Αφιερωματα

Βιογραφίες

Γιώργος Σεφέρης: Εκφραστής του ποιητικού μοντερνισμού και στοχαστικός διπλωμάτης

του Δημήτρη Δασκαλόπουλου

Ο Γιώργος Σεφέρης, όπως και αρκετοί άλλοι συγγραφείς της νεώτερης λογοτεχνίας μας (Κ.Π. Καβάφης, Κώστας Βάρναλης, Ηλίας Βενέζης, Τάσος Αθανασιάδης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Στρατής Τσίρκας), προέρχεται από τον περιφερειακό Ελληνισμό. Γεννήθηκε, μαζί με τον εικοστό αιώνα, το 1900 στη Σμύρνη, και μάλιστα σε σημαδιακή ημερομηνία: 29 Φεβρουαρίου (με το παλιό ημερολόγιο), γεγονός στο οποίο αναφερόταν κάθε τόσο με τρόπο χιουμοριστικό. Όταν στα 1939 συναντήθηκε με τον Χένρυ Μίλλερ, ο Αμερικανός συγγραφέας τον ρώτησε πόσων χρόνων είναι και ο Σεφέρης τού απάντησε πως σε μερικούς μήνες θα γιόρταζε τα δέκατα γενέθλιά του!

Έχουν γραφτεί πολλά για την ελληνική Σμύρνη των αρχών του 20ού αιώνα, προτού δηλαδή μεταμορφωθεί από σύμβολο ευημερίας σε σύμβολο καταστροφής. Σήμερα, γεγονότα, πρόσωπα, αφηγήσεις και περιστατικά είναι τυλιγμένα στην αχλύ του θρύλου και της νοσταλγίας. Και όμως, ο Γιώργος Σεφεριάδης, πρωτότοκος γιος του Στέλιου Σεφεριάδη και της Δέσπως Τενεκίδη, αισθανόταν διαφορετικά τη σχέση του με τη γενέθλια πόλη. “Η Σμύρνη”, θα γράψει, “ήταν το ανυπόφορο σχολειό, τα πεθαμένα βροχερά κυριακάτικα απογέματα πίσω από το τζάμι, η φυλακή. Ένας κόσμος ακατανόητος, ξένος και μισητός. Η Σκάλα του Βουρλά ήταν ό,τι αγαπούσα (...) ήταν για μένα ο μόνος τόπος που, και τώρα ακόμη, μπορώ να ονομάσω πατρίδα με την πιο ριζική έννοια της λέξης: ο τόπος όπου βλάστησαν τα παιδικά μου χρόνια (...) Αν η ζωή μου έγινε όπως έγινε και ξετυλίχτηκε πάνω σε δυο παράλληλους δρόμους ­ ένα δρόμο υποχρεώσεων, υπομονής και συμβιβασμών, κι έναν άλλον όπου περπάτησε χωρίς συγκατάβαση, ελεύθερο, το βαθύτερο εγώ μου ­ είναι γιατί γνώρισα κι έζησα, τα χρόνια εκείνα, δυο κόσμους ξεχωρισμένους καθαρά: τον κόσμο του σπιτιού της πολιτείας και τον κόσμο του σπιτιού της εξοχής”.

Η οικογένεια Σεφεριάδη θα αποκτήσει δύο ακόμη παιδιά: την Ιωάννα (1902), μετέπειτα σύζυγο Κωνσταντίνου Τσάτσου, και τον πρόωρα χαμένο Άγγελο (1905-1950), που ξενιτεύτηκε και τον βρήκαν ένα πρωινό νεκρό στο μοναχικό δωμάτιό του στην Καλιφόρνια. Ο πατέρας, Στέλιος Σεφεριάδης, δικηγορούσε στη Σμύρνη, έγραφε ποιήματα, μετέφραζε αρχαίους Έλληνες τραγικούς και ξένους ποιητές. Λέγεται ότι ο δύσκολος Καβάφης ανέφερε συχνά στίχους του Στέλιου Σεφεριάδη. Προβλέποντας το αβέβαιο μέλλον του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία, ο Σεφεριάδης, που αργότερα θα γίνει καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ακαδημαϊκός, μετέφερε το 1914 την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου ο ποιητής θα τελειώσει το σχολείο και θα αποκτήσει τους πρώτους ελλαδίτες φίλους. Το λόγιο οικογενειακό περιβάλλον θα επιδράσει και στα τρία παιδιά, αλλά ο πρωτότοκος γιος βρισκόταν συνεχώς κάτω από την παρακολούθηση του απαιτητικού και αυστηρού πατέρα.

Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 θα βρει τον Σεφέρη φοιτητή στο Παρίσι, όπου, κατά τον δικό του λόγο, σπούδαζε “νομικά και πολλή λογοτεχνία”. Το τραύμα της Καταστροφής θα παραμείνει βαθύ και ανεπούλωτο στην υπόλοιπη ζωή του ποιητή. Στο Παρίσι της εποχής εκείνης, όπως θυμάται ο Θανάσης Πετσάλης Διομήδης, υπήρχαν “πολλοί νεαροί Έλληνες που σπούδαζαν και άνοιγαν τα μάτια τους”: ο γλύπτης Μιχ. Τόμπρος, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Γ.Κ. Κατσίμπαλης, ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας, ο Άγγελος Κατακουζηνός, ο μουσικός Πετρίδης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Ηλίας Τσιριμώκος, η Ελένη Χαλκούση. Στην κρίσιμη για τη διαμόρφωση της δημιουργικής του πορείας δεκαετία 1920-30, ο Σεφέρης βρίσκεται υπό τον αστερισμό της γαλλικής λογοτεχνίας, παλαιότερης και σύγχρονης, και ιδίως υπό την σκιά του Λαφόργκ και του Βαλερύ. Γράφει και σκίζει στίχους σε μια προσπάθεια να αρθρώσει την προσωπική του φωνή. Η πεπατημένη δεν τον ικανοποιεί. Θέλει να απαλλάξει τον λόγο του από τον υπερβολικό συναισθηματισμό των εύκολων στίχων και πειραματίζεται με ρυθμούς και μέτρα που δεν ήταν οικεία στη σύγχρονή του ελληνική ποίηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρώτη του συλλογή (Στροφή”, 1931) εμφανίζεται όταν ο ίδιος έχει κιόλας περάσει τα τριάντα του χρόνια, ηλικία μάλλον εκπρόθεσμη, αν σκεφτούμε πότε πρωτοεμφανίστηκαν, με πρωτόλεια έστω, παλαιότεροι ή περίπου συνομήλικοί του ποιητές. Η αντιφατική υποδοχή που επεφύλαξε η κριτική στη “Στροφή” και η έκδοση ενός ολόκληρου βιβλίου που προσπαθούσε να προσδιορίσει τα καινοφανή στοιχεία της συλλογής, γραμμένο από έναν μόλις εικοσάχρονο κριτικό που άκουγε στο όνομα Αντρέας Καραντώνης, μοιάζει μ' ένα περίεργο στοίχημα που δικαιώθηκε από τον χρόνο.

Το 1925 επιστρέφει στην Ελλάδα και στο τέλος της επόμενης χρονιάς διορίζεται στο υπουργείο των Εξωτερικών. Οι συνεχείς υπηρεσιακές του μετακινήσεις από εδώ και στο εξής θα επιτείνουν στη συνείδησή του το αίσθημα του ανέστιου και του πρόσφυγα. Περίπου τα 25 από τα συνολικώς 35 χρόνια της καριέρας του στο υπουργείο θα τα υπηρετήσει σε διάφορα πόστα εκτός Ελλάδος: Λονδίνο (1931-34), Κορυτσά (1936-37), Αίγυπτος - Νότιος Αφρική (1941-44), Άγκυρα (1948-50), Λονδίνο (1950-51), Βηρυτός (1952-56, με αρμοδιότητες για τον Λίβανο, τη Συρία, την Ιορδανία και το Ιράκ), για να τερματίσει τη σταδιοδρομία του ως πρέσβης στο Λονδίνο και πάλι, κατά το κρίσιμο διάστημα (1957-62), που θα οδηγήσει στην ανεξαρτησία τής Κύπρου. Αν τον συγκρίνουμε, λ.χ., με τον Παλαμά, ο οποίος έζησε στην Αθήνα την “ασάλευτη ζωή” του, ή ακόμη και με τον Καβάφη, ο οποίος ταυτίστηκε, σχεδόν αμετακίνητος, με τη γενέθλια Αλεξάνδρειά του, ο Σεφέρης εκπροσωπεί τον πλάνητα Οδυσσέα, τον άνδρα-σύμβολο που “πολλών ανθρώπων οίδεν άστεα και νόον έγνω”, μαστιζόμενος από τη νοσταλγία της επιστροφής στην εστία του. Τη θαλπωρή της εστίας θα την αισθανθεί ο ποιητής μόνον κατά τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του, όταν θα αποσυρθεί από την υπηρεσία και θα εγκατασταθεί στο σπίτι της οδού Άγρας, πίσω από το Παναθηναϊκό Στάδιο.

Στο Λονδίνο του 1931 θα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με την ποίηση του Έλιοτ. “Παραμονές Χριστούγεννα του 1931”, θα γράψει πολύ αργότερα, “κοίταζα σ' ένα βιβλιοπωλείο της Όξφορντ Στρητ χριστουγεννιάτικα δελτάρια. Τότες, για πρώτη φορά, ανάμεσα στις πολύχρωμες λιθογραφίες, έπιασα στα χέρια μου ένα ποίημα του Έλιοτ. Ήταν η "Μαρίνα"”. Με τον αμερικανικής καταγωγής Άγγλο ποιητή θα γνωριστεί προσωπικώς ο Σεφέρης μόλις το 1951, και θα μας αφήσει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πληροφορίες και στιγμιότυπα στη δοκιμή που δημοσίευσε όταν το 1965 πέθανε ο Έλιοτ. Η ποιητική σχέση Έλιοτ-Σεφέρη αποτέλεσε κατά καιρούς θέμα παρεξηγήσεων, εύκολων συνειρμών και άκριτων συσχετισμών. Πρόκειται για δυο παράλληλες ποιητικές συνειδήσεις που τις χωρίζουν πολυάριθμες διαφορές και τις ενώνουν αρκετές συγγένειες.

Το 1935, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, στάθηκε το κρίσιμο έτος για τη νεωτερική ποίηση στην Ελλάδα. Τον Ιανουάριο κυκλοφορεί το περιοδικό “Τα Νέα Γράμματα”, τον Μάρτιο ο Ανδρέας Εμπειρίκος τυπώνει την “Υψικάμινο” και ο Σεφέρης τη συλλογή του “Μυθιστόρημα”, τον Νοέμβριο θα δημοσιεύσει τα πρώτα του ποιήματα ο Οδυσσέας Ελύτης. Στα “Νέα Γράμματα”, που τηρούν συμβιβαστική στάση απέναντι στην παράδοση και τον μοντερνισμό, ο Σεφέρης θα δημοσιεύσει ποιήματα, δοκίμια και μεταφράσεις του, ανάμεσά τους και η “Έρημη Χώρα” του Έλιοτ (1936). Τη χρονιά αυτή θα αρχίσει και η ερωτική του σχέση με τη Μαρώ. Ο δεσμός ενός διπλωμάτη με μια παντρεμένη γυναίκα (που έχει κιόλας δύο παιδιά) τείνει να λάβει διαστάσεις σκανδάλου. Η απροσδόκητη υπηρεσιακή μετάθεση του ποιητή στην Κορυτσά το 1937, λέγεται ότι οφείλεται σε παρασκηνιακές ενέργειες του πατέρα του, για να τον απομακρύνει από την Αθήνα. Όπως συμβαίνει, όμως, με όλους τους ερωτευμένους, η απόσταση και οι δυσκολίες επικοινωνίας θέρμαναν περισσότερο το πάθος, αντί να το κάνουν να καταλαγιάσει. Λίγες ημέρες μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα (10 Απριλίου 1941), ο Σεφέρης θα παντρευτεί τη Μαρώ και θα φύγουν μαζί με την ελληνική κυβέρνηση για την Αίγυπτο. Χαριτολογώντας, ο ποιητής έλεγε ότι κουμπάρος τους στάθηκε ο Χίτλερ.

Στην Κορυτσά του 1937 θα αρχίσει η έκτοτε ισόβια και γόνιμη, μα τελικώς ανολοκλήρωτη προσπάθεια του Σεφέρη να οικειωθεί, να ερμηνεύσει και να εντάξει την περίπτωση του Καβάφη στη νεωτερική ποίηση. Οι απόψεις του για τον Αλεξανδρινό, “γι' αυτό το μυθιστορηματικό, μυθικό, αλχημικό πρόσωπο που μου είναι πολύ συχνά ακατανόητο”, όπως έλεγε λίγα χρόνια πριν, αρχίζουν να αλλάζουν. Θα καταλάβει καλύτερα τον Καβάφη, μόλις βρεθεί στα χρόνια του πολέμου στην Αίγυπτο. Πολύ αργότερα, ο Στρατής Τσίρκας θα αφιερώσει ένα από τα καβαφικά του βιβλία στον Σεφέρη, “που μας έμαθε να διαβάζουμε σωστότερα τον Καβάφη”. Φεύγοντας το 1941 από την Ελλάδα, ο Σεφέρης είχε συγκεντρώσει και εκδώσει το σύνολο τής έως τότε ποιητικής παραγωγής του σε τρία βιβλία, που κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα το 1940 (“Ποιήματα, 1”, “Τετράδιο γυμνασμάτων” και “Ημερολόγιο καταστρώματος”), σε μια προσπάθεια να δημοσιοποιηθεί το έως τότε έργο του, μια και ο πόλεμος φαινόταν να καταργεί το μέλλον.

Η παραμονή του ποιητή εκτός Ελλάδος κατά τα χρόνια 1941-44, θα αποβεί μια από τις παραγωγικότερες περιόδους του. Θα δώσει διαλέξεις, θα εκδώσει βιβλία του (“Δοκιμές”, “Ημερολόγιο καταστρώματος, β'”), θα πρωτοστατήσει σε εκθέσεις για τον αντικατοχικό αγώνα στην Ελλάδα, θα συμβάλει αποφασιστικά στην έκδοση έργων του Σικελιανού και του Κάλβου στην Αίγυπτο, θα γράψει (για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του) περιστασιακά κείμενα και, τέλος, θα συνεργαστεί με γαλλόφωνα και αγγλόφωνα περιοδικά του Καΐρου. Η αρχή του πολέμου και η λήξη της εχθρικής Κατοχής στην Ελλάδα οριοθετούνται με δύο μείζονα ποιήματα του: “Ο βασιλιάς της Ασίνης” (1940), “Τελευταίος σταθμός” (1944). Στα λιγοστά χρόνια που θα παραμείνει στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση, γνωρίζει τη φρίκη του εμφύλιου σπαραγμού και θα συνοψίσει τις εμπειρίες του πολέμου, μα και της αδερφοκτόνου συνέχειάς του στην “Κίχλη” (1947), τριμερές, ερμητικό ποίημα, που η κριτική το υποδέχτηκε με άστοχες κοινοτοπίες.

Έπειτα από μια σύντομη παραμονή στο Λονδίνο, θα βρεθεί στην πρεσβεία της Άγκυρας, και απ' εκεί στη Βηρυτό, απ' όπου θα ταξιδέψει ιδιωτικώς τρεις φορές (1953-55) στην κοντινή Κύπρο και θα ανακαλύψει έναν τόπο “όπου λειτουργεί ακόμη το θαύμα”. Τα κυπριακά του ποιήματα αυτών των χρόνων, που παρεξηγήθηκαν και, σχεδόν, χλευάστηκαν όταν κυκλοφόρησαν (“... Κύπρον, ου μ' εθέσπισεν...”, 1955) σηματοδοτούν τον αμετακίνητο πνευματικό δεσμό του με την Κύπρο και, παράλληλα, καθιερώνουν τη Μεγαλόνησο στη νεώτερη λογοτεχνία μας ως ποιητικό τόπο-θέμα, κάτι ανάλογο προς την Αλεξάνδρεια του Καβάφη (και αργότερα του Λώρενς Ντάρρελ, του Ρόμπερτ Λίντελ και του Στρατή Τσίρκα). Η αγάπη του και η αγωνία του για την τύχη του νησιού εκφράστηκε ποικιλοτρόπως. Όταν κάποτε εκδοθεί ο τρίτος τόμος του πολιτικού του ημερολογίου, θα αποκαλυφθούν αρκετές λεπτομέρειες για τη σθεναρή και υπερήφανη στάση του στο Κυπριακό και, ταυτόχρονα, θα εκτιμηθεί η διορατικότητά του και οι δυσοίωνες προβλέψεις του για το μέλλον της Κύπρου, που επαληθεύτηκαν με τραγικό τρόπο το 1974.

Οι συνεχείς εκτός Ελλάδος μετακινήσεις του Σεφέρη, με σύντομα διαλείμματα παραμονής στην Αθήνα, με λιγοστές εμφανίσεις κειμένων του σε περιοδικά και εφημερίδες και με περίπου περιθωριακή ανάμειξη στην τρέχουσα πνευματική ζωή της πρωτεύουσας, συντηρούσαν μιαν ασαφή εικόνα για τον άνθρωπο και το έργο στα μάτια των νεώτερων ομοτέχνων του, τουλάχιστον έως το 1961, όταν εκδόθηκε ο τιμητικός τόμος για τα τριάντα χρόνια της “Στροφής”. Όπως έχει παρατηρηθεί, “αυτός ο καθωσπρέπει διπλωμάτης, έννοια και ιδιότητα με πολύ μεγαλύτερη αίγλη στα χρόνια του Σεφέρη απ' ό,τι σήμερα, ασφαλώς θα φάνταζε ασυγχρόνιστος και εκτός κλίματος στα μάτια των νεωτέρων του που ανδρώνονταν στη μετεμφυλιακή Ελλάδα”. Γι' αυτό, ίσως, και κατά τη βράβευσή του με το Νόμπελ το 1963, όταν ικανοποιήθηκε έπειτα από πολλές δεκαετίες ένα “εθνικό απωθημένο”, ακούστηκαν διάφορες μικρότητες και επιχειρήθηκαν άκαιρες συγκρίσεις. Στην επιστροφή του από τη Στοκχόλμη, δεν βρέθηκε ούτε ένας κρατικός επίσημος ή ένας εκπρόσωπος των λογοτεχνικών σωματείων να τον υποδεχθεί και, φυσικά, δεν υπήρχε ακόμη στην Ελλάδα η πανταχού παρούσα σήμερα τηλεόραση... Η τελική ανακεφαλαίωση της ζωής του θα γίνει με τη συλλογή “Τρία κρυφά ποιήματα” (1966), λίγο πριν από τη δικτατορία του 1967. Χωρίς αναμείξεις σε εκδηλώσεις και χωρίς δημόσιες εμφανίσεις, πέρασε και τα τελευταία χρόνια της ζωής του, φροντίζοντας και τακτοποιώντας το έργο του. Ήταν, επομένως, εύλογη η έκπληξη για την καθυστερημένη, ανοιχτή αντίθεσή του προς τους συνταγματάρχες, με τη “Δήλωση” του 1969, αντίθεση που συνεχίστηκε με το ποίημα “Οι γάτες τ' Άη Νικόλα” το 1970 στα “Δεκαοχτώ Κείμενα” και με τους έσχατους στίχους του “Επί ασπαλάθων” το 1971. Ο θάνατός του (20.9.1971) και η πάνδημη κηδεία του δύο ημέρες αργότερα στάθηκε έκφραση ελευθεροφροσύνης του λαού που τον συνόδεψε στην τελευταία του κατοικία.

Ο Σεφέρης υπήρξε κεντρική μορφή της νεωτερικής ποίησης, από τους βασικότερους εκφραστές του ελληνικού μοντερνισμού. Τα ποιήματά του συνδυάζουν το ελληνικό πολιτισμικό παρελθόν και την ευρωπαϊκή πρωτοπορία του καιρού του. Τα δοκίμιά του, στις καλύτερες στιγμές τους, είναι υποδείγματα γλωσσικής καθαρότητας και εκφραστικής σαφήνειας. Οι ποικίλες μεταφράσεις του μας γνώρισαν κρίσιμα και βασικά έργα της ξένης γραμματείας. Οι αλλεπάλληλες εμφανίσεις ανέκδοτων γραπτών του μετά τον θάνατό του επιβεβαιώνουν την άγρυπνη, σχεδόν βασανιστική σχέση του με τη γραφή και τονίζουν την ενότητα οράματος και αντιλήψεων για τη ζωή και την τέχνη, ενότητα που μόνον οι μεγάλοι δημιουργοί διαθέτουν και είναι σε θέση να εκφράσουν.

*Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος είναι Βιβλιογράφος - ποιητής

ESPA BANNER