών. Στο σύντομο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της, η ορχήστρα έδωσε 20 συναυλίες με πρεμιέρες δεκαπέντε έργων Ελλήνων συνθετών. Την ίδια περίοδο αρχίζει και η συνεργασία του με τον Μωρίς Μπεζάρ.
Ο Χατζιδάκις το 1966 επισκέπτεται την Αμερική προκειμένου να ανεβάσει στο Broadway με την Μελίνα Μερκούρη και τον Ζυλ Ντασέν τη θεατρική διασκευή του "Ποτέ την Κυριακή" με τον τίτλο "Illya Darling". Κατά την παραμονή του στην Αμερική έρχεται σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών "Reflections" σε συνεργασία με το συγκρότημα "New York Rock and Roll Ensemble", ενώ ηχογραφεί παράλληλα και "Το Χαμόγελο της Τζοκόντας", στην πασίγνωστη πλέον συμφωνική του μορφή.
Συνεχίζει την συνεργασία με τα μπαλέτα του 20ού Αιώνα στις Βρυξέλες, όπου διευθύνει έργα δικά του ή άλλων συνθετών. Τα σημαντικά έργα της περιόδου είναι η μουσική για την ταινία «Blue» (1958) του Silvio Narizzano, η "Ρυθμολογία" (έργο για πιάνο) και η "Αμοργός" (1970), έργο το οποίο ο συνθέτης του το άφησε ημιτελές. To 1972 επιστρέφει στην Αθήνα και το1973 ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο "Πολύτροπο", μέσα από το οποίο επιχειρεί να ανοίξει εκφραστικές διόδους στο μουσικό τέλμα της εποχής.
Το 1975 αρχίζει η χρυσή εποχή του «Τρίτου». Γίνεται διευθυντής του κρατικού ραδιοσταθμού «Τρίτο Πρόγραμμα» (1975-1981) το οποίο γίνεται σημείο αναφοράς ποιότητας και ιδεών στην ελληνική ραδιοφωνία, με την συνεργασία νέων και ταλαντούχων δημιουργών. Το 1979 ο Χατζιδάκις καθιερώνει τις "Μουσικές Γιορτές" στα Ανώγεια της Κρήτης που περιλαμβάνουν τοπικούς λαϊκούς χορούς και τραγούδια. Παράλληλα διοργανώνει συνέδριο με θέμα την παράδοση, στο οποίο συμμετέχουν διανοούμενοι, καλλιτέχνες και ακαδημαϊκοί.
Τον επόμενο χρόνο εγκαινιάζει τον "Μουσικό Αύγουστο" στο Ηράκλειο, ένα Φεστιβάλ με κύριο του στόχο την παρουσίαση νέων ρευμάτων τόσο στη μουσική όσο και στο χορό, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και το θέατρο. Την περίοδο 1981 - 1982 διοργανώνει επίσης τους αγώνες ελληνικού τραγουδιού στην Κερκυρα, ένα μουσικό διαγωνισμό για νέους Έλληνες συνθέτες.
Το 1989-1993 ιδρύει την «Ορχήστρα των Χρωμάτων», για να παρουσιάσει «πρωτότυπα προγράμματα που δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες», την οποία και διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Ορχήστρα των Χρωμάτων με μαέστρο τον Χατζιδάκι έδωσε 20 συναυλίες και 12 ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου με Έλληνες και ξένους σολίστ. Ο Μάνος Χατζιδάκις στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων ήταν διαρκώς παρών στην ελληνική δισκογραφία, με δεκάδες δίσκους που θεωρούνται πια κλασικοί: Ο Κύκλος με την Κιμωλία (1956), Παραμύθι χωρίς Όνομα (1959), Πασχαλιές μέσα απ' τη νεκρή γη (1961), Δεκαπέντε Εσπερινοί (1964), Μυθολογία (1965), Καπετάν Μιχάλης (1966), Τα Λειτουργικά (1971), Αθανασία (1975), Τα Παράλογα (1976), Σκοτεινή Μητέρα (1985), Τα Τραγούδια της Αμαρτίας (1992) κ.ά.
Ο μοναδικός, ιδιοφυής και αεικίνητος Μάνος Χατζιδάκις «έφυγε» από κοντά μας από οξύ πνευμονικό οίδημα στις 15 Ιουνίου 1994 και ετάφη στην Παιανία.