Αφιερωματα

Επέτειοι

Ο Θούριος της Eπανάστασης του '21 κι η ιστορία του (βίντεο)

Ο Ρήγας συνέθεσε τον δικό του παιάνα, τον ονομάσε «Θούριο», λέξη την οποία δανείστηκε από τους Αττικούς ποιητές: Αναφέρεται από τον Αισχύλο και τον Αριστοφάνη. Στον Όμηρο,απαντάται το «θούρος» για τον Άρη. Η λέξη «Θούριος» είναι επίθετο και σημαίνει ορμητικός, μαινόμενος, πολεμικός. 
Στην εποχή του Ρήγα δεν ήταν σε χρήση ο όρος «θούριος». Ο Ρήγας το 1796 χρησιμοποίησε τον όρο, δείγμα και αυτό της μελέτης του των αρχαίων κλασσικών κειμένων. Έτσι η λέξη «θούριος» εισάγεται πλέον στο νεοελληνικό λεξιλόγιο και γίνεται συνώνυμος με την επανάσταση
Μάλιστα ο ίδιος επεξηγεί την σημασία του όρου «Θούριος, «ήτοι ορμητικός Πατριωτικός ΄Υμνος πρώτος, εις τον ήχον "Μία προσταγή μεγάλη"». 

Για να τραγουδηθεί ο Θούριός του, «Ως πότε παλληκάρια», ο Ρήγας δεν έβαλε μουσικά σύμβολα, νότες., αλλά ως ηγέτης αποτελεσματικός και προνοητικός που ήταν, για να διαδοθεί πλατιά, γράφει να το τραγουδούν στο σκοπό ενός πολύ γνωστού και διαδεδομένου τραγουδιού της εποχής του «Μια προσταγή μεγάλη», που αναφερόταν στα κατορθώματα του Λάμπρου Κατσώνη, που εκείνα τα χρόνια είχε αναθερμάνει τις ελπίδες των σκλαβωμένων για την απόκτηση της ελευθερίας τους με τη βοήθεια της Ρωσίας.

Στον επαναστατικό του παιάνα ο Ρήγας συνδύασε ακόμη το τραγούδι με το χορό. Ο Θούριος χορεύεται στο συρτό χορό της γενέτειράς του. Ταιριασμένα μαζί, χορός και τραγούδι, ωθούν τους σκλαβωμένους στη μέθεξη της επανάστασης. Ο ίδιος άλλωστε στις συγκεντρώσεις των συντρόφων του στα σπίτια της Βιέννης συνήθιζε μετά το φαγητό και τραγούδαγε τον Θούριο με την φλογέρα του και συνάμα χόρευε. Σημειώνεται χαρακτηριστικά στα ανακριτικά έγγραφα: «Κατά τον Σεπτέμβριον του έτους τούτου (του 1797) ο Ρήγας Βελεστινλής έψαλεν εν τη οικία του Αργέντη, παρισταμένου τούτου και του Έλληνος Θεοχάρη, ύμνον ελευθερίας και δή χορεύων περί την τράπεζαν».

Ο Ρήγας γνώριζε πολύ καλά πως επανάσταση ενάντια στην τυραννία του Σουλτάνου δε γίνεται με στιχουργήματα. Μόνο με παιάνες, με επαναστατικά ορμητικά τραγούδια επιτυγχάνεται το ξεσήκωμα του λαού. 
Πράγματι, όσοι "ραγιάδες" έκτοτε άκουγαν του Ρήγα τον Θούριο ένοιωθαν ν' αλλάζει για αγώνα και θυσία η ψυχή τους. Ο Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μωριά, χαρακτηριστικά ομολογεί: «Εφύλαξα πίστιν εις την παραγγελίαν του Ρήγα, και ο Θεός με αξίωσεν και εκρέμασα φούντα εις το Γένος μου, ως στρατιώτης του. Χρυσή φούντα δεν εστόλισε ποτέ το σπαθί μου, όταν έπαιρνα δούλευσιν εις ξένα κράτη», ακολουθώντας ο Κολοκοτρώνης κατά γράμμα τη διακήρυξη του Ρήγα, 
«Κάλλιο για την πατρίδα κανένας να χαθή
ή να κρεμάση φούντα για ξένον στο σπαθί», 
Θούριος, στίχ. 57-58.

Ακόμη οι επαναστάτες του Αλέξανδρου Υψηλάντη (1792-1828) τραγουδώντας τον Θούριο ξεκίνησαν την επανάστασή τους το 1821. Και οι Σουλιώτες του Μπότσαρη με τους ήχους των ασμάτων του Ρήγα στις μάχες εφορμούσαν. Παρόμοια, ο ΄Ανθιμος Γαζής στη διακήρυξή του προς τον λαό της Θετταλομαγνησίας το 1821, παραθέτει στίχους από τον Θούριο, τονίζοντας επί πλέον πως θα πρέπει σύμφωνα με τις «Διδαχές» του Ρήγα, δηλ. το Σύνταγμά του, να συγκροτηθεί το κράτος μετά την Επανάσταση.
Και για να εμψυχώσει τους πολεμιστές τους συγκεντρωμένους για του πολέμου τον αγώνα, μοιράζει του Θουρίου τους στίχους για να τραγουδηθεί. Κι' ύστερα οι αγωνιστές έμπλεοι ενθουσιασμού και διάθεσης για θυσία, για τον ιερό σκοπό της ελευθερίας, εφόρμησαν κατά των Τούρκων της γενέτειρας του Ρήγα, του Βελεστίνου όπου προς τιμήν του Ρήγα συγκλήθηκε και η Συνέλευση των επαναστατών, η «Βουλή της Θετταλομαγνησίας». 

Ο λόγιος ιατρός και συγγραφέας Στέφανος Κανέλλος μαζί με τους φίλους του, τραγουδώντας τον Θούριο σε οικογενειακή σύναξη στην Κωνσταντινούπολη, ορκίζονται στο όνομα του εθνεγέρτη Ρήγα για αγώνα κατά των τυράννων: 
«Στην γνώμη των τυράννων να μήν ελθώ ποτέ
Μήτε να τους δουλεύω, μήτε να πλανηθώ
Εις τα ταξιματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζώ στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
Για να τους αφανίσω, θε να' ναι σταθερός», 
Θούριος, στίχ. 32-36.

Και σύμφωνα με τον Λαρισσαίο δάσκαλο του Γένους Κων. Κούμα «Μικροί και μεγάλοι και αυταί αι γυναίκες έψαλλαν την του Ρήγα ωδήν εις πάν συμπόσιον και εις πάσαν συντροφίαν. Μ΄ όλον οτι κατ' αρχάς εψάλλετο ως εύμορφον τραγούδι, ήρχισεν όμως κατ΄ ολίγον να ενεργή ψυχικώς». 

Ο Γεώργιος Τερτσέτης, γραμματέας του Κολοκοτρώνη, χαρακτήρισε τον Θούριο ως «το ιερότερον άσμα της φυλής μας» . Μάλιστα τόνιζε ότι τα τραγούδια του Ρήγα «Ως σάλπιγγες εις την Ιεριχώ εγκρέμισαν τα τείχη της Τριπολιτσάς, ετίναξαν εις τον αέρα με τους αλλοφύλους τα φρούρια της Μονεμβασιάς, του Ναυπλίου, των Αθηνών και τα τρικάταρτα του εχθρού». 

Λίγα, δυστυχώς, αντίτυπα από την έκδοση της Βιέννης διέφυγαν από την Αυστριακή Αστυνομία. Ήδη όμως ο Θούριος διαδίνονταν σε χειρόγραφη μορφή σε όλα τα Βαλκάνια. 
΄Εχει βρεθεί σε πέντε παραδοσιακές μουσικές παραλλαγές, δηλωτικό πως πλατιά διαδόθηκε σε διάφορα μέρη του Ελληνικού χώρου και οι μελωδίες του προσαρμόζονταν στα μουσικά ιδιώματα της κάθε περιοχής . Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί τα όσα γράφει ο Γάλλος φιλέλληνας Φωριέλ, ο οποίος στα χρόνια του Αγώνα, το 1824, κυκλοφόρησε στο Παρίσι το βιβλίο του με τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Σ' αυτά εντάσσει και τον Θούριο, ενώ δεν είναι δημοτικό τραγούδι, διότι δημιουργός του ήταν ο Ρήγας. 

Τον συμπεριέλαβε στα δημοτικά λόγω της πλατιάς διάδοσής του, που είχε γίνει κτήμα του λαού. Επί πλέον μνημονεύει και την επίδρασή που ο Θούριος ασκούσε στο λαό. Σημειώνει ένα χαρακτηριστικό γεγονός, το οποίο διαδραματίσθηκε το 1815 σε χάνι της Ηπείρου. Ένα παλικάρι από το χάνι πλησιάζει τον ταξιδευτή, που είχε καταφθάσει.
Βγάζει απ' τον κόρφο του ένα χειρόγραφο και τον παρακαλεί παράμερα να του το διαβάσει. Κι' όσο ο ταξιδιώτης διάβαζε το χειρόγραφο, τόσο η όψη του παλικαριού μεταμορφωνόταν, μεταρσιωνόταν, φούντωνε, βούρκωνε και δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του. ΄Ακουγε τον Θούριο. Κι΄ όταν ρωτήθηκε αν για πρώτη φορά ακούει το Ως πότε παλληκάρια, απάντησε, ότι κάθε φορά, που άνθρωπος γραμματισμένος περνά από το χάνι, το χειρόγραφο από τον κόρφο του βγάζει για να ακούσει του Θουρίου τις προσταγές. 
 

αποσπάσματα από την ομιλία του διδάκτωρος Δημ, Καραμπερόπουλου στο Φιλολογικό Συνέδριο της Βάλια Κάλντα

​Ακολουθούν όλοι οι στίχοι από τον Θούριο του Ρήγα ενώ στο Media Gallery ακούμε το εξαίσιο τραγούδι του Θούριου από τον Νίκο Ξυλούρη σε μουσική Χρήστου Λεοντή

 

Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή.
Τι σ' ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ' ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.
Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν' να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά αφορμή.
Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
Οι νόμοι να 'ν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, ειν' πιο σκληρή φωτιά.
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.
Εδώ σηκώνονται οι πατριώτες όρθιοι,
και υψώνοντας τα χέρια προς τον ουρανόν,
κάνουν τον όρκον.
Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να 'μαι, υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν' αστράψ' ο ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.
Τέλος του όρκου
Σ' ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να 'χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ' ένας, ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ' αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.
Όσα απ' την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά
στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθη τώρα πιά.
Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.
Η Ρούμελη τους κράζει, μ' αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ' οφφικιάλος, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή
ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πιά εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ' εθνικοί.
Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε σταις σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σα θεριά.
Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τα άρματα στο χέρι, καθ' ένας ας φανή,
Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλοι ομώστε, τυρράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννή.
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι, μ' εμάς και σεις μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός ειν' της πατριδος, ν' ακούστε την λαλιά.
Κι οσ' είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γεννήτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.
Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.
Στρατεύματα σου στείλε, κ' εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυρραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρντζή πιά μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.
Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.
Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανή,
για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.
Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθή.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.
Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπατε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.
Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδή,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.
Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν' αρπάξουμε για μια
τα άρματα, και να βγούμεν απ' την πικρή σκλαβιά.
Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.
Ο κόσμος να γλυτώση, απ' αύτην την πληγή,
κ' ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.
 

ESPA BANNER