57 χρόνια από την δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη
Το βράδυ της 22ας Μαΐου του 1963, οι βουλευτές της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης και Γιώργος Τσαρουχάς απευθύνουν ομιλία στην εκδήλωση των «Φίλων της Ειρήνης» στη Θεσσαλονίκη, υπό την πολιορκία πλήθους ακροδεξιών, υπό την κάλυψη της αστυνομίας, παρουσία όλης της αστυνομικής ηγεσίας της πόλης.
Στον τόπο της συγκέντρωσης βρίσκονταν ήδη 180 χωροφύλακες εν στολή, καθώς και ο επιθεωρητής Χωροφυλακής Βόρειας Ελλάδας και ο διευθυντής των αστυνομικών δυνάμεων της πόλης. Κανείς τους όμως δεν έδωσε διαταγή να διαλυθεί η αντισυγκέντρωση.
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης προπηλακίστηκε καθώς πήγαινε στο κτίριο όπου βρίσκονταν τα γραφεία του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος, απ' όπου και εκφώνησε μετά από λίγο τον λόγο του, κάτω από τις έξαλλες κραυγές του πλήθους των «αγανακτισμένων πολιτών». Μέσα σ' αυτή την έκρυθμη κατάσταση, ο βουλευτής της ΕΔΑ φώναξε από το μικρόφωνο: «Προσοχή, προσοχή. Εδώ βουλευτής Λαμπράκης. Σαν εκπρόσωπος του Έθνους και του Λαού, καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου και καλώ τον υπουργό Β. Ελλάδος, τον νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον στρατηγό Χωροφυλακής Μήτσου, τον διευθυντή της Αστυνομίας και τον διοικητή Ασφαλείας να προστατέψουν τη συγκέντρωση και τη ζωή μου».
Ο Γιώργος Τσαρουχάς κακοποιήθηκε μπροστά στους αστυνομικούς, όταν ζήτησε την απομάκρυνση των ακροδεξιών, ενώ ο Γρηγόρης Λαμπράκης σκοτώθηκε την ώρα που έβγαινε από το κτίριο, χτυπημένος από το τρίκυκλο παρακρατικών και το λοστό του ενός εκ των δύο στη συμβολή των δρόμων Ερμού και Ελ. Βενιζέλου. Αναβάτες του ήταν ο οδηγός Σπύρος Γκοτζαμάνης και ο συνεπιβάτης και δολοφόνος Μανώλης Εμμανουηλίδης. Τέσσερις μέρες αργότερα ο Γρηγόρης Λαμπράκης, άφησε την τελευταία του πνοή, σε ένα κρεβάτι του ΑΧΕΠΑ.
Η επίσημη αστυνομική εκδοχή ήταν ότι επρόκειτο για τροχαίο ατύχημα και ήταν αυτή που αρχικά υιοθέτησε και η κυβέρνηση της χώρας. Στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησαν ανακρίσεις από τον Χρήστο Σαρτζετάκη και τον εισαγγελέα Δημήτριο Παπαντωνίου, υπό τη γενική εποπτεία του εισαγγελέα εφετών Παύλου Δελαπόρτα. Η ηγεσία της Xωροφυλακής Θεσσαλονίκης έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκρύψει κρίσιμα στοιχεία και να εκφοβίσει τους μάρτυρες.
Η ανακριτική ομάδα, παρά τις απροκάλυπτες παρεμβάσεις και πιέσεις που δέχτηκε από τον τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μετέπειτα πρώτο πρωθυπουργό της δικτατορίας, Κωνσταντίνο Κόλλια κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει ότι επρόκειτο για προμελετημένο έγκλημα και να αποκαλύψει τους ηθικούς αυτουργούς του.
Εκτός από τους φυσικούς αυτουργούς, Σπύρο Γκοτζαμάνη (οδηγός της μοτοσικλέτας) και Μανόλη Εμμανουηλίδη (επιβάτης στην καρότσα) κατηγορήθηκαν οι Κωνσταντίνος Μήτσου, επιθεωρητής Βορείου Ελλάδος, Ευθύμιος Καμουτσής, διευθυντής αστυνομίας, Κωνσταντίνος Δόλκας και άλλοι οι οποίοι παραπέμφθηκαν για παράβαση καθήκοντος.
Στους ηθικούς αυτουργούς συμπεριλαμβανόταν ο πρόεδρος της παρακρατικής οργάνωσης στην οποία ανήκε ο Γκοτζαμάνης, Ξενοφών Γιοσμάς και ο υπομοίραρχος Εμμανουήλ Καπελώνης, διοικητής του αστυνομικού τμήματος Τούμπας. Στη δίκη που πραγματοποιήθηκε το 1966 και παρά την εισαγγελική πρόταση, οι ένορκοι έκριναν ένοχους μόνο τους δύο φυσικούς αυτουργούς και τον Ξενοφών Γιοσμά.
Η δίκη ουσιαστικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε δολοφονία. Οι κατηγορούμενοι αξιωματικοί αθωώθηκαν. Ο Γκοτζαμάνης και ο Εμμανουηλίδης, καταδικάστηκαν σε 11 και 8,5 χρόνια, αντίστοιχα, για πρόκληση «βαριών σωματικών κακώσεων» και «συνέργεια» αντίστοιχα. Αποφυλακίστηκαν επί χούντας.
200.000 και πλέον άνθρωποι φώναζαν «Ζεις, ζεις εσύ μας οδηγείς» στην κηδεία του βουλευτή της ΕΔΑ, μετατρέποντάς την σε πολιτική διαμαρτυρία.