"Ω γλυκύ μου έαρ..." - Η κορύφωση του Θείου Δράματος
Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής γίνεται ο στολισμός του Επιταφίου στις εκκλησίες. Αρχικά ψάλλονται οι Μεγάλες Ώρες, που περιέχουν ψαλμούς, τροπάρια, Αποστόλους, Ευαγγέλια και Ευχές. Στη συνέχεια ψάλλεται ο Εσπερινός της Μεγάλης Παρασκευής και γίνεται η Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου. Ακολούθως, τοποθετείται στο Ιερό Κουβούκλιο ένα ύφασμα, πάνω στο οποίο έχει κεντηθεί ή ζωγραφιστεί ο Κύριος, νεκρός. Το ύφασμα αυτό λέγεται Επιτάφιος.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας ψάλλεται ο όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου και η υμνολογία είναι σχετική με την ταφή του Κυρίου από τους Ιωσήφ και Νικόδημο και την κάθοδο της ψυχής Του στα σκοτεινά βασίλεια του Άδη. Σχετικά τα τροπάρια: «Ο ευσχήμων Ιωσήφ...», και «Ότε κατήλθες προς τον θάνατον...».
Όταν ο Κύριος απέθανε, το σώμα Του μπήκε στον τάφο, η δε ψυχή του ενωμένη με την Θεότητά του κατήλθε στον Άδη και αφού τον νίκησε απελευθέρωσε τις ψυχές. Και την τρίτη ημέρα ενώθηκε και πάλι η Ψυχή με το Σώμα και το Σώμα Ανέστη εκ Νεκρών. Έτσι νικήθηκε ο Άδης και ο θάνατος.
Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας ψάλλονται σε τρεις στάσεις (μέρη) τα λεγόμενα Εγκώμια, μικρά τροπάρια πολύ αγαπητά στο λαό, αγνώστου ποιητή. Τα πιο γνωστά είναι: «Η ζωή εν τάφω…», «Άξιον εστί μεγαλύνειν…», «Αι γενεαί πάσαι…» και «Ω γλυκύ μου Έαρ…».
Στη συνέχεια γίνεται η Περιφορά του Επιταφίου, εκτός του ναού και στα όρια της Ενορίας.
Η Μεγάλη Παρασκευή είναι η ημέρα του απόλυτου πένθους για την Χριστιανοσύνη. Το ξημέρωμα της ίδιας ημέρας γίνεται η σταύρωση του Χριστού, ενώ η Εκκλησία θυμάται τα Πάθη του, τα οποία πέρασε για να σώσει τους ανθρώπους.
Η ημέρα είναι αφιερωμένη στις τελευταίες ώρες πριν την σταύρωση. Ο Χριστός μετά την σύλληψή του από την προδοσία του Ιούδα, δικάστηκε από τους Αρχιερείς που είχαν πληρώσει τα 30 αργύρια και καταδικάστηκε.
Η δίκη ήταν φυσικά σαν να μην έγινε. Η απόφαση είχε παρθεί πριν από την σύλληψη. Θάνατος. Όμως επειδή οι ίδιοι δεν είχαν νόμιμη εξουσία, έπρεπε η απόφαση να ανακοινωθεί από τον Ρωμαίο διοικητή. Τον Πόντιο Πιλάτο δηλαδή.
Ο Ιησούς σύρθηκε προς το μέρος που βρισκόταν ο διοικητής. Οι Αρχιερείς παρότρυναν το πλήθος να ζητήσει την Σταύρωσή Του. Το Εβραϊκό Πάσχα, υπήρχε έθιμο να απελευθερώνεται ένας Εβραίος κατάδικος. Ο Πιλάτος θέλησε να μην πάρει επάνω του την καταδίκη του Ιησού σε θάνατο. Οπότε έφερε έναν ακόμα κατάδικο μπροστά στο πλήθος, τον Βαραβά, και ζήτησε από το πλήθος να διαλέξει ποιον να ελευθερώσει.
Το πλήθος επέλεξε τον Βαραβά. Και ζήτησε την σταύρωση του Θεανθρώπου. Οι στρατιώτες φόρεσαν λίγο αργότερα στον Ιησού το αγκάθινο στεφάνι καθώς και έναν πορφυρό χιτώνα. Το πλήθος τον χτυπούσε και τον έφτυνε.
Ο Ιησούς κουβάλησε τον σταυρό με τον οποίο σταυρώθηκε στον λόφο του Γολγοθά. Κάποια στιγμή έπεσε. Οι Ρωμαίοι, που είχαν εντυπωσιαστεί περισσότερο από το παρουσιαστικό του και την φυσιογνωμία του, επέβαλλαν στον Σίμωνα τον κυρηναίο να κουβαλήσει τον σταυρό.
Στις 9 το πρωί ο Ιησούς σταυρώθηκε. Το μαρτύριο του κράτησε για 6 ώρες, καθώς στις 3 το μεσημέρι παρέδωσε το πνεύμα Του. Οι κηδείες απαγορεύονταν το Σάββατο, οπότε ένας κρυφός μαθητής του Ιησού, ο Ιωσήφ από την Αμαριθαία, ζήτησε από τον Πιλάτο να οδηγήσει στον τάφο το σώμα Του.
Η τελετή της αποκαθήλωσης γίνεται το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής, ενώ το ίδιο βράδυ γίνεται η περιφορά του Επιταφίου.