Δημήτριος Υψηλάντης: Ο αγνότερος και πιο ανιδιοτελής αγωνιστής της Επανάστασης
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν δεύτερος γιος του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας και γόνου εύπορης και ισχυρής φαναριώτικης οικογένειας, του Κωνσταντίνου Υψηλάντη και της δεύτερης συζύγου του Ελισάβετ Βακαρέσκου. Αδελφός του ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας. Στάλθηκε στη Γαλλία για να σπουδάσει σε στρατιωτικές σχολές και στη συνέχεια κατατάχθηκε στην αυτοκρατορική φρουρά του Τσάρου στην Πετρούπολη, φτάνοντας έως τον βαθμό του λοχαγού. Το 1818 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Από τον Οκτώβριο του 1820 και ως την έναρξη της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, υπηρετούσε στο Κίεβο ως υπασπιστής του στρατηγού Ργέφσκυ.
Η κάθοδος στη Ελλάδα
Με την έναρξη της επανάστασης ανέλαβε να αντιπροσωπεύσει τον αδελφό του Αλέξανδρο Υψηλάντη, ως πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου Αρχής στην Πελοπόννησο. Πραγματοποίησε αρχικά ένα σύντομο ταξίδι στην Οδησσό με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων από τους Έλληνες της εκεί κοινότητας, δανείστηκε, άλλα αφού υποθήκευσε οικογενειακά κοσμήματα, προμηθεύθηκε όπλα και γύρισε στο Κισνόβιο.
Η κάθοδός του στην Ελλάδα στάθηκε περιπετειώδης. Ο Υψηλάντης είχε μαζί του δύο εφοδιαστικά όπως τα έλεγαν τότε, δηλαδή δύο διαβατήρια, ένα ρωσικό και ένα γερμανικό. Οι αυστριακές Αρχές επέτρεψαν στον Υψηλάντη να φύγει για την Ελλάδα, επειδή εκτίμησαν ότι έτσι θα είχαν την καλύτερη απόδειξη πως η Ρωσία εμπλεκόταν στις ταραχές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το ταξίδι ξεκίνησε από το Κίσενοβ στις 30 Απριλίου και στο Τριέστι φτάνει 4 Ιουνίου. Από εκεί έφυγαν στις 7 Ιουνίου δήθεν για την Οδησσό, ενώ στη πραγματικότητα κινήθκε προς την Ύδρα, όπου έφτασε στις 8/20 Ιουνίου. Ο Υψηλάντης κατέβηκε με το όνομα Αθανάσιος Στοστοπόπουλος και είχε τη σημαία της Φιλικής με τον φοίνικα και τις λέξεις «Ελευθερία ή Θάνατος», τα πληρεξούσια του αδελφού του με τα οποία διοριζόταν «Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής», τυπογραφείο και 300.000 γρόσια. Ήταν τότε 28 ετών, αδύνατος και με αρκετή φαλάκρα, με κράση ελάχιστα ανδρική, αλλά «καρδιά ανδρικωτάτη».
Στις 12 Ιουνίου εκδίδει την πρώτη προκήρυξή του. Με αυτήν αποσκοπεί στην στρατολόγηση και τον εφοδιασμό. Στις 19 Ιουνίου αποβιβάζεται στο Άστρος και μετά από δύο ημέρες πάει στα Βέρβαινα για να συναντηθεί με προκρίτους. Ήδη από το Άστρος εκδηλώθηκε η πρώτη δυσφορία κατά του προσώπου του λόγω της συμπάθειάς του προς τους Παπαφλέσσα, Κολοκοτρώνη και Αναγνωσταρά.
Η δράση του στην Ελλάδα κατά την επαναστατική περίοδο
Την 1η Ιουλίου 1821, στα Τρίκορφα, 22 οπλαρχηγοί αναγνώρισαν τον Υψηλάντη ως αρχιστράτηγο και του ζήτησαν να αναλάβει την αρχηγία της πολιορκίας της Τριπολιτσάς. Είχε προηγηθεί η διαφωνία μεταξύ προκρίτων και Υψηλάντη σχετικά με το θέμα της οργάνωσης και διοίκησης των πολιτικών και στρατιωτικών πραγμάτων. Τελικά οι πρόκριτοι συνεργάστηκαν με τον Υψηλάντη, χωρίς όμως να τον αναγνωρίσουν ως αρχιστράτηγο. Όταν όμως μαθεύτηκε κατά το β΄ δεκαπενθήμερο του Αυγούστου η αρνητική έκβαση των γεγονότων στις Ηγεμονίες, η θέση του εξασθένισε. Δύο πρόσωπα που θέλησαν να τον υπονομεύσουν ήταν οι Κωστάκης Καρατζάς και Θεόδωρος Νέγρης. Υπήρξε γενικός διοικητής της πολιορκίας της Τριπολιτσάς και βελτίωσε οργανώνοντας τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα. Καθώς τουρκικά στρατεύματα απειλούν να αποβιβαστούν στον Κορινθιακό κόλπο, αναχωρεί εσπευσμένα από την Τριπολιτσά στις 13 Σεπτεμβρίου 1821 προς τις ακτές του Κορινθιακού. Θα γυρίσει πίσω όταν θα πληροφορηθεί την πτώση της Τριπολιτσάς για να αποκαταστήσει την τάξη: καθαριότητα της πόλης και προστασία των Τούρκων αιχμαλώτων.
Οι συγκεντρωμένοι στο Άργος πολιτικοί διέδιδαν συκοφαντείες κατά του Υψηλάντη. Αυτός έλαβε μέτρα για την ίση διανομή των λαφύρων εν όψει της πολιορκίας του Ναυπλίου. Ο Υψηλάντης τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1821 πρόεβη σε πρωτοβουλίες σχετικές με τη συγκρότηση Εθνικής Συνέλευσης. Με μόνη συμπαράστασή του τους στρατιωτικούς, τελικά δέχθηκε να γίνει Πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας.
Στις 11 Δεκεμβρίου έφυγε για την πολιορκία της Κορίνθου. Στα πλαίσια της Α΄ Εθνοσυνέλευσης, εξελέγη πρόεδρος του Βουλευτικού Σώματος. Αν και τυπικώς ισότιμο το αξίωμά του με το του προέδρου του Εκτελεστικού (Μαυροκορδάτος), ο Υψηλάντης δεν υφίστατο πλέον πολιτικώς. Στην Β΄ Εθνοσυνέλευση (Μαρτιος-Απρίλιος 1823), ο Υψηλάντης δεν υποχώρησε στις πιέσεις των προκρίτων να μονοπωλήσουν την εξουσία και η στάση του ενίσχυσε το κύρος του. Θέλησε να λειτουργήσει κατευναστικά μεταξύ των αντιμαχομένων στον Εμφύλιο. Ξεχώρισε στη μάχη των Μύλων (κοντά στο Άργος), όπου διορίστηκε αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων και χάρη στη γενναιότητά του απέκρουσε τον Ιμπραήμ.
Η δράση κατά την Καποδιστριακή περίοδο
Με την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Υψηλάντης διορίστηκε στρατάρχης του Στρατού και ανέλαβε την οργάνωσή του και τη μετατροπή του σε τακτικό στρατό με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα. O Κυβερνήτης τού ανέθεσε την αρχηγία του στρατού της Ανατολικής Ελλάδας. Τον Οκτώβριο του 1828, ως στρατάρχης Δημητρής Υψηλάντης επικεφαλής των έξι χιλιαρχιών που είχαν συγκροτηθεί, πραγματοποίησε νικηφόρες επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στην Βοιωτία και διατήρησε την περιοχή υπό ελληνικό έλεγχο. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1829, διήθυνε την τελευταία μάχη του Αγώνα στην Πέτρα της Βοιωτίας.
Παρ' όλα αυτά, ο Αυγουστίνος Καποδίστριας πέτυχε την απομάκρυνση του Υψηλάντη για να διευθύνει το στρατό της Ρούμελης. Ο Υψηλάντης μεμφόταν τον Καποδίστρια ως υπεύθυνο για το ότι ο Λεοπόλδος του Σαξ Κόμπουργκ παραιτήθηκε της υποψηφιότητάς του για τον ελληνικό θρόνο. Στις 31 Μαρτίου 1832, επιτροπή αποτελούμενη από στρατιωτικούς παρουσιάστηκε στη Γερουσία ζητώντας να μπει και ο Δημήτριος Υψηλάντης στην Διοικητική Επιτροπή. Στις 2 Απριλίου, η Γερουσία ψήφισε νέα Διοικητική Επιτροπή με τον Δ. Υψηλάντη να είναι ένα από τα μέλη της.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης σκόπευε να νυμφευθεί τη Μαντώ Μαυρογένους. Όμως ο Ιωάννης Κωλέττης την διέβαλε στον Υψηλάντη και ο τελευταίος αθέτησε την υπόσχεση που της είχε δώσει. Μικρόσωμος και φιλάσθενος, απεβίωσε νέος στο Ναύπλιο τον Αύγουστο του 1832, σε ηλικία 39 ετών πιθανώς από κληρονομική μυοτονική δυστροφία.