35 χρόνια χωρίς τον Νίκο Ξυλούρη - Γιατί τον λέμε "Αρχάγγελο της Κρήτης"
35 χρόνια λείπει κι όμως πολλοί εξακολουθούν να αποζητούν την συντροφιά της φωνής του. Κάθε καλοκαίρι αυτό μετριέται ποσοτικά στα μεγάλα δισκοπωλεία της Κρήτης. Και είναι πολλοί οι επισκέπτες, που φεύγοντας από το νησί, θέλουν να πάρουν μαζί τους τον Ψαρονίκο και τις νότες του.
Όμως αυτοί που τον νοσταλγούν όλο και περισσότερο είναι οι ντόπιοι. Στα Ανώγεια δεν πας σε καφενείο και ταβέρνα και να μην ακούσεις αναφορές στο όνομά του. Ή να μη δεις μία φωτογραφία του σε κάποια γωνιά. Δεν είναι τυχαίο. Ο Ψαρονίκος δεν ήταν μόνο το αηδόνι της εποχής και της περιοχής. Ήταν και ο καλός φίλος. Ο γλεντζές. Ο άνθρωπος της παρέας.
Γεννήθηκε σε μία εποχή δύσκολη για την Κρήτη, στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια. Οι γονείς του είχαν 6 παιδιά (τρία αγόρια και τρία κορίτσια). Ο Νίκος ήταν το τέταρτο κατά σειρά.Ήταν πέντε ετών, όταν το χωριό του κάηκε από τους Γερμανούς που μετέφεραν τα γυναικόπαιδα στο Μυλοπόταμο. Όλα τα παιδιά μπήκαν σε οικοτροφείο. Κι ο Νίκος μαζί. Γρήγορα το τραγούδι του, τον μετατρέπει σε ευνοούμενο όλων. Ο δάσκαλός του αναγνώρισε αμέσως το ταλέντο του και όταν αργότερα τελείωσε ο πόλεμος και όλοι επέστρεψαν στ’ Ανώγεια, έπεισε τον πατέρα του -ο οποίος έως τότε αρνιόταν - να του αγοράσει μια λύρα.
Ο Νίκος επέμενε ότι ξέρει να παίζει λύρα. Χωρίς καν να την έχει πιάσει στα χέρια του. Από παιδί πήγαινε στα πανηγύρια του χωριού του, έστεκε δίπλα στον σπουδαίο λυράρη τον Μανώλη Πασπαράκη, παρατηρούσε τις κινήσεις του και μετά έπαιρνε ξύλα και έκανε πως έπαιζε λύρα. Φυσικά, έπαιζε λύρα με το ... στόμα του. Από ’κει έβγαινε η μουσική.
Σε ηλικία 17 ετών, ο Νίκος Ξυλούρης κατεβαίνει για πρώτη φορά να δουλέψει στο Ηράκλειο, όπως έλεγε αργότερα σε αφηγήσεις του ο ίδιος. Και εκεί τα βρίσκει στην αρχή "σκούρα".
«Εις τα ορεινά χωριά της Κρήτης δεν ημπορούσε να εισχωρήσει αυτό που εισχώρησε στις πόλεις. Εκεί χόρευαν ταγκά, βάλσα, ρούμπες, σάμπες, και είμαστε υποχρεωμένοι εμείς να τα μάθουμε αυτά τα τραγούδια, να τα παίζουμε στα πανηγύρια και στους γάμους, για να μπορούμε να ζήσουμε και να βγάζουμε τα έξοδά μας, και να τους κάνουμε σιγά - σιγά ν’ αλλάξουνε και ν’ αγαπήσουνε την Κρητική Μουσική!» έλεγε.
Αλλά ακόμη πιο χαρακτηριστική για την εποχή είναι η αφήγηση ενός άλλου καλού κρητικού: του Γιώργου Αεράκη.
"Στη οδό Χάνδακος, απέναντι από τα τυπογραφεία της εφημερίδας "Μεσόγειος" σε ένα αρκετά μεγάλο υπόγειο, θα βρει διέξοδο η δίψα των κατοίκων του Ηρακλείου για παραδοσιακή διασκέδαση. Ο Κίμων Μανουράς και ο Νταρολευτέρης (κουνιάδος και γαμπρός) θα ρισκάρουν ο μεν πρώτος τις οικονομίες του από το καφενείο ο δε δεύτερος τα έσοδα από την πώληση 100 προβάτων και θα τολμήσουν να ανοίξουν τον "ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ", το πρώτο οικογενειακό κέντρο κρητικής μουσικής στο Ηράκλειο. Ο καλλιτέχνης που θα κρατήσει το πρόγραμμα για την πρώτη σεζόν που ήταν το 1967 ήταν ο Νίκος Ξυλούρης με πασαδόρους τον αδελφό του τον Γιάννη, τον Γιάννη Σταυρακάκη και τον Στέλιο Αεράκη. Τύχη αγαθή μου επεφύλαξε να είμαι γιος του Νταρολευτέρη και ανιψιός του Κίμωνα. Με κοντά παντελόνια ανεβασμένος σε ένα αναποδογυρισμένο καφάσι μπύρας, κρατούσα τα οικονομικά της επιχείρησης και με τα μάτια διάπλατα ανοικτά, ρουφούσα παραστάσεις.
Αυτό που γινόταν κάθε βράδυ στον Ερωτόκριτο, είναι δύσκολο να περιγραφεί. Οι έχοντες καταγωγή από τα χωριά της Κρήτης, θέλοντας να αναπαραγάγουν στην πόλη τους γνωστούς για αυτούς τρόπους διασκέδασης, θα προσέρχονται συν γυναιξί και τέκνοις για να ακούσουν κρητική μουσική. Στο ρεύμα αυτό θα συμπαρασυρθούν και οι ηρακλειώτες και η κρητική μουσική από ετοιμοθάνατη, θα αναρρώσει, θα βγάλει φτερά και θα γίνει με την πάροδο του χρόνου κύριος τρόπος διασκέδασης. Βέβαια καθώς η κρητική μουσική δεν έχει χορό όπου το αρσενικό μπορεί να ψιθυρίσει μυστικά, στο αυτί του αντικειμένου του πόθου του, (η σούστα δεν προσφέρεται και τόσο), οι καλλιτέχνες υποχρεώνονται εκ των πραγμάτων τις μικρές ώρες να κάνουν ένα διάλειμμα ευρωπαϊκό. Και ήταν μαγικό να ακούς τον Ψαρονίκο να τραγουδάει παίζοντας λύρα, το παθητικό ταγκό "η γυναίκα που ένιωσα ...".
Το 1969 ηχογραφεί την «Ανυφαντού», ένα τραγούδι που κυριολεκτικά «σπάει ταμεία» μέσα στην παραδοσιακή δισκογραφία της εποχής. Το 1970 κατεβαίνει στ’ Ανώγεια, ο Γενικός Διευθυντής της COLUMBIA, Τάκης Λαμπρόπουλος, που ήδη οι δυνατότητες του κρητικού τραγουδιστή και λυράρη, τον έχουν εντυπωσιάσει. Τον ακούει να τραγουδά ζωντανά σ’ ένα γάμο και του ζητά συνεργασία. Ετσι, η φωνή του Νίκου Ξυλούρη, θα περάσει πλέον πέρα από τα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, στη σύγχρονη «έντεχνη» δημιουργία επώνυμων συνθετών (Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Χάλαρης κ.α.), δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στη γνήσια κρητική έκφραση και το παραδοσιακό τραγούδι της Κρήτης, ν’ αποκτήσουν πανελλήνια εμβέλεια.
" Το 1969 -λέει σε μία σπάνια συνέντευξή της η σύντροφός του Ουρανία-ερχόμαστε για πρώτη φορά στην Αθήνα για εμφανίσεις στο κέντρο «Κονάκι», και τον Σεπτέμβριο γίνεται η μόνιμη εγκατάστασή μας στην πρωτεύουσα. Έχει ήδη φύγει από τα κρητικά μαγαζιά ο Νίκος, και τραγουδά σε μπουάτ της Πλάκας.
Με τον Γιάννη Μαρκόπουλο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο «Χρονικό». Έξι μήνες μετά, κυκλοφορεί ο δίσκος αναφορά στα «Ριζίτικα» της Κρήτης. Τον Μάϊο του 1971, ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στην μπουάτ «Λήδρα», στην Πλάκα, μέσα στην καρδιά της δικτατορίας. Η φωνή του Νίκου Ξυλούρη γίνεται σημαία αντίστασης. «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια και αγριμάκια μου...
Δύσκολα εκείνα τα χρόνια. Ο Νίκος κυνηγήθηκε. Ήταν απαγορευμένος και από το Ραδιόφωνο και από την Τηλεόραση.
Ακολουθούν δύο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η «Ιθαγένεια» και ο «Στρατής ο Θαλασσινός». Ερχεται στη συνέχεια η συνεργασία του με τον Σταύρο Ξαρχάκο («Διόνυσε καλοκαίρι μας», «Συλλογή»), τον Χριστόδουλο Χάλαρη («Τροπικός της Παρθένου», «Ακολουθία»), και τον Χρήστο Λεοντή («Καπνισμένο Τσουκάλι»).
Και έπειτα το καλοκαίρι του 1973 το «Μεγάλο μας Τσίρκο». Η παράσταση που ανεβάζουν στο θέατρο «Αθήναιον», η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος, με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Ο Νίκος Ξυλούρης κρατά τον καθοριστικό ρόλο του τραγουδιστή στην παράσταση αυτή. Μια παράσταση - σταθμός στην καριέρα του. Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου, του Δημήτρη Χριστοδούλου, του Λίνου Κόκοτου και του Ηλία Ανδριόπουλου. Τραγουδά όμως πάντα και παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης και κάποια λαϊκά του Στέλιου Βαμβακάρη.
Ακούστε τον σε μία συνέντευξη που έδωσε πριν χρόνια στον Γιώργο Παπαστεφάνου
Τα τραγούδια του τα μάθαινε στο πόδι. Δεν είχε χρόνο για πρόβες. Τα μάθαινε, ακούγοντας την κασέτα στο σπίτι, στο αυτοκίνητο. Τραγουδούσε μαζί και το μάθαινε. Μάλιστα, ο Ξαρχάκος, τον ήθελε πάντα στα τραγούδια του αυθεντικό, γι’ αυτό και τον καλούσε στο στούντιο για ηχογράφηση, συνήθως, χωρίς πρόβα. Ετσι έγινε και με το τραγούδι «Ητανε μια φορά». Το ηχογράφησε ο Νίκος χωρίς να το ξέρει. Χωρίς καμία πρόβα.
Η σύζυγος του Νίκου, Ουρανία Ξυλούρη
Ο Ψαρονίκος έφυγε από κοντά μας νωρίς. 8 Φλεβάρη του 1980. Σαν σήμερα. Ο τόπος του τον ξεπροβόδισε με μαντινάδες. 35 χρόνια μετά τον λέμε ακόμη "Αρχάγγελο της Κρήτης". Λίγοι θυμούνται γιατί.
Ήταν ένα στιχούργημα που έγραψε για αυτόν ο γνωστός Ηρακλειώτης δικηγόρος Γιώργης Τσικαλάς, που περιέγραφε την εικόνα γλαφυρά. Και έλεγε:
Στο κατακλείδι τ’ ουρανού στο φόλι του Συμπάντου
κάθεται μπροσταρόκριγιος σ’ ανέφαλ’ ασημένιο
ο παντοκράτης Βασιλιάς π’ ούλα τα χαζιρεύγει
ψεύτη κι αθάνατο ντουνιά δίχως συμβουλατόρους
π’ ούλη την Πλάση συντηρά με στρουφιχτό αμάτι
πούχει πατούγιες άγγελους και στ’ όνομά του ψάλλουν
ύμνους από τα Χερουβίμ κι άσματα των ασμάτω!
Μα ιντά ’χει σήμερα ο Θεός, όχι θεόψυχά μου
κι εζήλεψε ντως τω θνητώ στσι καλοπέρασές τως;
Τραγούδια κι οργανά ’κουσε απού τον Ψηλορείτη
κι αμέσως τα αγγελικά λαρύγγια βουβάθηκαν
κουνιούνται τα συθέμελα τα ριζιμιά χαράκια
η σφαίρα η θεοτική του πέφτει απού τα χέρια
κι ανταριασμένος στρέφεται στσι δύο ντου Αρχαγγέλους:
- Ποιός είναι ο τραγουδιστής ποιός είναι ο παιχνιώτης
απού ’χει τρίδιπλες χορδές στη λύρα και στο στόμα,
και σαν τσι κρούσει τσι χορδές ντροπιάζει τους αγγέλους
τ’ αηδόνια ξενιτεύγει τα και τα νερά παγώνει
καμπάνες αργυροχυτές ραΐζει και χαλά τσις
και τη δική μου την καρδιά την έχει ξεσηκώσει;
Τί Παντογνώστης είμ’ εγώ και δεν τόνε γνωρίζω;
Τί Παντοκράτης είμ’ εγώ και τόνε χαίρουντ’ άλλοι
οι δούλοι κι οι φαμέγοι μου απού τον κάτω Κόσμο;
- Ετούτος είναι κύριε των Κρητικών ο Μέγας.
Ο Νίκος ο Ψαρονίκος ο Νίκος ο Ξυλούρης.
που εσύ τονε μπεγιέντισες για τσι χορδές του μόνο,
μα ο Χάρος κάνει κάλεσμα για την αγνή Ψυχή του
π’ αξίζει περισσότερο απ’ ούλα σου τα έχη.
- Σύρτε φτερό Αρχάγγελοι δεξά μου φέρετέ τον
και τη φωνή και την ψυχή τα θέλω για δικού μου
και με τσ’ ανθρώπους τσι θνητούς δεν κάνω εγώ παζάρια.
Γλακάτε να προκάμετε του Χάρου το δραπάνι
πριχού του πάρει την ψυχή και τηνε μαγαρίσει
να τηνε κάμω κόνισμα την ανθρωπιά να μάθω
και να μου γλυκοτραγουδεί τσι ταπεινές τσι χάρες.
Βαρά η καλογερική βαρά και η θεότη
κόπιασε φίλε Νικολή στο θεϊκό κονάκι.
- Πριχού να γίνει Κύριε η Θεία εντολή σου,
τάξε μας πω δα ’ναμαστε και μεις ζερβόδεξά ντου
οι δύο ντου λαουτάρηδες στο Θεϊκό το γλέντι.
Ετσά τον πήρεν ο Θεός εις τα δικά ντου Ανώγεια.
Ετσά τον πήρεν ο Θεός κι ο Χάρος τον εχάσε.
Βάλε ταβερναρά κρασί να πιω με το Θεό μου
να ζαλιστεί να μεθυστεί να τόνε καταφέρω
μπάε και κάμει το μιστό για το καλό της Κρήτης.
Επιμέλεια: Μ.Κορνάρου
Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στο ekriti και υπόκειται στους νόμους περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή του καθ’ οιονδήποτε τρόπο χωρίς την απαραίτητη παραπομπή (link) στην ιστοσελίδα που το δημοσίευσε.