Συλλογή Μεταξά: Ένα "κυνήγι θησαυρού" που κράτησε μισό αιώνα
Σίγουρα δεν είναι πολλοί οι άνθρωποι, που μπορούν να μιλήσουν για τις εμπειρίες που απέκτησαν ... κυνηγώντας αρχαιολογικούς θησαυρούς. Στο Ηράκλειο, για να ακριβολογούμε, υπήρξε μόνο το ζεύγος Νίκου και Λούλας Μεταξά. Η ιδιωτική αρχαιολογική τους συλλογή «πέρασε» προ ετών στην κυριότητα του Δημοσίου και είναι πλέον .. κτήμα όλων μας.
Αυτή είναι η φυσική κατάληξη κάθε ιδιωτικής συλλογής αρχαίων αντικειμένων. Όμως το ... κυνήγι του θησαυρού μισό σχεδόν αιώνα, άφησε ανεξίτηλα χαραγμένες μνήμες, πολύτιμες εμπειρίες, καταπληκτικές περιπέτειες και κυρίως βιώματα και συγκινήσεις, που κάθε αξιόλογος συλλέκτης αλλά και κάθε κοινός θνητός θα ζήλευε.
Η συλλογή αποτελείται από 2.229 αντικείμενα και καλύπτει χρονικά την περίοδο που περικλείεται από την 4η χιλιετία προ Χριστού μέχρι και τον 3ο μετά Χριστόν αιώνα. Τα περισσότερα εκθέματα της είναι δείγματα του προϊστορικού πολιτισμού της Κρήτης και τα υπόλοιπα ανήκουν στην γεωμετρική, αρχαϊκή, κλασσική, ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο. Τα είδη των αντικειμένων της συλλογής ποικίλλουν και περιλαμβάνουν αγγεία, εργαλεία, όπλα, κοσμήματα, ειδώλια, είδη μικροπλαστικής, καθώς και εξαιρετικής σπουδαιότητας ομάδες σφραγιδόλιθων, που δείχνουν την εξέλιξη της σφραγιδογλυφίας στην προϊστορική Κρήτη. Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η συλλογή των σφραγιδόλιθων, που αριθμεί 680 τεμάχια και αποτελεί την μεγαλύτερη ιδιωτική συλλογή σφραγιδόλιθων στον κόσμο. Πρόκειται για σπουδαία μικροτεχνήματα, που ενθουσιάζουν με την απεικόνιση διαφόρων θεμάτων, σκαλισμένα με θαυμαστή τελειότητα πάνω σε μία σφραγιστική επιφάνεια μόλις ενός έως δύο εκατοστών.
Η ιστορία της συλλογής είναι εξίσου γοητευτική με την ιστορία των αντικειμένων που την συναπαρτίζουν. Η συλλογή Μεταξά απόκτησε τα πρώτα της πολύτιμα αντικείμενα, εν έτη 1949. Εν τούτοις, το συλλεκτικό πάθος του αείμνηστου Νίκου Μεταξά είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα. Από τα μαθητικά του χρόνια, όταν ο ιδιοκτήτης της αλυσίδας των ξενοδοχείων Maris έκανε μία αξιόλογη συλλογή γραμματοσήμων. Η πρώτη αυτή συλλεκτική προσπάθεια είχε ... άδοξο τέλος. Ο κάτοχός της αναγκάστηκε να την πουλήσει στα 18 του χρόνια για να έχει την οικονομική δυνατότητα να ταξιδέψει στην Αθήνα και να δώσει εξετάσεις στο Πολυτεχνείο.
Όμως το πάθος του συλλέκτη δεν επαναπαύτηκε. Αρκετό καιρό αργότερα, το 1959, το ενδιαφέρον του Νίκου Μεταξά στράφηκε στην συλλογή αντικειμένων του Μινωικού και Ελληνικού πολιτισμού. Την ιδέα της ιδρύσεως της συλλογής έδωσε ο τότε διευθυντής του Μουσείου Ηρακλείου, αείμνηστος Νικόλαος Πλάτων. Κατά την γνώμη του, έπρεπε να υπάρχει μία ιδιωτική αρχαιολογική συλλογή στο Ηράκλειο, για να εμποδίζει την φυγή των αρχαίων στο εξωτερικό από τους αρχαιοκάπηλους. Στην Κρήτη τότε δεν υπήρχε καμία άλλη αντίστοιχη προσπάθεια, αφού και η συλλογή Γιαμαλάκη είχε ήδη πωληθεί στο Μουσείο. Έτσι ξεκινά η ίδρυση της συλλογής Μεταξά, αφού πρώτα δίνεται η απαραίτητη άδεια από το τότε Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Η ανεύρεση και συλλογή των αντικειμένων αποδείχτηκε μία περιπετειώδης εμπειρία, που απαιτούσε γνώσεις, κόπο, χρόνο και φυσικά χρήματα. Η σύζυγος του συλλέκτη, που σύντομα μεταλλάχτηκε σε πρώτης τάξεως βοηθό και συνεργάτη του, η κ. Λούλα Μεταξά θυμάται εκείνη την εποχή:« Η χαρά και η αγάπη θεριεύει με την απόκτηση των πρώτων αντικειμένων. Τον πρώτο καιρό με αργό ρυθμό και αργότερα με ταχύτητα εκπληκτική μεγαλώνει η συλλογή ενώ ο ίδιος ο σύζυγός μου, διαμορφώνει τον χαρακτήρα μανιώδους συλλέκτη». Άνθρωπος με μεγάλη φιλομάθεια και πνευματικές ανησυχίες ο Νίκος Μεταξάς εμπλουτίζει την πλατιά του μόρφωση με τις γνώσεις πολλών αρχαιολογικών συγγραμμάτων. Έτσι μπορούσε να μελετά και να ελέγχει την γνησιότητα των ευρημάτων, πράγμα δύσκολο αλλά βασικό στοιχείο για την απόκτηση γνήσιων αρχαιολογικών αντικειμένων.
«Πολλοί χωρικοί έρχονταν συχνά -λέει η σύζυγος του- για να φέρουν κάτι που βρήκαν στο χωράφι τους, σκάβοντας ή περπατώντας στο απόβροχο στον κάμπο. Η απασχόληση ήταν πολύ μεγάλη αλλά πάντοτε υπήρχε χρόνος. Όταν υπάρχει μεράκι για κάτι, σπεύδει να εξηγήσει η κ. Μεταξά, όλες οι άλλες δουλειές έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Άλλοτε πάλι, ο Νίκος αγόραζε αντικείμενα, πηγαίνοντας σε χωριά αλλά μόνο την νύχτα. Την ημέρα οι άνθρωποι δεν ήθελαν να δώσουν κάποιο εύρημα, μήπως τους δει κάποιο μάτι και τους προδώσει. Στην ουσία δίσταζαν να το παραδώσουν στις Αρχές επειδή τους γινόταν σχολαστικός έλεγχος για το πώς, που και πότε το απόκτησαν. Και δεν ήταν μόνο η νομοθετική αυστηρότητα του Μουσείου αλλά και η πενιχρή αμοιβή, που δεν τους ικανοποιούσε. Έτσι πλησίαζαν με εμπιστοσύνη τον συλλέκτη όχι μόνο γιατί είχαν περισσότερο οικονομικό συμφέρον αλλά επειδή ήξεραν ότι ο συλλέκτης είχε από τον νόμο το δικαίωμα να τηρεί την ανωνυμία του ανθρώπου που βρήκε και παρέδωσε τα αρχαία».
Το ζεύγος Μεταξά αρχίζει να ζει περιπετειώδεις αναζητήσεις. Όμως πέρα από την γοητεία που έχει το ... κυνήγι του θησαυρού, αποδεικνύεται ταυτόχρονα και μία επίπονη προσπάθεια. «Ξεκινούσαμε το βράδυ, για τα χωριά, θυμάται η κ. Μεταξά. Στην αρχή, πήγαινε μόνο ο άνδρας μου. Ερχόταν όμως συνήθως το πρωί, έλειπε δηλαδή, όλη την νύχτα και όπως καταλαβαίνετε εγώ ανησυχούσα. Σύντομα αποφασίσαμε ότι για να μην ανησυχώ είναι καλύτερα να πηγαίνω μαζί του και εγώ. Ξεκινούσαμε λοιπόν, την νύχτα και συνήθως γυρίζαμε το πρωί. Μόλις νύχτωνε, πηγαίναμε στα χωριά. Λόγω του προχωρημένου της ώρας δεν ήταν λίγες οι φορές που ξυπνούσαμε την οικογένεια, η οποία μας είχε ειδοποιήσει ότι βρήκε τα αρχαία. Τις περισσότερες, άλλωστε φορές, τα ευρήματα δεν βρίσκονταν καν στο σπίτι, ήταν κρυμμένα στο χωράφι ή το αμπέλι και έπρεπε να πάμε εκεί για να τα δούμε. Όση ώρα είμαστε στο χωριό ή στο σπίτι της οικογένειας που είχε βρει τα αρχαία, ο κάτοχος μας έδινε συνήθως και πληροφορίες για άλλες περιπτώσεις ανθρώπων που είχαν βρει παρόμοια κομμάτια και συχνά επέμενε να μας πάει και στα γειτονικά χωριά. Κάπως έτσι πάντα ξημερωνόμασταν».
Κάθε απόκτημα χάριζε μία νέα συγκίνηση στο ζεύγος των συλλεκτών και έπαιρνε την θέση του μέσα στις βιτρίνες του ζεστού οικογενειακού περιβάλλοντος. «Τα αρχαία, λέει η κ. Μεταξά, ήταν ένα κομμάτι από την ζωή μας. Είμαστε συναισθηματικά δεμένοι με την συλλογή και δύσκολα θα ξεχαστεί η συγκίνηση που γεμίζει την ψυχή σαν αντικρύζεις και αγγίξεις με τα χέρια σου αυτά, που χέρια άλλα ανθρώπινα, είχαν αγγίξει πριν από χιλιάδες χρόνια. Πώς μπορείς να μην νοιώσεις ρίγη όταν πιάσεις ένα μαυρισμένο λυχνάρι, ένα κόσμημα που θα στόλιζε κάποια κομψή κυρία, ένα πήλινο θήλαστρο μικρού παιδιού, ή ένα ειδώλιο αφιέρωμα μίας εγκύου!!! Σχεδόν 40 χρόνια ζούσαμε εμείς και τα πέντε παιδιά μας παρέα με αυτά. Τα αγαπήσαμε, τα εκτιμήσαμε, τα σεβαστήκαμε, τους φερθήκαμε με ευλάβεια. Μεγαλώσαμε την συλλογή με φροντίδα και μεράκι και χαιρόμαστε την εξέλιξη και τον εμπλουτισμό της, όπως χαιρόμαστε με την πρόοδο των παιδιών μας.».
Αρχαιάκια από ... πλαστελίνη
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια η συλλογή Μεταξά βρισκόταν στο χώρο της οικογενειακής εστίας του ζεύγους που την συνέλλεξε. Oι αφηγήσεις που αφορούν την -ευχάριστα- ιδιότυπη ζωή μίας οικογένειας σε ένα περιβάλλον, που περιστοιχιζόταν από αρχαιολογικούς θησαυρούς, είναι εντυπωσιακές. «Τα πέντε παιδιά μας -λέει η κ. Λούλα Μεταξά- μεγάλωσαν μέσα στα Αρχαία . Τα «αρχαιάκια» -όπως συνήθιζαν να τα αποκαλούν- και το αγαπημένο παιχνίδι τους ήταν να φτιάχνουν ομοιώματα τους με πλαστελίνη. Και έτσι έκαναν βίωμα τους τον σεβασμό και την προσοχή στα έργα του αρχαίου μας πολιτισμού. Μέσα σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού μας, στο γραφείο, που τα εκθέματα δεν ήσαν σε βιτρίνες αλλά εκτεθειμένα πάνω σε ράφια, απαγορευόταν να μπουν μέχρι να συμπληρώσουν το 12ο έτος της ηλικίας τους. Και αυτό το «άβατο» το τηρούσαν όλα, με απόλυτη υπακοή. Θυμάμαι σκηνές, που προχωρούσαμε όλοι μαζί και όταν φτάναμε στο γραφείο, τα παιδιά σταματούσαν στην πόρτα. Όταν δε, έφταναν τα 12 γενέθλια τους αυτά είχαν σπουδαιότητα ενηλικίωσης, τρόπον τινά. Ήταν η μεγάλη στιγμή. Θα έμπαιναν στο γραφείο με τα «αρχαιάκια». Μεγάλωναν με την λαχτάρα αυτής της ώρας».
Όλα τα χρόνια της ανάπτυξης της, η συλλογή, στάθηκε καταφύγιο της κρητικής αρχαιολογικής έρευνας. Πάρα πολλοί αρχαιολόγοι έχουν δημοσιεύσει μελέτες για τα αντικείμενα της. Ήταν εξάλλου, πάντα ανοιχτή για όσους ήθελαν να την επισκεφθούν. Κανένας σημαντικός έλληνας ή ξένος αρχαιολόγος δεν πέρασε από το Ηράκλειο, χωρίς να επισκεφθεί την συλλογή Μεταξά.
Από το ξεκίνημά της και την ιδέα του Νικολάου Πλάτωνος πέρασαν 50 και πλέον χρόνια. Σε όλο αυτό το διάστημα πλουτίστηκε με πολλά αξιόλογα αντικείμενα. Μερικά μοναδικά στο είδος τους. Όπως είναι το περίτεχνο χρυσό κολιέ, ελληνιστικής περιόδου, με τις σμιλευτές απολήξεις. Ένα σπάνιας ομορφιάς και αξίας κόσμημα. Επίσης, μεταξύ των εκθεμάτων ξεχωρίζει ένα μοναδικής τέχνης αρχαϊκό άγαλμα. Η έκφραση του μειδιάματος στο πρόσωπο, είναι αποτέλεσμα της ασυμμετρικής τεχνοτροπίας των χαρακτηριστικών του. Ιδιαίτερης αρχαιολογικής αξίας θεωρείται και η αλαβάστρινη πυξίδα της συλλογής, που χρησίμευε ως κοσμηματοθήκη και η οποία φέρει ως διακόσμηση την περίτεχνη οκτάσχημη ασπίδα.
Η ξενάγηση στην συλλογή Μεταξά -όσο τουλάχιστον στεγαζόταν ακόμη στο σπίτι της οικογένειας- είχε τα δικά της πλεονεκτήματα. Το ζεύγος των συλλεκτών (ο Νίκος Μεταξάς ζούσε ακόμη) ήταν πρόθυμο να αφηγηθεί την περιπέτεια που πέρασε, προκειμένου να αποκτήσει το κάθε πολύτιμο αντικείμενο. Εκμεταλλευόμενοι αυτό το προνόμιο χρόνια πριν, καταγράψαμε την «ιστορία» ενός αμύθητης αξίας κοσμήματος, που αιχμαλωτίζει αμέσως την ματιά του επισκέπτη. «Το χρυσό κολιέ που έχουμε, το οποίο δεν είναι μεν μινωικό αλλά είναι ελληνιστικής περιόδου, είναι μεγάλης αξίας και κυρίως έχει μία μεγάλη ιστορία σε ό,τι αφορά το πώς έφτασε στα χέρια μας. Το είχαν βρει ορισμένοι άνθρωποι και συμφώνησαν να το πουλήσουν και να μοιραστούν τα χρήματα. Εν τω μεταξύ, κάποιος τους είχε δει όταν το ανέσυραν και τους εξεβίασε ζητώντας μερίδιο από την πώληση. Συμφώνησαν λοιπόν, να τον συμπεριλάβουν στην «μοιρασιά» των χρημάτων, που θα εξασφάλιζαν από την πώληση του κοσμήματος, αλλά διαρκώς έκαναν προσπάθειες να τον παραγκωνίσουν και τελικά αυτός τους πρόδωσε. Το Μουσείο και η Αστυνομία άρχισαν να ψάχνουν στα χωριά για να βρουν το σπάνιο κόσμημα. Οι άνθρωποι που το είχαν στα χέρια τους θορυβήθηκαν. Ένα πρωί ένας εξ αυτών ήρθε τελικά στο σπίτι μας. Το Ηράκλειο ήταν ανάστατο. Όλοι έψαχναν το πολύτιμο κόσμημα και ο άνθρωπος που μας είχε επισκεφθεί έλεγε ότι το είχε στην κατοχή του. Περιμέναμε ότι θα μας οδηγήσει στην κρυψώνα του αλλά εκείνος μας ξάφνιασε βγάζοντας ένα κουρέλι από την τσέπη του. Στην αρχή σαστίσαμε. Ο «επισκέπτης» μας ξεδίπλωνε μεθοδικά μικρά κουρελάκια από ύφασμα και έβγαζε κομμάτια χρυσού. Όταν τελείωσε την ιεροτελεστία του, τα άπλωσε πάνω στο τραπέζι, βάλθηκε να τα συναρμολογεί και τελικά το αποτέλεσμα, μας θάμπωσε. Ένα πανέμορφο κόσμημα εμφανίστηκε μπροστά μας. Ένα κομψοτέχνημα. Όταν τον πληρώσαμε, ο άνδρας μου τηλεφώνησε στον κ. Αλεξίου και του είπε «Μην ψάχνετε. Το κολιέ βρίσκεται στα χέρια μου».
Η εμπειρία της οικογένειας Μεταξά, εκτός από την αυτονόητη προσφορά στην πολιτιστική κληρονομιά του τόπου που συνιστά, δίνει και κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία για τις υποχρεώσεις, που επιβάλλει η νομοθεσία στον συλλέκτη. Μπορεί η αρχική εντύπωση στο άκουσμα ενός τέτοιου εγχειρήματος να είναι ότι απαιτείται απλώς χρόνος και διάθεση, στην πραγματικότητα όμως τα πράγματα είναι πολύ πιο πολύπλοκα.
Η συλλογή αντικειμένων που συνιστούν αρχαιολογικά ευρήματα προϋποθέτει την συνεχή επιτήρηση της αρμόδιας Αρχαιολογικής αρχής. Στην προκειμένη περίπτωση οι αρχαιολόγοι του Μουσείου Ηρακλείου κατέγραφαν σε συχνότατη βάση τα εκθέματα, τα «στάμπαραν» με σινική μελάνη, επιθεωρούσαν το σύστημα ασφαλείας, που επιβαλλόταν να υπάρχει για την προστασία τους από επίδοξους διαρρήκτες και φρόντιζαν (στην αρχή τουλάχιστον) για την συντήρηση των ευρημάτων.
«Ως συλλέκτης, μας είπε η κ. Μεταξά, είσαι υποχρεωμένος να έχεις επισκέψιμη την συλλογή για όσους αρχαιολόγους ενδιαφέρονται να την δουν. Έχεις την ευθύνη της φύλαξης, την ευθύνη να μην σπάσει κάτι. Έχεις ουσιαστικά ένα μουσείο με την αποκλειστική ευθύνη της διατήρησης του». Στο υπόγειο του σπιτιού της οικογένειας Μεταξά στήθηκε από την αρχή ένα εργαστήριο καθαρισμού και συντήρησης των αντικειμένων από ειδικό τεχνίτη του Μουσείου Ηρακλείου. «Ήταν πολλά τα κομμάτια που είχαμε -λέει η κ. Μεταξά- και ήταν δύσκολο να τα πηγαίνουμε στο Μουσείο για συμπλήρωση ή επισκευή γιατί ο νόμος και εκεί είναι πολύ αυστηρός. Για να μεταφερθεί ένα κομμάτι στο Μουσείο έπρεπε να γίνει ένα έγγραφο παραλαβής υπογεγραμμένο, να πάει συνοδεία δύο ή τριών ατόμων στο Μουσείο και η ίδια ιστορία να γίνει και στην επιστροφή του. Έτσι αποφασίσαμε να φτιάξουμε το εργαστήρι εδώ».
Την ζωγραφική συμπλήρωση των αγγείων είχε αναλάβει ο αείμνηστος ζωγράφος Θωμάς Φανουράκης, καθώς και τις ζωγραφικές απεικονίσεις των σφραγιδόλιθων. Η συλλογή μεταξύ άλλων αποδείχτηκε πολύ σπουδαία και στις αρχαιολογικές μελέτες, καθώς ενώ στα Μουσεία είναι πολύ δύσκολο να βγει κάποιο κομμάτι από τις προθήκες και τις βιτρίνες, στην συλλογή Μεταξά -όσο στεγαζόταν στην οικία των συλλεκτών- υπήρχε μεγαλύτερη άνεση και ευκολία να πάρει ο αρχαιολόγος στα χέρια του το εύρημα. Επιπλέον στα Μουσεία τα εκθέματα τα έχουν δημοσιεύσει οι ίδιοι οι ανασκαφείς τους ενώ τα εκθέματα της συλλογής που ήταν αδημοσίευτα έδιναν μία πολύ σημαντική ευκαιρία για επιστημονικές δημοσιεύσεις αρχαιολόγων. Έγιναν λοιπόν, δημοσιεύσεις για τα χάλκινα ειδώλια και τα κοσμήματα της συλλογής από Κρήτες αρχαιολόγους, όπως τους Σακελλαράκη, Λεμπέση, Παρλαμά, Καρέτσου, Γραμματικάκη και άλλους.
«Η συλλογή ήταν ένα έργο ζωής για μας, επισήμανε η κ. Μεταξά. Έχουμε πάντως, την ικανοποίηση ότι κάναμε ένα σημαντικό έργο διαφυλάσσοντας τα σπάνια αυτά αριστουργήματα του αρχαίου πολιτισμού μας και εξασφαλίζοντας την παραμονή τους στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, όλα τα πράγματα κάνουν τον κύκλο τους. Κάποτε ο γιος μου, ο Ανδρέας, είπε ότι είναι ευτύχημα που το μεγάλο πάθος του πατέρα του για την συλλογή αρχαίων αντικειμένων είχε κοπάσει τα τελευταία χρόνια γιατί διαφορετικά δεν θα είχαμε κτίσει κανένα ξενοδοχείο».