29 Μαΐου 1453: 563 χρόνια από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης
«Το δε την πόλιν σοι δούναι ουτ' εμόν εστίν ουτ' άλλου των κατοικούντων εν αυτή, κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών» (Απάντηση του Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου στον Μωάμεθ Β')
Η πολιορκία άρχισε στις 6 Απριλίου, μετά την απόρριψη πρότασης του Μωάμεθ Β' για παράδοση της Πόλης.
29 Μαΐου 1453: Η ημερομηνία όπου οι Οθωμανοί κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη έπειτα από μία πολιορκία που ξεκίνησε στις 6 Απριλίου. Τις παραμονές τις Άλωσης η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δε θύμιζε σε τίποτα το ένδοξο παρελθόν της. Ήταν περιορισμένη, κυρίως, στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες σκόρπιες περιοχές, όπως το Δεσποτάτο του Μυστρά. Οι θρησκευτικές έριδες, οι εμφύλιες διαμάχες, οι σταυροφορίες, η επικράτηση του φεουδαρχισμού και η εμφάνιση πολλών και επικίνδυνων εχθρών στα σύνορά της είχαν καταστήσει την πάλαι ποτέ Αυτοκρατορία ένα «φάντασμα» του ένδοξου παρελθόντος της.
Ο υπερασπιστής της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας, ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να κρατήσει απόρθητα τα οχυρά με μοναδική ελπίδα σωτηρίας να είναι η βοήθεια της καθολικής Ευρώπης, η οποία όμως ήταν μισητή στους κατοίκους της Κωνσταντινούλης.
Στο βιβλίο το "Χρονικό της Αλώσεως" όπως διασώζει ο Γεώργιος Φραντζής, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στην τελευταία του ομιλία κάλεσε το λαό να αντισταθεί γενναία και είπε ότι οι Τούρκοι υποστηρίζονται από όπλα, ιππικό, πυροβολικό και αριθμητική υπεροχή εμείς όμως στηριζόμαστε πρώτα στο Θεό και Σωτήρα μας.
Ο Μωάμεθ προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τις αρχές του 1453. Με έδρα την Ανδριανούπολη συγκρότησε στρατό 150.000 ανδρών και ναυτικό 400 πλοίων. Ξεχώριζε το πυροβολικό του, που ήταν ό,τι πιο σύγχρονο για εκείνη την εποχή και ιδιαίτερα το τεράστιο πολιορκητικό κανόνι, που είχαν φτιάξει Σάξωνες τεχνίτες. Στις 7 Απριλίου, ο σουλτάνος έστησε τη σκηνή του μπροστά από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και κήρυξε επίσημα την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.
Ο αγώνας ήταν άνισος για τους Βυζαντινούς, που είχαν να αντιπαρατάξουν μόλις 7.000 άνδρες, οι 2.000 από τους οποίους μισθοφόροι, κυρίως Ενετοί και Γενουάτες, ενώ στην Πόλη είχαν απομείνει περίπου 50.000 κάτοικοι με προβλήματα επισιτισμού.
Τρίτη βράδυ, 29 Μαΐου, εκδηλώθηκε η τελική επίθεση των Τούρκων από τρεις πλευρές, τις δύο κατάφεραν να αποκρούσουν στην τρίτη όμως στην Πύλη του Ρωμανού, εκεί που βρισκόταν ο αυτοκράτορας, δόθηκε σκληρή μάχη.
Επί δύο ώρες οι Οθωμανοί έκαναν επίθεση με στρατεύματα δεύτερης διαλογής για να εξαντλήσουν τους αμυνόμενους. Όταν έγινε αυτό ανέλαβαν οι γενίτσαροι, οι επίλεκτοι στρατιώτες. Μάλιστα σε εκείνη τη μάχη τραυματίστηκε θανάσιμα ο Γενουάτης υπερασπιστής της Πύλης Ιουστινιάνη, ο οποίος αποχώρησε από τη μάχη.
Η σύγχυση που επέφερε στους υπερασπιστές της Πόλης ο τραυματισμός του Ιουστινιάνη έδωσε θάρρος στους Οθωμανούς, οι οποίοι πραγματοποίησαν νέα έφοδο, κερδίζοντας τα τείχη. «Έγινε τόσο μεγάλο το πλήθος των εχθρών που ανέβηκε πάνω, ώστε διασκόρπισε τους δικούς μας...έτσι είχαν τα πράγματα όταν από μέσα και από έξω και από τα μέρη του λιμανιού ακούστηκε κάποια φωνή: “έπεσε το φρούριο και πάνω στους πύργους έστησαν τα εμβλήματα και τις σημαίες τους!” Αυτή η φωνή έτρεψε σε φυγή τους δικούς μας και έδωσε θάρρος στους εχθρούς».
Επρόκειτο για το γνωστό «εάλω η Πόλις» - και κάπου εδώ υπεισέρχεται και η ιστορία της Κερκόπορτας, η οποία φέρεται να είχε χρησιμοποιηθεί για εξόδους/ επιδρομές εναντίον των πολιορκητών και, αν και είχε φρουρούς, είχε ξεχαστεί ανοιχτή. Κατά την επίθεση, φέρεται να βρέθηκε από μια ομάδα Οθωμανών στρατιωτών, οι οποίοι μπήκαν, σκότωσαν τους φρουρούς και κατέλαβαν τον κοντινότερο πύργο, προκαλώντας πανικό, ενώ ταυτόχρονα έμπαιναν και άλλοι εισβολείς μέσα, που προσπάθησε να σταματήσει μάταια ο Λουκάς Νοταράς.
Ακολούθησαν εκτεταμένες λεηλασίες και σφαγές, με τον ιστορικό Κριτόβουλο, που ανήκε στο οθωμανικό στρατόπεδο, να αναφέρει ότι δεν υπήρξε οίκτος και η Πόλη ερημώθηκε, καθώς ο Μωάμεθ Β' – ο πλέον Πορθητής- άφησε τα στρατεύματά του για ένα διάστημα να επιδοθούν σε πλιάτσικο ως ανταμοιβή για την κατάκτηση της Πόλης. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για την Πόλη η οποία προοριζόταν για πρωτεύουσα μιας νέας αυτοκρατορίας, οπότε μετά την Άλωση, ο ίδιος έλαβε μέτρα για την αναζωογόνησή της. Η Κωνσταντινούπολη- «Ισταμπούλ» πλέον, για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα παρέμενε πρωτεύουσα, ενός νέου κράτους, ως το 1922, ενώ η Άλωση θα έμενε χαραγμένη στις μνήμες και τις παραδόσεις του Ελληνισμού, τόσο σε επίπεδο ιστορίας, όσο και πέρα από αυτήν, με τη μορφή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου να αναδεικνύεται σε μια αθάνατη, περιτριγυρισμένη από τις ομίχλες του θρύλου, φιγούρα- αυτήν του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, ο οποίος επέλεξε να μην εγκαταλείψει την αυτοκρατορία του την ύστατη στιγμή της και περιμένει την ώρα και στιγμή που θα φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για να την αναστήσει.
Πηγές: www.sansimera.gr, www.mixanitouxronou.gr, www.huffingtonpost.gr