"Η Σμύρνη μάνα καίγεται, καίγεται και το βιος μας..."
«Εκτός από την άθλια τουρκική συνοικία, η Σμύρνη έπαψε να υπάρχει [...] το πρόβλημα των μειονοτήτων έχει λυθεί εκεί μια για πάντα [...] Δεν μένει καμία αμφιβολία για τα αίτια της πυρκαγιάς [...] Τον δαυλό τον άναψαν στρατιώτες του τουρκικού στρατού». Daily Telegraph, 16 Σεπτεμβρίου 1922
13 Σεπτεμβρίου 1922: Φωτιά εκδηλώνεται στην αρμένικη συνοικία της Σμύρνης η οποία παίρνει διαστάσεις μεγάλης πυρκαγιάς που διαρκεί ως τις 17 Σεπτεμβρίου. Η πυρκαγιά κατέκαψε τη Σμύρνη (γλίτωσαν μόνο η μουσουλμανική και η εβραϊκή συνοικία) και με αυτό τον τρόπο γράφει το χειρότερο επίλογο στη Μικρασιατική Καταστροφή.
Η αρχή του τέλους σημειώθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1922 με την αποχώρηση και του τελευταίου τμήματος του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία επιτρέποντας στα στρατεύματα του Κεμάλ Ατατούρκ να καταλάβουν την πόλη.
Η φωτιά εκδηλώθηκε αρχικά στην αρμενική συνοικία και συγκεκριμένα από την ανατίναξη της Αρμενικής Εκκλησίας του Αγίου Νκολάου, όπου είχαν καταφύγει τα γυναικόπαιδα και πολιορκούντο από τους Τούρκους. Την πολιορκία την έσπασε με το ασκέρι του ο Έλληνας καπετάνιος Σιδερής (Ισίδωρος) Πανταζόπουλος, που επί πολλά έτη πολεμούσε τους άτακτους Τσέτες ληστές στα γύρω βουνά.
Οι Έλληνες μπήκαν μέσα στην εκκλησία και έδωσαν νερό και τρόφιμα στους πολιορκημένους, όμως, οι πολυπληθέστεροι Τούρκοι γρήγορα ανασυντάχθηκαν και παίρνοντας πυρίτιδα από γειτονική πυριταδαποθήκη, περικύκλωσαν και πάλι την εκκλησία και την ανατίναξαν.
Με τη βοήθεια του ευνοϊκού για τους Τούρκους ανέμου (που έπνεε αντίθετα από την τουρκική συνοικία) και της βενζίνης με την οποία οι Τούρκοι ράντιζαν τα σπίτια, η φωτιά κατέκαψε όλη την πόλη, εκτός από τη μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία, και διήρκεσε από τις 13 έως τις 17 Σεπτεμβρίου του 1922, ενώ η φωτιά σταμάτησε να καίει στις 22 Σεπτεμβρίου.
Ουδείς γνωρίζει την ακριβή αριθμό των νεκρών.
Τη νύχτα της 13ης Σεπτεμβρίου, και με τους πρόσφυγες που έφθαναν κοντά στο μισό εκατομμύριο να βρίσκονται παντού, ο ναύαρχος Μπροκ της Μεγάλης Βρετανίας έδωσε εντολή να σταλούν λέμβοι για να παραλάβουν κόσμο. Περίπου 20.000 κατάφεραν να ανέβουν στα πολεμικά πλοία. Τρεις μέρες αργότερα, εκείνο το φρικτό σαββατοκύριακο 16-17 Σεπτεμβρίου, χιλιάδες Αρμένιοι και Έλληνες, ηλικίας 17-45 ετών, οδηγήθηκαν σε πορείες θανάτου προς την ενδοχώρα. Θεωρήθηκαν αιχμάλωτοι πολέμου και η αναχώρησή τους απαγορεύτηκε επί ποινή θανάτου.