Αφιερωματα

Γυάρος: Το νησί της εξορίας

gyarosfilaki1.jpg

«Επτά λοχαγοί στις πύλες τις επτά

 αντίκρυ, ίσος προς ίσο, σταθήκαν

και στο Δία, τροπαιούχο τάμα κρεμάσαν χάλκινο

εκτός από τους δόλιους δυο,

ενός πατέρα και μιας μάνας φύτρες,

που σήκωσαν κοντάρια ισοδύναμα

κι ένας στον άλλον έδωσε μερίδιο θανάτου»

 «Η μοίρα του Ρωμαίικου» ακούς από κάποιο στόμα πίσω σου. «Ποιός ξέρει;» απαντάς στον εαυτό σου πιότερο και λιγότερο στον που έσπασε τη σιωπή. Ακουμπάς το χέρι του διπλανού σου... Παγωμένο κι αυτό κι ακίνητο... Ασυγκίνητο σαν το δικό σου. Παγωμένα όλα. Σε ετούτο το βράχο που δέρνουν αλύπητα όλα μαζί και το καθένα χώρια τα στοιχεία της φύσης, ο ήλιος, η βροχή, η θάλασσα, ο βασιλιάς εδώ αγέρας κι ο θάνατος, τα πάντα είναι παγωμένα σαν πεθαμένα. Μαζί τους παγώνει κι ο που τολμά σήμερα να πατήσει το ποδάρι του. Νεκρώνουν τα φύλλα της ψυχής, ο Πολυνείκης κι ο Ετεοκλής, ποιος να 'ναι ποιος άραγε, μπροστά σου σκεπασμένοι από σωρούς με πέτρες και μονοπάτια ποτισμένα αίμα και δάκρυα και ιδρώτα, χαραγμένα από ανθρώπων συρσίματα καταγής και κραυγές...

 «Πολλά γενούν το δέος

 το μέγα δέος ο άνθρωπος γεννά»

 Καλοκαιριάτικα που σας πάμε ε;

 Σε τόπο που δεν χωρά ανέμελες εκδρομές.

 Σε τόπο όπου σκουπίζεις τις σόλες των παπουτσιών σου.

Μια σαν φτάνεις μην τη μαγαρίσεις με σκόνη των φθαρτών και μια σαν φεύγεις μην τύχει και κουβαλήσεις μακριά του τη γύρη ενός λουλουδιού που φυτρώνει μεγαλωμένο μοναχά «φιδοσέρνοντας το αλέτρι». Της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Ότι γεννά ετούτη...

 Καλώς ήρθατε σε γη μαρτυρική όπου ο ποιητής ο Σοφοκλής σήκωσε - κι ας μην την ήξερε ακόμα - αιώνες πριν τα χέρια του ψηλά στη σκέψη των που θα στέγαζε: «Ακατανόητο μυστήριο που με διχάζει βλέπω...».

Καλώς ήρθατε στη Γυάρο. Στη Βαστίλη του Αιγαίου. Στο νησί του διαβόλου...

Στο κέντρο του Αιγαίου. Βράχος μόνος, ένας, τιμημένος στο όνομα της θεάς του κυνηγιού - των κυνηγημένων; - της Αρτέμιδας. «Γυαρίων» γράφουν τα νομίσματα στην αρχαιότητα των Ελληνιστικών χρόνων, οπότε τέλος πάντων κατοικήθηκε ο τόπος - αν ποτέ του - από λεύτερους. Νομίσματα με το κεφάλι της Αρτέμιδας στολισμένη με ένα ελάφι και ένα στάχυ σταριού.

 «Aude aliquid brevibus Gyaris

 et carcere dignum,

 si vis esse aliquid»

γράφει ο Ιουβενάλης στα «Σατυρικά» του. Που πάει να πει: «Θέλεις να 'σαι κάποιος; Τόλμα τότε κάτι άξιο να σε στείλει στη μικρή τη Γυάρο και τη φυλακή». Φυλακή ανοιχτή παρέμεινε κι ύστερα. Και στα χρόνια του Βυζάντιου. Κοντά δυο χιλιάδες χρόνια, μετά το διαβολονήσι της Γυάρου παρέμενε φυλακή. Ανθρώπων κι ενός περίεργου μαύρου φιδιού που απαντιέται μοναχά εδώ. «Συνέλθετε. Βρισκόσαστε στη Γιούρα. θα τα ξεχάσετε όλα όσα ξέρετε. Πάς άφρων θα παταχθή αμειλίκτως πληρώνοντας το παράπτωμα του ακόμα και με τη ζωή του. έχω δώσει διαταγή εις την φρουράν για κάθετί που θα αντιληφθή ν' ανοίξει πυρ άνευ νεωτέρας μου διαταγής». Το διακήρυττε ο Έλληνας ανθρωποφύλακας στους χιλιάδες Έλληνες που εξορίστηκαν στο βράχο μετά την ...απελευθέρωση της Ελλάδας. Στους χιλιάδες που τόλμησαν «να είναι κάποιοι». Στους που κουβαλήθηκαν στους «όρμους». Στον πρώτο, στο δεύτερο, στον τρίτο, στον τέταρτο, στον πέμπτο, στον «μηδέν», στις φυλακές που χτίστηκαν στο ύψωμα ανάμεσα στον τέταρτο και στον πέμπτο. Στους που έμειναν «πίσω». Ένας, δυο, τρεις, είκοσι σταυροί, σπασμένοι κι αυτοί, σε ένα κοιμητήρι στο πουθενά ανάμεσα στον «μηδέν» και στον πρώτο. Τα «αξιοθέατα» της Γυάρου είναι οι όρμοι της. «Αξιοθέατα» σαν τα κρεματόρια του 'Αουσβιτς. Του Νταχάου. Στημένοι κι ετούτοι με διαφορά λίγων χρόνων από εκείνα των Ναζί.

«Μήπως και πάτησες του βασιλιά το νόμο;

Μήπως τρελάθηκες, σε πιάσαν και σε φέρανε;»

Ο πρώτος όρμος είναι εκείνος με το μεγαλύτερο σε χωρητικότητα στρατόπεδο πολιτικών προσφύγων. Τέτοιο που στα 1950 έφτασε να έχει 5,5 χιλιάδες κρατουμένους! Περιτριγυρισμένο από πυροβολεία το στρατόπεδο χωρίζεται με έναν κεντρικό δρόμο αριστερά του οποίου υπάρχει ένα φαρδύ χαντάκι που το χωρίζει σε δυο πτέρυγες. Πέτρινα αναλήμματα υποδηλώνουν τις θέσεις όπου στηνόταν οι σκηνές των κρατουμένων. Πέτρινα κι ερειπωμένα ήδη το φαρμακείο, το λογιστήριο, το πειθαρχείο, γραφεία διοίκησης, αποθήκες, το αρχιφυλακείο, το αναρρωτήριο, το φαρμακείο, κατοικίες φυλάκων. Ακόμα μια σκηνή θεάτρου με υποβολείο (!) πηγάδια που οδηγούν σε στεγνές - πάντα στεγνές - στέρνες.

«Καμιά βλάστηση δεν υπάρχει, πολλά είναι τα αγκάθια, λίγες φτωχές αφάνες, πολλά ποντίκια κινούνται. Δεν υπάρχει λουλούδι μόνο φτωχικές μαργαρίτες ξεμυτάν που και που. Σκόρπια χαλάσματα από παλιά κτίσματα...»

Η συκιά του Γλάστρα είναι το πιο γνωστό δέντρο του Αιγαίου τον 20ο αιώνα. Στέκει ακόμα κοντό θαρρείς από το αίμα που ρουφήξαν οι ρίζες του. Ένας άνθρωπος με χαμηλό μπόι αγγίζει την κορφή του. «Και δίνει το άγριο σύνθημα η διεύθυνση, ο αρχιτσέλιγκας του κάτεργου της Γιούρας. 'Κρέμασμα στη συκιά για τιμωρία'... Όλοι κοιτάξαμε ολοτρόγυρα να ιδούμε τις συκιές του μαρτυρίου. Ψηλά στην άγρια πλαγιά του πρώτου όρμου μακριά δυο ξερόκλαδα κρέμονταν... Και σαν συρθήκαμε κρυφά και φτάσαμε σε απόσταση για να διακρίνουμε στο φως, νιώσαμε τρόμο, πάγωσε το αίμα μας... Και τους αφήσανε μετέωρους στο κενό, να κλυδωνίζονται στα αδύνατα ξερόκλαδα και στο φρέσκο άνεμο...».

Γυρνάς το κεφάλι σου γύρω τριγύρω. Όρθια η μνήμη, όρθιο το πείσμα και ...το κτίριο της κατοικίας του διευθυντή. Χτισμένο με τούβλα και οπλισμένο σκυρόδεμα στέκει όρθιο, απείραχτο. Η εξουσία στέκει όρθια όσα χρόνια κι αν περάσουν.

«Αυτή 'ναι εκείνη που σκάρωσε τη δουλειά την πιάσαμε...».

Το στρατόπεδο στον τέταρτο όρμο, στρατόπεδο για δυο χιλιάδες κρατούμενους με τις βοηθητικές εγκαταστάσεις των νεώτερων φυλακών. Το αναρρωτήριο, το «εργοστάσιο» ηλεκτροδότησης. Ο δεύτερος όρμος για 1.500 άτομα. Ο τρίτος όρμος για 990 άτομα. Ο πέμπτος όρμος για τριακόσιους. Ο όρμος «μηδέν» που θα τον λειτουργούσαν σαν όρμο πειθαρχείων. Παντού σωροί ερειπίων, παντού πυροβολεία. Δε φεύγει κανείς από τη Γυάρο. Ζωντανός...

«Εγώ δεν σκόπευα ποτέ να δώσω λόγο στο Θεό, επειδή με τρόμαξαν επιβουλές ανθρώπων.

 Πως θα πεθάνω το 'ξερα. Δεν το 'ξερα;

Και δίχως τις δικές σου προσταγές κέρδος θα το 'χω,

σαν θα πεθάνω μιαν ώρα αρχύτερα.

 Όποιος, όπως εγώ, με μύριες συμφορές ζυμώθηκε,

 δεν είναι τάχα κερδισμένος σαν πεθάνει;

 Αυτός ο θάνατος, όταν με βρει, δε θα πονέσω...»

Αναμεταξύ στον πρώτο όρμο και στον όρμο «μηδέν» ένα μονοπάτι στο φρύδι του βράχου, πατημένο με σπασμένους γκρίζους σχιστόλιθους σ' οδηγεί στο νεκροταφείο των πολιτικών κρατουμένων. Δυο τρία ξεραμένα στεφάνια βαλμένα στους χρόνους της κατοπινής ευκολίας, ασπρισμένες πέτρες να οριοθετούν τα όρια της μόνης γης όπου ανήκει παντοτινά στον άνθρωπο, σπασμένοι σιδερένιοι σταυροί, σκόρπιοι. Ένας μαντρότοιχος. Αυτό είναι όλο.

   Θαμμένοι εδώ όσοι πεθάναν στο νησί εξόν από δυο φύλακες που 'ναι θαμμένοι αναμεταξύ τρίτου και τέταρτου όρμου, μακριά από τους εξόριστους. Μη τύχει και μαγαριστούν.

   Από το νησί δε φεύγει κανείς. Το είπαμε. «Όλη αυτή η τακτική εκφράζεται στα λόγια του Παπαδημητρόπουλου: Θα φτάνει η καρδιά σας στους τρεις παλμούς. Τότε θα σας στέλνω στη Σύρα όχι για να θεραπευτείτε αλλά για να πεθάνετε στο δρόμο».

 «Μάθε πως και τα αγύριστα κεφάλια

 συντρίβονται, και το γερό το σίδερο

 πολλές φορές θα δεις, όταν σκληρύνει

 στης φωτιάς τη λάβρα, να σπάει και να ραγίζει»1

 Το 1948 αποφασίσανε πως το νησί θα το χρησιμοποιούσαν για χρόνια πολλά σαν τόπο εξόντωσης. Και όχι μόνο ψυχών. Ο 'Αγγλος στρατηγός Ουίλκαμ, σύμβουλος των ελληνικών αστυνομικών αρχών, εμπνεύστηκε φυλακές σαν τις που φτιάχναν οι Εγγλέζοι στις όπου γης αποικίες τους. Μεγάλες διαστάσεις να πνίγουν το ανθρώπινο το μέτρο, στον άξονα από την ανατολή στη δύση, φυλακές που θα στερούν στον κρατούμενο ακόμα και τη αίσθηση μιας ελευθερίας ...στη Γυάρο!

 «Ξέρεις τι είναι να θες να 'σαι ελεύθερος και να σε βάζουν να χτίζεις ο ίδιος τη φυλακή σου;» Ακούς δίπλα σου τον πρώην κρατούμενο. Τσιμεντένιος ο σκελετός του τεράστιου κτιρίου, αλλού μονώροφο κι αλλού διώροφο, όλο από τούβλα κόκκινα, με δάπεδο μωσαϊκό. Σε πλακώνει ο τεράστιος μακρύς διάδρομος, φωτισμένος από χρωματιστά μικρά υαλότουβλα στο ταβάνι, καγκελόπορτες από τη μια κι από την άλλη. Δεξιά κι αριστερά οι πτέρυγες των φυλακών βοηθητικοί και κοινόχρηστοι χώροι, μαγειρεία, φούρνοι, αυλές! Ένας αρχιτέκτονας λέει διευθυντής της τεχνικής υπηρεσίας του υπουργείου δικαιοσύνης επέβλεψε τις εργασίες που ολοκληρώθηκαν το 1951. Τότε πρωτοστέγασε κρατούμενους. Ως το '52 που έκλεισε για να ξαναλειτουργήσει το '55 ως το '61 και ξανά από το 1967 ως τον Ιούλιο του 1974.

 Περιδιαβαίνεις τους διαδρόμους, τους θαλάμους τους βοηθητικούς χώρους. Παντού περιττώματα από κατσίκια, σκελετοί ζώων που ανάσαναν για τελευταία φορά εκεί μέσα, από το 1974 που το κολαστήρι εγκαταλείφθηκε ως τις μέρες μας. Στους τοίχους χαραγμένες φράσεις κρατουμένων η επιγραφή «ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ», κάποιες παρατημένες αυτοσχέδιες κατασκευές κρατουμένων, όλα αφημένα στη φροντίδα του αγέρα.

 «Είναι καλοκαίρι και μεις κρυώνουμε τις νύχτες... Ο αέρας δε σταματά ποτές. Ο καβοντόρος κατεβάζει, η ανατολή φυσά, η νοτιά, ο γαρμπής... Τούτο το νησί είναι στημένο στη μέση του πελάγους και το δέρνουν όλοι οι ανέμοι».

Οι αγέρηδες του Γυάρου. Αλλιώτικοι, άγριοι σαν τα που τα είδαν οι πέτρες του βράχου.

«Οι ναυτικοί λένε για τη Γιούρα ότι έχει μόνο δυο μελτέμια το χρόνο: το ένα αρχίζει την άνοιξη και τελειώνει το φθινόπωρο και το άλλο αρχίζει το φθινόπωρο και τελειώνει την άνοιξη!».

Κι έχεις στο πλάι σου άλλον έναν παλιό κρατούμενο, από τους τελευταίους αυτός, να σου λέει πως «άμα φυσάει στο βράχο και χώνεσαι να προστατευτείς στα ντουβάρια της φυλακής νιώθεις πως κάποιος χτυπά χαστούκια στο κτίριο σαν να θέλει να το ξεκολλήσει απ' το βράχο».
 «Τη δύναμή σου Δία,

ποιος αλαζόνας άνθρωπος θα γονατίσει;

Ο ύπνος δεν την καταλεί, που μας γερνάει,

ούτε κι οι μήνες των θεών, που δε νυστάζουν.

Αιώνιος δυνάστης κυβερνάς

στη λαμπερή φωτοχυσία του Ολύμπου.

Μέλλον, παρόν και παρελθόν

αυτός ο νόμος τα σφραγίζει:

ο βίος των θνητών καιρό δε σέρνεται πολύ

έξω από της συμφοράς το μονοπάτι».

Αίμα, ιδρώτας, πόνος, μίσος, όλα τούτα μαζί κι άλλα χιλιάδες όμοια ποτίσαν τούτον το βράχο. Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης επιμένει: «Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή, σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια... Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως. Ο δρόμος χάνεται στο φως και ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο».
 Γιομάτος σκιές φεύγεις από τη Γυάρο. Προτού πας ήξερες ποιος είχε δίκιο. Το δίκιο πάντα ανθρωποφυλακες βάζουν να το φυλάνε. Μην τύχει και ξεμυτίσει έστω και λίγο. Σαν που ξεμυτάν τα αγκάθια από το χώμα της Γυάρου. «Η Γυάρος μας θυμίζει ότι η αντίσταση είναι η αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ύπαρξης» γράφει η μαρμαρόπλακα αριστερά της εισόδου των φυλακών. Θυμίζει πως το δίκιο είναι με το μέρος της αντίστασης που γεννάει η αξιοπρέπεια. Η αξιοπρέπεια ενός φυλακισμένου, ενός φαντάσματος στριμωγμένου ανάμεσα σε συρματοπλέγματα, πυροβολεία, κάγκελα και ντουβάρια φυλακών. Όσων ετούτα τα χρόνια μα κι όλα τα χρόνια της ανθρωπότητας τιμωρήθηκαν επειδή «θέλανε να είναι κάποιοι».

Ποιος κέρδισε θα πεις... Με το δίκιο σου...

 «Εγώ τιμούσα, και μ' ατίμασαν φριχτά.

 Αν οι θεοί τα κρίνουν τούτα δίκια,

 να πάθω και να μολογήσω πως αμάρτησα.

 Αν αμαρτήσαν άλλοι, να μην πάθουν χειρότερα

 από όσα έτσι άδικα μου κάνουν».
 

ESPA BANNER