Άγιος Μηνάς: Τα δύο "σπίτια" του καβαλάρη του Μεγάλου Κάστρου
Ο επιβλητικός ναός του Αγίου Μηνά, ένας από τους μεγαλύτερους στην Ελλάδα, θεμελιώθηκε στις 25 Μαρτίου 1862 ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης των Ηρακλειωτών για την προστασία που πρόσφερε ο Άγιος στην πόλη.
Η θέση στην οποία χτίστηκε, λέγεται ότι υποδείχθηκε από έναν καλόγερο, στον οποίο παρουσιάστηκε ο Άγιος Μηνάς σε όραμα.
Μελετητής του επιβλητικού Ναού, ο λαμπρός πρακτικός Αρχιτέκτονας Αθανάσιος Μούσης από την Ήπειρο, ο οποίος ζούσε στην Κωνσταντινούπολη.
Η ανοικοδόμησή του ναού σταμάτησε στη διάρκεια της επανάστασης του 1866 και συνεχίστηκε το 1883. Η προσπάθεια για την ανέγερση του ναού σε τόσο δύσκολους καιρούς υποστηρίχτηκε από όλους τους Ηρακλειώτες
Αναφέρεται στην εφημερίδα "Ηράκλειο" της εποχής εκείνης, ότι στο λιμάνι του Ηρακλείου έφτασε ιστιοφόρο που μετέφερε οικοδομικά υλικά για το κτίσιμο του ναού. Ωστόσο η επιτροπή που είχε αναλάβει την ανέγερση του ναού, δεν είχε τα χρήματα για να πληρώσει εργάτες να μεταφέρουν τα υλικά από το καράβι στον τόπο της οικοδομής. Το γεγονός αυτό πληροφορήθηκαν οι μαθητές του Ηρακλείου, που με ενθουσιασμό προσφέρθηκαν να ξεφορτώσουν το καράβι και να μεταφέρουν τα υλικά. Στήθηκε έτσι μια ανθρώπινη αλυσίδα από το λιμάνι μέχρι τον Αγιο Μηνά, που με τραγούδια ολοκλήρωσε την κοπιαστική εργασία.
Τα εγκαίνια του ναού έγιναν με μεγαλοπρέπεια το 1895 επί μητροπολίτη Τιμόθεου Καστρινογιαννάκη. Αν και η Κρήτη βρίσκονταν ακόμα υπό τουρκική κατοχή, οι γιορτές για τα εγκαίνια του Αγίου Μηνά κράτησαν 3 μέρες και ολόκληρο το Ηράκλειο είχε γίνει αγνώριστο από τους στολισμούς και τον λαμπρό φωτισμό.
Όπως αναφέρει ο προιστάμενος της Βικελαίας Βιβλιοθήκης Δημήτρης Σάββας, στον πρόναο του Αγίου Μηνά, πάνω από την Εικόνα του, υπάρχει μαρμάρινη στήλη στην οποία επιγράφεται: «1862, αρχιερατεύοντος Κρήτης Διονυσίου τον εξ Ανδριανουπόλεως κατετέθη ο πρώτος θεμέλιος λίθος τούδε του καθεδρικού ναού τη 25η Μαρτίου 1862, αρθέντων δε συνδρομή των Χριστιανών Ηρακλείου και των άλλων συνεπηκουρησάντων, του τοίχου αυτού εις ύψος 4 μέτρων περίπου από του εδάφους, διεκόπη το έργον τη 31η Ιουλίου 1866 δια τους επιγενομένους τη ημετέρα Πατρίδι χαλεπούς καιρούς».
Επίσης σε μια άλλη επιγραφή στο δεξιό μέρος του πρόναου, πάνω από την Εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, αναγράφονται τα εξής: «Αρχιερατεύοντος Κρήτης Τιμοθέου Καστρινογιαννάκη εγκαινιάσθη τη 16η Απριλίου 1895, αφού οι εργασίες είχον αρχίσει την 17η Ιανουαρίου 1883. Αρχιτέκτων Αθανάσιος Μούσης, εξ Ηπείρου».
Ο "μικρός" Άγιος Μηνάς
Πρόκειται για τον “μικρό” ναό του Αγίου Μηνά και της Παντάνασσας, με περίτεχνο, επίχρυσο ξυλόγλυπτο τέμπλο αλλά και μεγάλης αξίας εικόνες του 18ου αιώνα, έργα γνωστών Κρητών αγιογράφων.
Ο ναός είναι συνδεδεμένος με ένα αιματηρό γεγονός της ιστορίας της πόλης, αφού εδώ έσφαξαν οι Τούρκοι τον Ιούνιο του 1821, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, τον μητροπολίτη, τους επισκόπους αλλά και απλούς πολίτες.
Από το 1735 έως το τέλος του 19ου αιώνα υπήρξε το κέντρο των Ορθοδόξων Χριστιανών της τουρκοκρατούμενης πόλης.
Πρόκειται για το Μικρό Ναό του Αγίου Μηνά και της Παντάνασσας που βρίσκεται νοτιοδυτικά της μονής της Αγίας Αικατερίνης των Σιναϊτών. Αναφέρεται στους καταλόγους των εκκλησιών του Χάνδακα της εποχής της Βενετοκρατίας. Από το ναό της περιόδου πριν το 1735 σώζεται ένα χαρακτηριστικό γοτθικό παράθυρο στο βόρειο κλίτος. Κατά την άλωση της πόλης από τους Τούρκους, ο ναός βρέθηκε σε αχρηστία μέχρι και το 1735 οπότε, μετά από ενέργειες του τότε μητροπολίτη Γεράσιμου Λετίτζη, στο πατρικό σπίτι του οποίου ανήκε η παλαιά εγκαταλελειμμένη εκκλησία, γίνονται τα εγκαίνια του ανακαινισμένου πια νέου μητροπολιτικού ναού που γίνεται το κέντρο των ορθοδόξων χριστιανών της τουρκοκρατούμενης πόλης.
Ο ναός έχει δύο κλίτη καμαροσκέπαστα, το βόρειο είναι αφιερωμένο στην Παναγία την Παντάνασσα (Υπαπαντή) και το νότιο στον Άγιο Μηνά.
Η σημερινή μορφή του μνημείου ελάχιστα διαφέρει από εκείνη της τουρκοκρατίας. Το τέμπλο του ναού, ιδιαίτερα εκείνο του κλίτους της Υπαπαντής, αποτελεί εξαίρετο δείγμα εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής (είναι επίχρυσο και χωρίζεται με κιονίσκους ανάμεσα στα πλαίσια των εικόνων). Πολλά από τα κειμήλια του ναού βρίσκονται σήμερα στη συλλογή της Αγίας Αικατερίνης, τα περισσότερα όμως έχουν καταστραφεί. Πολλές από τις εικόνες του ναού που σώζονται μέχρι σήμερα αποτελούν έργα Κρητών αγιογράφων του 18ου αιώνα με μεγάλη καλλιτεχνική αξία.
Από το κλίτος του Ναού της Παντάνασσας ένα δείγμα είναι εικόνα της Γέννησης του Χριστού (του Γεωργίου Κυδωνιαίου), την εικόνα της Παναγίας της Γαλακτοτροφούσας (του Γεωργίου Καστροφύλακα,), την Υπαπαντή (του Γεωργίου Καστροφυλάκου,), τον Άγιο Μηνά (ανώνυμη εικόνα) και άλλες εξίσου αξιόλογες. Από το κλίτος του Αγίου Μηνά ενδεικτικά αναφέρομε την εικόνα του Αγίου Τίτου με 12 παραστάσεις από το μαρτύριο των αγίων δέκα μαρτύρων της Κρήτης, τον Άγιο Μηνά με δώδεκα παραστάσεις με θέματα από το μαρτύριο και τα θαύματα του Αγίου, την Πλάση του Αδάμ και άλλες. Από τα πολυτιμότερα έργα του ναού είναι οι 6 εικόνες του Μιχαήλ Δαμασκηνού: Η Βάτος, η θεία Λειτουργία, Μη μου Άπτου, η Προσκύνησις των Μάγων, ο Μυστικός Δείπνος, και η Α'' Οικουμενική Σύνοδος, που σήμερα βρίσκονται στη συλλογή της Αγίας Αικατερίνης.
Ο μικρός ναός του Αγίου Μηνά συνδέεται με μια από τις πλέον φρικιαστικές στιγμές της ιστορίας του τόπου. Τον Ιούνιο του 1821 οι Τούρκοι έσφαξαν το μητροπολίτη, Γεράσιμο Παρδάλη, επισκόπους, ηγούμενους, κληρικούς και απλούς πολίτες που βρέθηκαν μέσα στο ναό και στον περίβολό του.
Τέλος αξίζει να αναφερθεί και το θαύμα του 1826 που συνδέεται άμεσα με τον Άγιο Μηνά και την εκκλησία του. Εκείνο το Πάσχα και ενώ εκκλησιάζονταν οι χριστιανοί μέσα στο ναό, οι Τούρκοι αποφάσισαν να τους επιτεθούν και να τους σφάξουν. Τη στιγμή όμως που ήταν έτοιμοι για την αποτρόπαια αυτή πράξη τους, εμφανίστηκε μπροστά τους ένας αξιωματικός καβαλάρης με γυμνό σπαθί που τους απέτρεψε και τους κατεδίωξε από το ναό. Αυτοί πάλι νομίζοντας ότι πρόκειται για το πρωτοπαλίκαρό τους Αγιάν Αγά έφυγαν φοβισμένοι. Οι χριστιανοί πίστεψαν ότι πρόκειται για θαύμα και ότι ο καβαλάρης ήταν ο ίδιος ο Άγιος Μηνάς που προστάτεψε τους κατοίκους και την πόλη τους.
Ο ναός καταστράφηκε από το μεγάλο σεισμό του 1856 και μετά από ένα χρόνο αρχίζει και πάλι να επισκευάζεται. Στα χρόνια αυτά, δηλαδή στα μέσα του 19ου αιώνα, τοποθετείται καμπάνα για πρώτη φορά στη Μητρόπολη.