Αφιερωματα

Βιογραφίες

Διονύσης Σαββόπουλος: Ποιός σας κούρδισε;


 
Ο "Νιόνιος" είναι ένας άνθρωπος που ήρθε από μακριά κι αυτό το εισπράττεις κάθε φορά που σου κουβαλά τα τραγούδια του. Σου ζωγραφίζει την εποχή, στη βάζει στο κάδρο, κι όσο την κοιτάς νιώθεις τη γροθιά στο στομάχι. Ο Σαββόπουλος ήταν για καιρό το τελευταίο καταφύγιο ενός ασυμβίβαστου ρομαντισμού, που οι περισσότεροι περιφέρουμε εν κρυπτώ. Ίσως γι' αυτό -μερικούς- μας πόνεσαν οι κατοπινές αλλιώτικες ρότες του. Συμφώνησα απεριόριστα με το απόφθεγμα του Αρανίτση: "Παλιά, ντρεπόμαστε που δεν μοιάζαμε με τον Σαββόπουλο, σήμερα ντρεπόμαστε που μας μοιάζει".
Εν τούτοις, του χρωστώ κάτι σπουδαίο. Ήταν αφορμή να μάθω να ξεχωρίζω το έργο από τον δημιουργό του. Ο Νιόνιος, θαρρώ, για χρόνια μας παραπλάνησε με εκείνο το παράξενο καπέλο, τις ομπρέλες και τις τρέλες του. Σαν να μας υποσχέθηκε το ανέφικτο: ότι δεν θα μεγαλώσει και δεν θα σοβαρευτεί ποτέ. Αλλά ... μεγάλωσε. 
Βαλθήκαμε να τον κατηγορήσουμε για την απόλυτη συμμόρφωσή του στην ανθρώπινη μοίρα, στην οποία όλοι υποκύψαμε πολύ νωρίτερα. Μόνο που εκείνος άργησε και μας ξεγέλασε.


 
-------------------------------------------------------------------------------------

- Γιατί φόρεσες αυτό το γελοίο καπέλο;
- Για να προκαλώ γέλιο. 
- Γιατί ντύνεσαι έτσι;
- Έτσι είμαι ωραίος. Εσείς οι άλλοι είστε ίδιοι κι απαράλλαχτοι. Ίδια ρούχα, ίδιες χειρονομίες. Ποιος σας κούρδισε έτσι;

 

Μάρτιο του '67, ο 23άχρονος Διονύσης Σαββόπουλος, επιθετικά ειλικρινής και με τη σουρεαλιστική και προκλητική διάθεση μιας γενιάς που ανακάλυπτε τη φιλοσοφία του ροκ εν τη γενέσει του, έπαιζε με τις ερωτήσεις που του έκανε ο Δημήτρης Γκιώνης για τη «Δημοκρατική Αλλαγή». Τέσσερις μήνες είχαν περάσει από την κυκλοφορία του «Φορτηγού» και τέσσερα χρόνια από τότε που με ένα τέτοιο είχε κατεβεί στην Αθήνα.

Το στίγμα του το 'χε δώσει εξαρχής: είχε έρθει για να ξεκουρδίσει την ομοιομορφία με τα τραγούδια και την «άναρχη φωνή» του. Το επόμενο διάστημα θα αποδείκνυε κι ό,τι είχε σαφώς υπαινιχθεί από τον πρώτο του δίσκο: τα τραγούδια του δεν ήταν ούτε ακριβώς ροκ ούτε ακριβώς «νέο κύμα», αλλά κάτι που χρειαζόταν το ονοματεπώνυμό του για να αποτελέσει κατηγορία: Διονύσης Σαββόπουλος.

Δεν χρειάστηκε να περάσουν πενήντα σχεδόν χρόνια παρουσίας στην ελληνική μουσική σκηνή για να συνειδητοποιήσουμε ότι αποτελεί ένα είδος μόνος του, και μάλιστα από όσα επηρέασαν την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού. 
Ο Διονύσης Σαββόπουλος γεννήθηκε το Δεκέμβριο του '44 στη Θεσσαλονίκη κι εκεί έζησε μέχρι τα 19 του. «Στο διάστημα αυτό», έλεγε κάποτε ο ίδιος, «επιχείρησα να μάθω μουσική, αλλά δεν τα κατάφερα (...) μάλλον γιατί εκ φύσεως μού είναι δύσκολο να μελετήσω οτιδήποτε συστηματικά, δηλαδή χωρίς συναίσθημα...».

Τα πρώτα του ακούσματα είναι από το ραδιόφωνο. Άκουγε «λαϊκά, ελαφρά, απ' όλα. Μετά που αγοράσαμε πικ-απ άκουγα ξένα. Γοητευόμουν με την άγνωστη γλώσσα...». Και τα πρώτα τραγούδια; «Παιδιόθεν», εξηγούσε κάποτε, «ψιλομουρμούριζα περιγραφές προσώπων (...) Μετά στα πάρτι, τα κορίτσια προτιμούσαν πάντα έναν μπασκετμπολίστα από μένα εγώ, να πούμε, καθόμουν κι έβαζα τους δίσκους. Τότε έγραψα τη "Συννεφούλα"...».

Λίγο αργότερα έγραψε και το «Μη μιλάς άλλο γι' αγάπη», το δεύτερο από τα ερωτικά τραγούδια που θα συμπεριληφθούν αργότερα στο «Φορτηγό». «Τότε δεν μπορούσα ακόμα να συνδυάσω το ερωτικό με το πολιτικό στοιχείο, πράγμα που συνέβη αργότερα με τη "Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ", όταν έγινα συνθέτης», σχολιάζει σήμερα.
 

Αποφοιτώντας το '62 από το γυμνάσιο και μπαίνοντας στη Νομική είχε ανακαλύψει την ποίηση («Ξεκινάω από τον Ασλάνογλου, τον Χριστιανόπουλο, τον Αναγνωστάκη και τον Πεντζίκη...»). Και την πολιτική: «Έζησα με πάρα πολύ μεγάλη ένταση το πολιτικό κλίμα της εποχής. Πτώση Καραμανλή, δολοφονία του Λαμπράκη, άνοδος του Παπανδρέου στην εξουσία. Αλλά μετά από κάθε διαδήλωση επέστρεφα σπίτι μου και λιγοθυμούσα, διότι, κατά βάθος, δεν ήμουν για αυτά: δυσκολευόμουν πάρα πολύ ανέκαθεν να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα (...). Τελικά δεν ήταν δυνατόν να αποφύγω να φτάσω στο σημείο εκείνο στο οποίο φτάνει κάθε "απροσάρμοστο" παιδί, δηλαδή: εγκατάλειψη πατρικής στέγης, αδιαφορία για επαγγελματική τακτοποίηση, ωτοστόπ, Αθήνα, αλητεία...».

Και νάτο το φορτηγό με το οποίο φτάνει στην Αθήνα. Πρώτο βράδυ, και με τις μοναδικές του 100 δραχμές στην τσέπη πάει στον Τσιτσάνη για να τις ξοδέψει ακούγοντας την «Αρχόντισσα». Μετά πάει και στο «Παρκ», ζητώντας μια θέση στη χορωδία: «Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, "Μαγική Πόλη" -και αποτάθηκα σε έναν με μεγάλο κεφάλι που ήταν υπεύθυνος εκεί, τον Μάνο Λοΐζο. Δεν μπόρεσε να μου εξασφαλίσει δουλειά αλλά το πήρε ζεστά και με φιλοξένησε για καιρό στο σπίτι του στον Ταύρο...». 

Ο Λοΐζος ή ο Μαμαγκάκης τον περιμαζεύουν όταν «ξεμένει». Πολύ συχνά. «...Το καλοκαίρι του '64 γύρναγα άστεγος και νηστικός και κάθε βράδυ διερρήγνυα τα γραφεία του "Συλλόγου Μπέρτραντ Ράσελ για την Ειρήνη", κοιμόμουν κι έφευγα σκαστός το πρωί». 
Για να ζήσει αναγκάζεται να δοκιμαστεί σε διάφορα επαγγέλματα: από γκαρσόνι και μπογιατζής μέχρι γυμνό μοντέλο, στην τάξη του Γιώργου Μαυροΐδη στην ΑΣΚΤ, αλλά και δημοσιογράφος στον «Ελεύθερο Τύπο» του Καβαφάκη.
 

Με τη μουσική δεν σταματά φυσικά να ασχολείται. Εξετάζει μάλιστα και την προοπτική να γίνει επαγγελματίας τραγουδιστής. Πρωτοεμφανίζεται σε ένα κινηματοθέατρο στο Κερατσίνι και λίγο αργότερα στη «Στοά», κοντά στη Μαρία Φαραντούρη. Το 1965 κάνει και μια εμφάνιση στα «Δειλινά», που θα διαρκέσει λιγότερο από ένα βράδυ: «Τραγούδαγα κι ερχόταν μια φουκαριάρα μ' ένα πανέρι με λουλούδια και με καπέλωνε κάθε πέντε λεπτά... Νευρίασα κομμάτι, τα βρόντησα κάτω, έσπασα κιθάρες, ενισχυτές, μικρόφωνα και σταμάτησε η δουλειά...».

Τολμηρός ή «ανάγωγος» όπως δήλωνε ο ίδιος κάποτε, στα «Δειλινά» μεν την πλήρωσε και έφαγε αγωγή για αποζημίωση, όχι όμως και μπροστά στον Αλέκο Πατσιφά της «Lyra», όπου το '65 τον οδηγεί ο Μαμαγκάκης- αφού έχει κάνει πρώτα την κατάλληλη εισαγωγή. Να τι έχει διηγηθεί ο Σαββόπουλος για εκείνη την ιστορική συνάντηση: «Ο Πατσιφάς δεν με ήθελε με κανέναν τρόπο, επειδή κοτζάμ εκδότη τον αποκαλούσα "κύριε εργοδότα" και επειδή στην ακρόαση είχα τραγουδήσει τόσο εκκωφαντικά και εφιαλτικά τη "Μαϊμού" που σηκώθηκε όλη η Κριεζώτου στο πόδι και ήρθε η αστυνομία μπας και γίνεται έγκλημα...!».

Θα ξανάκανε το ίδιο ο σημερινός Σαββόπουλος; «Όχι», μας απαντά, καθώς βρίσκει εκ των υστέρων τη στάση του ανάγωγη και επιθετική, συνεπή ωστόσο και με τα 20 του χρόνια και με ό,τι είχε ώς τότε περάσει. Πάντως, Φεβρουάριο του '65 βγαίνει από τη «Lyra» ο πρώτος του δίσκος με τέσσερα τραγούδια («Εγερτήριο», «Μια θάλασσα μικρή», «Τα πουλιά της δυστυχίας», «Μη μιλάς άλλο γι' αγάπη»- τρία εκ των οποίων θα συμπεριληφθούν και στο «Φορτηγό»).

Και, Δεκέμβριο του '65 στην «Επιθεώρηση Τέχνης» ο Γιάννης Καλεώδης δημοσιεύει και την πρώτη-πρώτη κριτική που γράφτηκε ποτέ για εκείνον. Και τι διορατικότητα! «Θα μπορούσαμε να πούμε», επισημαίνει, «πως τα τραγούδια του εισβάλλουν απότομα, σχεδόν βάναυσα στον κόσμο μας τον τακτοποιημένο και προσπαθούν να τον αποταξινομήσουν. Έρχονται αρματωμένα με νοήματα και αιχμές (...) φαντάζουν ίδια σατιρικά ή λυρικά, ανάλογα, ξίφη που καμακώνουν τις τύψεις μας για κάποιες ευθύνες που μεταθέσαμε».

Νοέμβριο του 1966 βγαίνει το «Φορτηγό» με το εξώφυλλο του Αλέξη Κυριτσόπουλου -μια ακόμα σχέση ζωής του Σαββόπουλου. «Ηταν 17 τραγούδια, αλλά η λογοκρισία είχε κόψει εκείνα τα 5 που βγήκαν μετά με το "Δέκα χρόνια κομμάτια"». Ο δίσκος περιλαμβάνει τους Πλανόδιους (Μάγοι, Ζωζώ, Μαϊμού και Μπουλούκι) και τα: «Η Συννεφούλα», «Το Δέντρο», «Βιετνάμ γιε-γιε», «Ηλιε-ήλιε αρχηγέ», «Τα κορίτσια που πηγαίνουν δύο-δύο», «Τα πουλιά της δυστυχίας», «Μη μιλάς άλλο γι' αγάπη», «Οι παλιοί μας φίλοι».

Αυτό το τελευταίο ξεχωρίζει σήμερα ο Διονύσης Σαββόπουλος, ίσως γιατί για τους φίλους του πάντα έπαιζε. Γι' αυτούς «τόλμησε» να συμπεριλάβει λέξεις που λέγονταν στις παρέες τους («νταβατζής» π.χ.) στα τραγούδια εκείνης της συντηρητικής εποχής. «Το κοινό μου ήταν αυτό όπου έπαιζα: 300 άτομα». 
«Τα τραγούδια μου είναι μια σειρά αμφιβολιών που με φέρνουν στο "αμήν"», έλεγε ο ίδιος το '67 στον Δημήτρη Γκιώνη. «Εσείς γιατί επιτρέπετε να βγαίνει η εφημερίδα σας μ' αυτά που γράφει κι όχι μ' αυτά που θα 'θελε να γράφει;» απαντούσε στον δημοσιογράφο που τον ρώτησε γιατί δεν αντιδρά στη λογοκρισία. 

Τον πολιτικό τους λόγο τον διατηρούν βέβαια αυτά τα τραγούδια. Κι όχι μόνο όσα τον εκφράζουν με σαφήνεια, όπως το «Βιετνάμ», ή που τον υπαινίσσονται όπως «Τα πουλιά της δυστυχίας», αλλά κι εκείνα που περιγράφουν τη μοίρα της Ζωζώς ή των νεαρών εφήβων. Πολύ αργότερα, το 1975, ο Σαββόπουλος εξηγεί:«Μέχρι τώρα τα κατάφερα να μην υπογράψω καμία δήλωση πολιτικών φρονημάτων (...) Πράγματι είμαι ένα περίεργο είδος αριστερού που γεννήθηκε με τον Εμφύλιο και που δεν δέχεται να εκλέξει με τους όρους που του θέτει αυτός ο Εμφύλιος...».
Έχει περάσει η χούντα, η φυλάκισή του στην Ασφάλεια και η φάλαγγα, οι προπηλακισμοί του στο δρόμο. Ο ίδιος έχει βγάλει ήδη «Το Περιβόλι του Τρελλού» (1969), τον «Μπάλλο» (1971), το «Βρώμικο Ψωμί» (1972), τα «Δέκα Χρόνια Κομμάτια». Κι έχουν περάσει οκτώ χρόνια από τότε που έλεγε: «Ξεκινάς για μια εκδρομή που το τέλος της δεν έχει καμμία σχέση με ό,τι φαντάστηκες...».

• Τα αποσπάσματα είναι από συνεντεύξεις στους Γ. Πηλιχό («Ταχυδρόμος», 1975), Αθανασόπουλο-Γαλάντη («Διαβάζω», 1978), Φ. Λάδη («Η Γενηά», 1966), Γ. Λιάνη («Επίκαιρα», 1972), Κ. Λαχά («Μακεδονική Ωρα», 1966) καθώς και από την έκδοση «Ο Σαββόπουλος στη Lyra».


Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στο ekriti και υπόκειται στους νόμους περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή του καθ’ οιονδήποτε τρόπο χωρίς την απαραίτητη παραπομπή (link) στην ιστοσελίδα που το δημοσίευσε. 
ESPA BANNER